Ειδησεογραφικό site

Αραβικός “χειμώνας” στον Καναδά

Της Μαλένας Παππά
Σχετικά άρθρα

ΠΑΣΟΚ-Εξεταστική για Τέμπη: Ζητά να κληθούν στην επιτροπή Σπίρτζης…

Αφιέρωμα ΕΚΕ

Σφοδρή διπλωματική κρίση πλήττει τις διακρατικές σχέσεις Καναδά – Σαουδικής Αραβίας έπειτα από την κριτική που άσκησε η Καναδική κυβέρνηση στη Σαουδαραβική κυβέρνηση σχετικά με την πολιτική της όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που κυβέρνηση του δυτικού κόσμου ασκεί τέτοιου είδους κριτική στην συγκεκριμένη χώρα, αυτή τη φορά η απάντηση του Ριάντ ήταν ασυνήθιστα αυστηρή και απόλυτη.

Το χρονικό της κρίσης
Όλα ξεκίνησαν με μία ανάρτηση του καναδικού υπουργείου Εξωτερικών στο Twitter η οποία ζητούσε την απελευθέρωση ακτιβιστών που είχαν φυλακιστεί από τη σαουδαραβική κυβέρνηση.

Η Καναδή υπουργός εξωτερικών, Κρίστια Φρίλαντ δήλωσε ότι την ανησυχεί η κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Σαουδική Αραβία και ξεκαθάρισε: «Η εξωτερική μας πολιτική, η οποία βασίζεται σε αξίες, η υποστήριξή μας στα ανθρώπινα δικαιώματα, στα δικαιώματα των γυναικών, είναι αναπόσπαστο μέρος του ποιοι είμαστε, όταν μιλάμε εξ ονόματος του Καναδά. Σε ό,τι αφορά την ευρύτερη σχέση μας με τη Σαουδική Αραβία, οι διπλωμάτες μας έθεσαν ερωτήματα επί της διαδικασίας σήμερα και περιμένουμε τις απαντήσεις».

Η απάντηση της Σαουδικής Αραβίας

Το Ριάντ εξέλαβε τις δηλώσεις της καναδικής κυβέρνησης ως επέμβαση στα εσωτερικά του, την οποία καταδίκασε και πέρασε σε αντεπίθεση χωρίς προηγούμενο, ξεκινώντας από το πάγωμα τόσο των διπλωματικών όσο και των εμπορικών σχέσεων των δύο κρατών.

Απέλασε αμέσως τον Καναδό πρέσβη στο Ριάντ δίνοντάς του μάλιστα διορία μόλις 24 ωρών να εγκαταλείψει τη χώρα και ανακαλώντας τον Σαουδάραβα πρεσβευτή στον Καναδά. Αναφορικά με τις εμπορικές σχέσεις, κάποια από τα μέτρα της σαουδαραβικής κυβέρνησης ήταν και η αναστολή των πανεπιστημιακών υποτροφιών για τους υπηκόους της στον Καναδά, η μετεγγραφή φοιτητών σε πανεπιστήμια άλλων χωρών και η αναστολή των πτήσεων της Saudia προς και από το Τορόντο.

Διπλωματικές καντρίλιες
Ιδιαίτερα επικριτικός εμφανίστηκε ο Σαουδάραβας υπουργός εξωτερικών, Αντέλ Αλ Τζουμπέιρ, δηλώνοντας χαρακτηριστικά την Δευτέρα ότι: “Το βασίλειο απορρίπτει κάθε ξένη επέμβαση στις εσωτερικές του υποθέσεις και θα αντιμετωπίσει κάθε τέτοια επέμβαση με αποφασιστικό τρόπο.” Επιπλέον, δήλωσε ότι ο Καναδάς αποξενώνεται από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού και χαρακτήρισε τη στάση του σοβαρό λάθος: “Ο Καναδάς οφείλει να αντιληφθεί ότι οι πράξεις του ήταν απαράδεκτες και προς τα αραβικά έθνη και τον μουσουλμανικό κόσμο». Τέλος, απέρριψε κάθε έκκληση για διάλογο ξεκαθαρίζοντας πως δεν υπάρχει τίποτα προς συζήτηση.

Η παρέμβαση του Καναδού πρωθυπουργού
Ο Καναδός πρωθυπουργός, Τζάστιν Τριντό, επιχείρησε να ηρεμήσει τα πνεύματα, καθιστώντας όμως σαφές ότι ο Καναδάς είναι ανυποχώρητος στις θέσεις του, δηλώνοντας συγκεκριμένα: «Συνεχίζουμε να έχουμε διπλωματικές και πολιτικές σχέσεις με το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας. Σεβόμαστε το πόσο σημαντικό είναι στον κόσμο και αναγνωρίζουμε την πρόοδό του σε έναν αριθμό σημαντικών θεμάτων. Όμως την ίδια ώρα θα συνεχίσουμε να μιλάμε εντός κι εκτός συνόρων καθαρά και σταθερά για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων οπουδήποτε το κρίνουμε απαραίτητο». Η δήλωσή του ωστόσο, δεν βρήκε κάποιο αντίκρισμα.

Το παρασκήνιο της κρίσης
Πίσω από την σκληρή αντεπίθεση της σαουδαραβικής κυβέρνησης στην κριτική εναντίον της για τα ανθρώπινα δικαιώματα από τον Καναδά, πιθανότατα “κρύβεται” ο πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν και η “διάθεσή” του για επίδειξη δύναμης και πιθανότατα η διαφύλαξη των εσωτερικών θεμάτων του Βασιλείου από έξωθεν παρεμβάσεις, παραβλέποντας ακόμα και το κόστος της ψύχρανσης με χώρες-συμμάχους.

Ο 32χρονος μπιν Σαλμάν διαθέτει μια φιλόδοξη ατζέντα γεμάτη με οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως μια σειρά πρωτοβουλιών για την διαφοροποίηση της σαουδαραβικής οικονομίας προκειμένου να μην βασίζεται αποκλειστικά στις εξαγωγές πετρελαίου, την αναζήτηση διεθνών επενδυτών και την χορήγηση αδειών οδήγησης σε γυναίκες, σε μία προσπάθεια βελτίωσης της αυστηρής εικόνας του Βασιλείου στην διεθνή κοινότητα.

Ταυτόχρονα, η εξωτερική του πολιτική είναι ιδιαίτερα σκληρή με τις γείτονες χώρες. Έχει επιβάλλει αποκλεισμό στο Κατάρ και έχει εμπλέξει το βασίλειο στον πόλεμο στην Υεμένη εναντίον των σιιτών ανταρτών Χούθι, που υποστηρίζονται από το Ιράν, τον μέγα αντίπαλό του στην περιοχή. Παράλληλα, στο εσωτερικό της χώρας φιμώνει κάθε διαφορετική άποψη προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του.

Ο ρόλος των ΗΠΑ

Η διπλωματική αυτή κρίση μεταξύ Καναδά και Σαουδικής Αραβίας, δύο χωρών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών, βρίσκει την αμερικανική κυβέρνηση σε ρόλο Ποντίου Πιλάτου, που νίπτει τας χείρας του, δηλώνοντας ότι θα παραμείνει αμέτοχη και προτρέποντας τις δύο χώρες να τερματίσουν την μεταξύ τους κρίση, επιλύοντάς την διπλωματικά.

Ωστόσο, σε ένα δεύτερο στάδιο είναι ξεκάθαρο ότι η αμερικανική κυβέρνηση κλίνει προς το μέρος του Ριάντ, δεδομένου ότι ο αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, διατηρεί στενές σχέσεις με τους Σαουδάραβες, στάση εμφανής τόσο με την επίσκεψη του στη Σαουδική Αραβία μετά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές του 2016, όσο και με την συμπαράσταση που τους έδειξε κατά το εμπάργκο εις βάρος του Κατάρ.

Αντιθέτως, ΗΠΑ-Καναδάς διανύουν μία δύσκολη φάση στις σχέσεις τους, η οποία κλιμακώθηκε ακόμα περισσότερο κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής G7 στον Καναδά με τη “σύγκρουση” Τραμπ-Τριντό για τους εμπορικούς δασμούς.

Η μάχη με το Ιράν

Επιπλέον, τόσο η Σαουδική Αραβία όσο και η κυβέρνηση του Τραμπ “μάχονται” το Ιράν. Μετά την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, τον Μάιο του 2018, οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει σειρά κυρώσεων κατά του Ιράν επιχειρώντας μέσω της πίεσης την επαναδιαπραγμάτευση της συγκεκριμένης συμφωνίας με αυστηρότερους όρους.

Πέραν των οικονομικών κυρώσεων προς το Ιράν από τις ΗΠΑ, ο αμερικανός πρόεδρος απηύθυνε αυστηρή προειδοποίηση προς τις χώρες τις οποίες συναλλάσσονται εμπορικά με το Ιράν με την εξής ανάρτησή του στο Twitter: «Οι κυρώσεις εις βάρος του Ιράν είναι επίσημα σε ισχύ. Πρόκειται για τις πιο επώδυνες κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ποτέ, και τον Νοέμβρη θα κλιμακωθούν ακόμα περισσότερο. Όποιος συναλλάσσεται εμπορικά με το Ιράν ΔΕΝ θα συναλλάσσεται πλέον με τις ΗΠΑ. Ζητάω παγκόσμια ειρήνη, τίποτα λιγότερο».

Παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ, η Ιρανική κυβέρνηση προβάλλει σθεναρές αντιστάσεις. Το Ιράν απέρριψε την πρόταση του Ντόναλντ Τραμπ για συνομιλίες, την οποία απηύθυνε από τον Λευκό Οίκο, προ ημερών κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου με τον Ίταλό πρωθυπουργό, Τζουζέπε Κόντε. Τότε ο αμερικανός πρόεδρος είχε δηλώσει διατεθειμένος να συναντηθεί οποιαδήποτε στιγμή με την ιρανική ηγεσία και μάλιστα χωρίς προϋποθέσεις. Η πρόταση Τραμπ δέχθηκε αμέτρητα “πυρά” από Ιρανούς αξιωματούχους. Ο δε Ιρανός ηγέτης, Χασάν Ροχανί, δήλωσε ότι ”Η έκκληση του Τραμπ για απ’ ευθείας συνομιλίες είναι μόνο για εσωτερική κατανάλωση στην Αμερική πριν από τις εκλογές και για να δημιουργήσει χάος στο Ιράν. Το να συνδέονται διαπραγματεύσεις με κυρώσεις είναι παράλογο. Θέλουν να εξαπολύσουν έναν ψυχολογικό πόλεμο εναντίον του ιρανικού έθνους και να προκαλέσουν διαιρέσεις μεταξύ των Ιρανών”. Τόνισε, επίσης, ότι αποκλείει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με την Ουάσιγκτον, από τη στιγμή της απόσυρσης των ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 η οποία ήρε τις κυρώσεις με αντάλλαγμα τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.

Προς το παρόν, το Ιράν δηλώνει διατεθειμένο να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τη συμφωνία, αν άλλες χώρες μπορούν να το βοηθήσουν να προστατευθεί από τις οικονομικές επιπτώσεις της απόφασης απόσυρσης των ΗΠΑ, πετώντας έτσι τη μπάλα στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαϊκές χώρες που είχαν επίσης υπογράψει την επίμαχη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, δήλωσαν πρόθυμες να το στηρίξουν, θέλοντας κυρίως να αποφύγουν την πιθανή υπονόμευση του μετριοπαθή Ροχανί, φοβούμενοι την αντικατάστασή του από τους σκληροπυρηνικούς του αντιπάλους που τάσσονται ανοιχτά κατά της Δύσης.

Τα σχόλια είναι κλειστά.