Ειδησεογραφικό site

Η Χώρα ΤσιπροΚαμμενοΜητσο….τσακίζεται, κι ο κόσμος ΤΡΑΜΠαλοΛΕΠΕΝίζεται

60

Κι εμείς…
«Όλοι, αραχτοί στον καναπέ
Τι-Βι, Τσιγάρο και λουφέ,
Και δε βαριέσαι αδερφέ»

Ελευθέριος Ανευλαβής

 

«Έλα τώρα δεν πα’ να μην αρέσεις. Κόντρα είσαι στην ανασχετική ηλιθιότητα».

(Οδυσσέας Ελύτης)

 

Στη Χώρα, φυσούσε, αποπνικτικός λίβας, που ξερνούσε ανυπόφορη μπόχα,

μουλιασμένη με βρώμικη, λασπωμένη γλίτσα, που λέρωνε τα χέρια των ανθρώπων και τις ψυχές τους. Σερνόταν, σαν χολέρα, στους δρόμους,  από τις εξατμίσεις χιλιάδων Porsche, σκληρά εργαζομένων, αργόσχολων φοροφυγάδων. Ανέβαινε από τις θαλαμηγούς των Μυκονόβιων και εξωχωρίων εστέτ, μαυρίζοντας το γαλάζιο της θάλασσας.

Τα έντερα των κηφήνων της χά(λ)ι σοσάιετυ (high society), μετά την συνουσία με την ακόλαστη βασίλισσα του σμαριού της βρώμας και της εξουσίας, αιωρούνταν στον αέρα και έπεφταν, βρωμερά περιττώματα, στα κεφαλιά των ανθρώπων, που έλεγαν πως ήταν κίτρινη βροχή από την Αφρική.

Μια αβάσταχτη βρώμα, Τσουκάτη, Βατοπεδινή, Αγιορείτικη, φερομένη επί πτερύγων Εφραίμ και Αρσενίου, των κολλυβιστών της rasadel, ΑΚΗζόμενη, Σημιτική εκσυγχρονισμένη, ολυμπιακών διαστάσεων, καλατράβα με κι’ ας κλαίω κόστους, Καραμανλίδικη αφασική, ΓΑΠικη Καστελόριζου, πρωτομνημονιακή με «λεφτά υπάρχουν», ΤσιπραριστεροΚαμμένη, έβγαινε αποπνικτική από την μεγάλη πύλη της Βουλής των Ελλήνων, βάσει του νόμου περί (αν)ευθύνης Υπουργών. και έπεφτε στην ασύδοτη, «ελεύθερη» αγορά, απλώνοντας πλοκάμια που έπνιγαν τους ανθρώπους, μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Ανθρώπου.

Βρώμικος ΤΡΑΜΠαγέρας φυσομανούσε στα σοκάκια του κόσμου από την υπερατλαντική Χώρα και έσμιγε με το φυσοσφύριγμα του ΛΕΠΕΝοβοριά. Υπερατλαντικά ΤΡΑΜΠαλιζόμενα ρεύματα, μαζί με ΛΕΠΕΝικούς Ευρωβοριάδες, σκορπούσαν τη λασπερή βρώμα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Έμπαιναν από τις πόρτες και τα παράθυρα μέσα στα σπίτια. Κατακάθιζαν πάνω στις στέγες, μόλυναν το χώμα. Και οι καρποί της γης διαφθείρονταν κι αυτοί, μαζί με τους ανθρώπους.

Δυσώδη ρεύματα, από την Εσπέρια, έπνεαν, Χριστοεωσφορικώς, δροσίζοντας Υπουργούς, ταγμένους επί το θεάρεστον έργον της υπηρετήσεως των δικών τους συμφερόντων. Ο εκλογικός αγώνας είναι σκληρός και μια χορηγία είναι απαραίτητη, για να μη χάσει η Βενετιά (Βουλή) βελόνι (τέτοιον βουλευτή). Μια αξιοπρεπής μίζα, για έναν αξιοπρεπή Υπουργό, θα ήταν αναξιοπρεπής, αν δεν υπερέβαινε τα 10 εκατομμύρια. (και μη κάνετε τις παρθένες, κύριοι συνάδελφοι, βροντοφωνάζει ο κ. Μαντέλης).

Και μονολογούσε ο κόσμος στους δρόμους εκείνες τις ημέρες, λέγοντας:
«Μου φέρεσθε μετά πολλής/ Φιλοφροσύνης, ω Φυλλίς./ Ας έλειπεν αυτός ο κόπος,/
Ίνα μη ήλπίζον ασκόπως» (Κ. Βάρναλης).

Και μουρμούριζαν οι άνθρωποι, βογκώντας με κατεβασμένα κεφάλια: «Πάρτε τον μισθό μου. Και τη σύνταξή μου, πάρτε. Και τα επιδόματά μου. Τι να τα κάνω; Εδώ κινδυνεύει η Πατρίς.»

«Και τα κέρδη των σαπιοκοιλιών;» Ρωτούσαν κάποιοι, αναιδείς.

«Δεν τα πειράζουμε αυτά. Αν αυτά χαθούν, χαθήκαμε κι μείς, κι’ εσείς. Κινδυνεύει το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα.» Απαντούσαν οι επαΐοντες νταβατζήδες του λαού, οι λαομπαίχτες.

«Αν και μου φαίνεσθε καλοί/, Απήλπισα οριστικώς/ Ενώ ελπίζω διαρκώς» υποτονθορύζουν, μαζί με τον Βάρναλη, οι εξαχρειωμένοι.

Και μαζεύτηκαν, εκείνες τις ημέρες, οι νταβατζήδες του λαού σε συμβούλιο.
Και διαβουλεύτηκαν κρυφά, χωρίς να κοιτάζονται στα μάτια. Βαθειά, μέσα τους, το ήξεραν πως ήταν ένοχοι. Κι ας σφύριζαν κλέφτικα. Και απεφάνθησαν: «Στους λίγους δόθηκεν η γη/ στα πλήθ’ οι ουρανοί/ Δεν ειν’ αξιότερο αγαθό/ απ’ την υπομονή» (Κ. Βάρναλης).

Και συνομολόγησαν και βγάλανε απόφαση: «Ο γάιδαρος πετάει. Οι μισθοί και οι συντάξεις του λαού είναι όλεθρος για την κινδυνεύουσα πατρίδα. Οι σαπιοκοιλιές και οι κηφήνες είναι το μέλλον του κόσμου.» Και άνοιξαν τα παράθυρα και ιπτάμενοι γάιδαροι σκορπίστηκαν στο συγκεντρωμένο πλήθος και γκάριζαν, παρακινώντας τον λαό να παίζει: «Λόττο», «Πρώτο», «Στοίχημα», «Καζίνο», «Φρουτάκια», και να τζογάρει μπας και δει άσπρη μέρα.

Και ο κόσμος φώναζε: «Κλέφτες», «Χαμόσυρτα, λέρα σκουλήκια» (Κ. Βάρναλης). «Μπάσταρδοι, ψεύτες, κλέφτες, πόρνοι». (Κ. Παλαμάς) Και οι Ερινύες κραύγαζαν: Ένοχοι. Ένοχοι ψεύδους. Ένοχοι εξαπάτησης. Ένοχοι αδολεσχίας. Ένοχοι ενώπιων του Κυρίου του Λαού σας.

Κι άρχισε να βροντάει και ν’ αστράφτει, καθώς εκείνοι οι Πολίτες, «ωραίοι σαν Έλληνες», προχωρούσαν κραυγάζοντας:

«ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ! και ΔΙΚΑΙΗ ΤΙΜΩΡΙΑ των ένοχων». «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ και ΔΙΚΑΙΗ ΤΙΜΩΡΙΑ», των ληστών της πατρίδας. Των σαπιοκοιλαράδων, που ροκανίζουν το δημόσιο χρήμα. Των ασεβών κολλυβιστάδων της Ιεράς Κιβωτού του Άβατου Όρους. Των βατεμένων χριστεμπόρων και των πνευματικών τους βατοπαιδίων. «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ και ΔΙΚΑΙΗ ΤΙΜΩΡΙΑ» των βουλιμικών, μέχρι σκασμού, λαδιάρηδων πολιτικατζήδων και διαπλεκομένων αργυρωνήτων με τους χρυσοεωσφοράκους, ταις ευλογίαις της παναχράντου Αγκέλας Μερκελοζήμενς και όλων των οξαποδώ εξωχωρίων αλητών.

Και πήρε, ο καθαρός βοριάς, τη φωνή του λαού, και την φύσηξε στις καρδιές των ανθρώπων, και στους θόλους της Βουλής, και σάρωσε τη λάσπη της αδιαντροπιάς.

Και είχαν μαζί τους, οι πολίτες-οπλίτες, οι πατριώτες (εκάς, οι πατριδέμποροι της πατριδοκαπηλίας), στην πορεία προς το αύριο: τον Σοφοκλή, τον Πίνδαρο, τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη, τον Μεγαλέξανδρο, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Διάκο, τον Μακρυγιάννη, τον Παύλο Μελά, τους Φαντάρους του «αέρα», τα Παιδιά της αντίστασης, που τα έλεγαν αλήτες και Όλους τους θυσιασμένους του αείχρονου Ελληνισμού, που, «Κάτω από το χώμα, κρατάνε της καμπάνας το σχοινί, για να σημάνουνε την ώρα,» που θα γίνει η καινούργια Ελλάδα.

Η Ελλάδα που δεν θα ντρεπόμαστε να τη λέμε Ελλάδα.

Τα σχόλια είναι κλειστά.