Ειδησεογραφικό site

Επέτειος δίκης Ανδρέα, 27 χρόνια μετά – Οι αλήθειες που ακόμη δεν λένε για το «βρώμικο ’89»

295

Στις 11 Μαρτίου του 1991, ανοίγει στο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), στο κτήριο του Αρείου Πάγου η αυλαία για την (πολλαπλής ιστορικής σημασίας) δίκη του λεγόμενου «σκανδάλου Κοσκωτά», με κατηγορούμενους τον τέως τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου («ωσεί παρόντα») και τους υπουργούς του στην κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα, Γεώργιο Πέτσο και Δημήτρη Τσοβόλα να κάθονται στο εδώλιο…

του Μιχαήλ Αντωνίου

Το επετειακό αυτό γεγονός γίνεται δραματικά επίκαιρο αν αναλογιστεί κανείς το «πολιτικό σκηνικό» που φιλοτεχνεί η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με αιχμή του δόρατος το αποκαλούμενο «σκάνδαλο Νοβάρτις» (και όχι μόνο) που παραπέμπει στην τριετία 1989- 1992, η οποία έμεινε στην ιστορία ως «Βρόμικο ’89» και που μας υπενθυμίζει πως η σκανδαλολογία ως συνειδητή διαστρέβλωση γεγονότων και συμπεριφορών μόνο δεινά μπορεί να φέρει στον τόπο, ο οποίος χειμάζεται βαλλόμενος πανταχόθεν, γι’ αυτό και το τελευταίο που του χρειάζεται αυτή τη στιγμή προκειμένου να βρει διέξοδο σε ένα καλύτερο μέλλον, είναι οι ψευδεπίγραφοι και ανιστόρητοι «αρχαγγέλοι της κάθαρσης».

Το χρονικό εκείνης της σκοτεινής εποχής είναι γνωστό αλλά το υπενθυμίζω χάριν της ιστορικής μνήμης, που πρέπει απαραιτήτως να μένει ζωντανή… Για να μας διδάσκει…

Από τα μέσα του 1988 η χώρα βρισκόταν στον αστερισμό του σκανδάλου Κοσκωτά, του νεαρού τραπεζίτη που ήλθε από το πουθενά για να δημιουργήσει μια μικρή αυτοκρατορία στον τραπεζικό και εκδοτικό χώρο. Εναντίον του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για κατάχρηση δισεκατομμυρίων δραχμών (19 Οκτωβρίου 1988) και όλοι περίμεναν την έκδοσή του στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ, όπου είχε διαφύγει και συλληφθεί. Τον χορό της κριτικής κατά της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ έσερνε ο λεγόμενος τότε «συμπολιτευόμενος Τύπος» («Ελευθεροτυπία», «Έθνος», «Τα Νέα», «Το Βήμα»), που έκανε λόγο ακόμη και για δωροδοκία του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κοσκωτά (με τα αλήστου μνήμης «Πάμπερς»). Βασικός στόχος των «πυρών» ήταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Δικαιοσύνης Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, που τον κατηγορούσαν ότι εμπόδιζε τον έλεγχο της Τράπεζας Κρήτης. Αντιδράσεις υπήρξαν και στο κυβερνητικό στρατόπεδο, με κορυφαία στελέχη (Γ. Παπανδρέου, Κ. Σημίτης) να ζητούν δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης. Μέσα σε αυτή την όζουσα ατμόσφαιρα έγιναν οι εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989. Η ΝΔ επικράτησε του ΠΑΣΟΚ με πέντε ποσοστιαίες μονάδες (44,25% έναντι 39,15%) αλλά δεν κατόρθωσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Μητσοτάκης, Φλωράκης και Κύρκος αποφάσισαν την 1η Ιουλίου 1989 τη δημιουργία μιας φιλελευθερο-κομμουνιστικής κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού, η οποία δημιούργησε αίσθηση και συζητήθηκε παγκοσμίως. Το νέο κυβερνητικό σχήμα υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη θα ήταν βραχύβιο και θα είχε διπλό στόχο: τη δρομολόγηση των διαδικασιών της κάθαρσης και την προετοιμασία αδιάβλητων εκλογών βάσει του ισχύοντος εκλογικού νόμου.

 

Το εναρκτήριο λάκτισμα της λεγόμενης «κάθαρσης» δόθηκε στις 7 Ιουλίου 1989 όταν 144 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας κατέθεσαν πρόταση κατά του Ανδρέα Παπανδρέου και άλλων πέντε υπουργών του ΠΑΣΟΚ για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, παραβλέποντας τη σύσταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι «οι πρωθυπουργοί πηγαίνουν στα σπίτια τους». Την πρόταση των βουλευτών της ΝΔ δεν υπέγραψαν αλλά την υποστήριξαν στη Βουλή οι βουλευτές του Συνασπισμού. Στις 18 Ιουλίου η Ολομέλεια του Κοινοβουλίου αποφάσισε την παραπομπή των κατηγορουμένων σε δωδεκαμελή προανακριτική επιτροπή για να διερευνηθούν οι ευθύνες τους στο σκάνδαλο Κοσκωτά.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1989 η Βουλή αποφάσισε την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. Μαζί του παραπέμφθηκαν ο πρώην αρχηγός της ΕΥΠ Κώστας Τσίμας και ο πρώην διοικητής του ΟΤΕ Θεοφάνης Τόμπρας.

Το «κυρίως πιάτο» των παραπομπών σερβιρίστηκε στις 27 Σεπτεμβρίου  όταν η Βουλή αποφάσισε να παραπέμψει εκ νέου στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά αυτή τη φορά τον Ανδρέα Παπανδρέου και μαζί τους υπουργούς της κυβέρνησής του Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα, Γεώργιο Πέτσο, Παναγιώτη Ρουμελιώτη και Δημήτρη Τσοβόλα, μία μέρα μετά τη δολοφονία από τη 17Ν του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Παύλου Μπακογιάννη. Μέρος του τύπου επιχείρησε να συνδέσει την τρομοκρατική οργάνωση με το ΠΑΣΟΚ, προκαλώντας τις οξύτατες αντιδράσεις των στελεχών του κινήματος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγορήθηκε για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία και το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας για τη συμμετοχή του στο σκάνδαλο Κοσκωτά.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

Για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία, 166 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της παραπομπής και 121 κατά ενώ για τα αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας ψήφισαν 165 υπέρ και 121 κατά. Από την ψηφοφορία απουσίασε ο ίδιος, ο Γιώργος Σουφλιάς, ο Απόστολος Ανδρεουλάκος, ο Αχμέτ Σαδίκ και ο δολοφονηθείς Παύλος Μπακογιάννης, η θέση του οποίου δεν είχε αναπληρωθεί. Υπερασπιζόμενος τον εαυτό του στη Βουλή, ο Ανδρέας Παπανδρέου αποδέχθηκε την πολιτική του ευθύνη για το σκάνδαλο Κοσκωτά αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έφερε ποινικές ευθύνες, χαρακτηρίζοντας τις παραπομπές ως πολιτική δίωξη με στόχο την πολιτική εξόντωση του ιδίου και του ΠΑΣΟΚ. Από τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης παραπέμφθηκε για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71 επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης. Ο Δημήτρης Τσοβόλας παραπέμφθηκε για απιστία περί την υπηρεσία, ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71 επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, για υπόθαλψη εγκληματία, για παθητική δωροδοκία και για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια και ο Γεώργιος Πέτσος για απιστία περί την υπηρεσία και δωροληψία.

Η συγκυβέρνηση ΝΔ – Συνασπισμού έλαβε τέλος στις 7 Οκτωβρίου αφού ολοκλήρωσε το έργο των παραπομπών. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 5 Νοεμβρίου 1989 αλλά και πάλι δεν προέκυψε αυτοδύναμη κυβέρνηση (ΝΔ 46,2%, ΠΑΣΟΚ 40,7%). Μετά τις αποτυχημένες διερευνητικές εντολές σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση υπό τον υπέργηρο οικονομολόγο Ξενοφώντα Ζολώτα. Έκπληκτος ο κόσμος πληροφορήθηκε ότι ο «αρχάγγελος της κάθαρσης» Μητσοτάκης συνεργάζεται με τον «κλέφτη» Παπανδρέου. Το κυβερνητικό σχήμα υπονόμευσε εξαρχής ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, προκειμένου να στηρίξει τη θέση του ότι τα σχήματα συνεργασίας ήταν αναποτελεσματικά και ότι απαιτείτο η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Η οικουμενική κατέρρευσε όταν απέτυχε να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας και προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για τις 8 Απριλίου 1990. Η Νέα Δημοκρατία και πάλι δεν κατέκτησε την αυτοδυναμία, αν και συγκέντρωσε το 46,88% των ψήφων. Χρειάστηκε η προσχώρηση του μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Θεόδωρου Κατσίκη για να σχηματιστεί ο μαγικός αριθμός 151, που έδινε την αυτοδυναμία στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΟ ΕΔΩΛΙΟ

Στις 11 Μαρτίου 1991 ξεκινά -όπως γράψαμε στην αρχή- η δίκη του σκανδάλου Κοσκωτά, χωρίς την παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος (δικαίως) αρνήθηκε να συμμετάσχει στην ακροαματική διαδικασία και του Παναγιώτη Ρουμελιώτη, που εκείνη την περίοδο ήταν ευρωβουλευτής και η Ευρωβουλή δεν συναίνεσε στην άρση της ασυλίας. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισαν μόνο ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, ο Γεώργιος Πέτσος και ο Δημήτρης Τσοβόλας. Το Ειδικό Δικαστήριο αποτελείτο από 13 αρεοπαγίτες και προέδρους εφετών υπό την προεδρία του Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασίλη Κόκκινου. Ρόλο εισαγγελέα έπαιζαν τρεις βουλευτές (Νίκος Κωνσταντόπουλος, Νίκος Κατσαρός και Κώστας Κωνσταντινίδης). Η δίκη μπήκε σε κάθε σπίτι, καθώς μεταδόθηκε απευθείας από την ΕΡΤ και για πρώτη φορά οι Έλληνες είδαν τους ανώτερους δικαστές με την επίσημη στολή τους (τήβεννο, καπελάκι και άσπρο γουνάκι για τον πρόεδρο). Η πορεία της επιφύλασσε μια απροσδόκητη και συνάμα τραγική εξέλιξη, καθώς τον Απρίλιο του 1991 πέθανε, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, ο οποίος κατά πολλούς ήταν ο άνθρωπος-κλειδί για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Η δίκη έχασε το ενδιαφέρον της, αφού οι μάρτυρες που κατέθεσαν κατά του Ανδρέα Παπανδρέου θεωρήθηκαν αναξιόπιστοι από το δικαστήριο, καθώς περιέπεσαν σε αντιφάσεις και δεν προσκόμισαν κάποιο στοιχείο ικανό για την καταδίκη του. Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1992. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κηρύχθηκε αθώος ενώ στον Δημήτρη Τσοβόλα επεβλήθη ποινή φυλάκισης δυόμισι ετών και τριετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και στον Γεώργιο Πέτσο φυλάκιση 10 μηνών και διετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για μια απλή πολεοδομική παράβαση.

ΠΑΝΥΓΗΡΙΚΑ ΑΘΩΟΣ

Ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, σε περσινό του άρθρο, έγραψε σχετικά: «…Στην ακροαματική διαδικασία, το κατηγορητήριο κατέρρευσε. Ο λαός είδε την αλήθεια και έβγαλε τα συμπεράσματά του.

Ο Ανδρέας με μεγάλη πλειοψηφία, με ψήφους 8-5 ή 9-4, κρίνεται αθώος και για τις τέσσερις κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα, που του είχαν αποδοθεί. Σε μια δίκη που δεν είχε παραστεί, που δεν είχε συνηγόρους και μάρτυρες υπεράσπισης. Η απόφαση της μεγάλης πλειοψηφίας είναι ότι ο Ανδρέας δεν πήρε δώρα από τον Κοσκωτά. Ο Κοσκωτάς δεν του πλήρωσε τα νοσήλια στο Λονδίνο. Δεν είχε ανάμειξη στη ρύθμιση των χρεών Καλκάνη. Δεν ήταν ηθικός αυτουργός στις καταθέσεις των διοικητών των Δημοσίων επιχειρήσεων (ΔΕΚΟ) στην Τράπεζα Κρήτης. (…). Και εδώ διαπράττεται η συνειδητή διαστρέβλωση της αλήθειας, ακόμη και από έγκυρους ιστορικούς, ότι δηλαδή, ο Ανδρέας αθωώθηκε με μια (1) ψήφο. Ένας έγκριτος ιστορικός τον αθωώνει μάλιστα με 3-2!! Αγνοεί ότι το Ειδικό Δικαστήριο συγκροτείται από δέκα τρείς (13) δικαστές. Να προστεθεί επιπλέον ότι οι διοικητές των ΔΕΚΟ, ως φυσικοί αυτουργοί αθωώθηκαν στη συνέχεια από το πενταμελές εφετείο Αθηνών. Είναι η δεύτερη πανηγυρική αθώωση του Ανδρέα για το αδίκημα της απλής συνέργειας. Εκεί που “την γλίτωσε με μια ψήφο”. Ένα έγκλημα που δεν έχει φυσικούς αυτουργούς, που δεν διαπράχθηκε δεν μπορεί να έχει “συνεργούς” ή “ηθικούς αυτουργούς”. Αυτά είναι τα γεγονότα. Αυτές είναι οι αλήθειες που συνειδητά αποκρύπτονται και κυρίως διαστρεβλώνονται…».

Η δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο λειτούργησε υπέρ του ΠΑΣΟΚ. Ενίσχυσε τη συνοχή του, που είχε αρχίσει να κλονίζεται μετά την οκταετή παραμονή του στην εξουσία και το επανέφερε θριαμβευτικά στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1993, βοηθούσης και της κρίσης ταυτότητας του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας με τη διαμάχη Μητσοτακικών και Καραμανλικών. Το άλλο στρατόπεδο της «κάθαρσης», αφού δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει κέρδη από την κρίση στο ΠΑΣΟΚ, διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη (ΚΚΕ και ΣΥΝ). Σε αυτό συνετέλεσε και η διάλυση του κομμουνιστικού στρατοπέδου και η κρίση ταυτότητας του χώρου.

Στις 15 Μαΐου 1992 με απόφαση της Βουλής ανεστάλη η δίωξη κατά του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. Στη σχετική ψηφοφορία, από την οποία απουσίαζαν το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, 117 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της αναστολής, 24 κατά και 3 δήλωσαν «παρών». Νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 26 Νοεμβρίου 1993, η Βουλή με απόφασή της είχε συγκατατεθεί στην απονομή χάριτος και την άρση των έννομων συνεπειών της καταδίκης του Δημήτρη Τσοβόλα.

Στο σημείο αυτό και για το «διά ταύτα» ανατρέχω στο παρακάτω απόσπασμα από το προαναφερθέν «διδακτικό» άρθρο του Μιλτιάδη Παπαϊωάννου: «…Ο Κ. Μητσοτάκης εξελέγη Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας γιατί κρίθηκε, από τη συντηρητική παράταξη, ως “ο πλέον κατάλληλος” για να αντιμετωπίσει τον Ανδρέα. Και τα κατάφερε. Όχι στο πεδίο μιας υγιούς πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά με το “αίτημα της κάθαρσης”. Με το σύνθημα “κάτω οι κλέφτες του ΠΑΣΟΚ”. Με την ουσιαστική βοήθεια της ηγεσίας της τότε κομμουνιστικής αριστεράς υιοθέτησε ως κύριο μέσο αντιπαράθεσης την πολιτική “της σκανδαλολογίας”. Μετέφερε την αντιπαράθεση από τα πολιτικά γεγονότα στις συμπεριφορές των προσώπων. Επιχείρησε την ποινική τους δίωξη με ανυπόστατους ισχυρισμούς, με χαλκευμένα στοιχεία. Για την επιτυχία του στόχου του, συγκρότησε “Ειδική Επιτροπή σκανδάλων” με επικεφαλής τον βουλευτή Ιωάννη Παλαιοκρασά. Έργο της Επιτροπής η κατασκευή ενόχων. Εξέδωσε μάλιστα και έντυπο με τον τίτλο και υπότιτλους “Χρήμα και Διαφθορά – Το πανόραμα των σκανδάλων – 1 τρισ. σε μέλη, κομπίνες και απάτες”. Η Επιτροπή λειτούργησε μεθοδικά. Βαπτίζονται σκάνδαλα πολιτικές αποφάσεις ή απλές διαχειριστικές πράξεις. Η άσκηση ποινικών διώξεων από “πρόθυμους Εισαγγελείς” δεν είχε προηγούμενο. Τα πρωτοσέλιδα του φιλικού του τύπου, χωρίς αιδώ, βγάζουν καταδικαστικές αποφάσεις. Ο κιτρινισμός δεν έχει όρια».

 

Η αλήθεια που ποτέ δεν έμαθε ο λαός

«Η έγκυρη εφημερίδα «Καθημερινή», σε κύριο άρθρο της στις 15 Νοεμβρίου 1992, γράφει “…παρατηρούνται φαινόμενα που μαρτυρούν την πρόθεση της εκτελεστικής εξουσίας να επιβάλει μέσω της δικαστικής εξουσίας στη δικαιοσύνη τις δικές της σκοπιμότητες. Οι επεμβάσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε μια καθημερινή πρακτική απροκάλυπτης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις αίθουσες των δικαστηρίων και στα ανακριτικά γραφεία” (…).

«Δέκα χρόνια μετά το “βρόμικο ‘89” έγινε μια αναλυτική αποτίμηση της δικαστικής εξέλιξης των περίφημων πενήντα τριών (53) μεγάλων σκανδάλων του επίσημου φυλλαδίου της ΝΔ υπό την προεδρία του Ι. Παλαιοκρασσά. Το αποτέλεσμα διδάσκει ότι “δικαστές υπάρχουν και στην Αθήνα” και όχι μόνον πρόθυμοι εισαγγελείς. Η επιχείρηση της σκανδαλολογίας κατέρρευσε. Τετρακόσιοι εβδομήντα οκτώ (478) πολίτες, στην πλειοψηφία τους στελέχη του ΠΑΣΟΚ, βρέθηκαν στα πλοκάμια της Δικαιοσύνης. Μετά από έρευνες των ανακριτικών αρχών, τριακόσιες είκοσι εννέα (329) περιπτώσεις τέθηκαν στο αρχείο, ενενήντα επτά (97) στελέχη του ΠΑΣΟΚ απαλλάχτηκαν με τελεσίδικα βουλεύματα και σαράντα πέντε (45) αθωώθηκαν με δικαστικές αποφάσεις. Ελάχιστοι, επτά (7) τον αριθμό, καταδικάστηκαν με μικρές ποινές φυλάκισης. Αυτό δεν το έμαθε ποτέ ο λαός. Παραμένει η εικόνα των παραπομπών και εξακολουθεί να είναι έντονη. Με τις αθωωτικές αποφάσεις κανένας δεν ασχολείται. Είναι μια ακόμη πλευρά της νοσηρότητας που διαπερνά το πολιτικό σύστημα της χώρας μας…».

Τα σχόλια είναι κλειστά.