Ειδησεογραφικό site

Περίπτερα: Κάτω 40% ο τζίρος, πάνω οι ληστείες

489

Της Πέννυς Κροντηρά

Η εικόνα του περιπτέρου στην Ελλάδα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αισθητικής της από το 1900. Η καθημερινότητα του Έλληνα ορίζει ότι σίγουρα μία φορά την ημέρα θα επισκεφθεί το περίπτερο για να πάρει τα τσιγάρα του και να διαβάσει τα πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες. Με το πέρασμα των χρόνων τα περίπτερα έγιναν θεσμός. Στην Αθήνα το πρώτο περίπτερο άνοιξε στην οδό Πανεπιστημίου το 1911. Το «Καρφί» μίλησε με τον πρόεδρο της Ένωσης Περιπτερούχων-Καπνοπωλών Αθήνας και πρόεδρο της Ομοσπονδίας του Πανελλήνιου συνδικαλιστικού οργάνου, Θεόδωρο Μάλλιο, για τις συνθήκες εργασίας του Έλληνα περιπτερά εν μέσω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης.

Ο Θεόδωρος Μάλλιος, 54 ετών και πατέρας τριών παιδιών, με καταγωγή από τη Φλωριά Αιτωλοακαρνανίας, ένα πολύ μικρό και φτωχό χωριό, όπως λέει ο ίδιος, εργάζεται εδώ και είκοσι πέντε χρόνια ως επαγγελματίας περιπτεράς: «Ασχολήθηκα σχεδόν τυχαία με τα περίπτερα, όταν έμεινε άνεργος ο αδερφός μου. Εγώ ως τότε ήμουν μπογιατζής ελαιοχρωματιστής για αρκετά χρόνια. Έτσι, με αφορμή τον αδελφό μου, βρέθηκα να γίνομαι περιπτεράς στο Σύνταγμα, μπροστά στον Εθνικό Κήπο. Από τότε είμαστε από κοινού με τα αδέλφια μου στη δουλειά. Βρήκα το περίπτερο μέσω αγγελίας σε εφημερίδα. Και ήμουν τυχερός, γιατί βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και με εξίταρε αυτή η αγγελία. Ήταν σπουδαίο να βρίσκομαι στο Σύνταγμα και, παρότι ο αδελφός μου ήταν αντίθετος στο να πάρουμε το συγκεκριμένο περίπτερο λόγω μικρού τζίρου που έκανε, εγώ το προτίμησα. Το ενοίκιο ξεπερνούσε τότε τα 1.000 ευρώ. Σήμερα τα ενοίκια έχουν πέσει αρκετά, οι διαφορές είναι μεγάλες, ξεκινάνε από 200 ευρώ και φτάνουν μέχρι 2.000 ευρώ. Στο δικό μου πληρώνω 1.800 ευρώ μηνιαίως στο δήμο. Στη συνέχεια ενοικιάσαμε και δεύτερο περίπτερο και λόγω των έργων του μετρό αναγκαστήκαμε να μεταφερθούμε και να έρθουμε στην Ακρόπολη. Μάλιστα με έχουν ρωτήσει πού είναι η Ακρόπολη, ενώ είναι μπροστά τους!»

ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Ο κ. Μάλλιος εξηγεί πώς δινόντουσαν οι άδειες περιπτέρων στο παρελθόν: «Παλαιότερα νοίκιαζες περίπτερο εύκολα. Δικαιούχοι περιπτέρων τότε κατά κανόνα ήταν κατηγορίες αναπήρων και θυμάτων πολέμου και οι οικογένειές τους και στη συνέχεια οι αντιστασιακοί ή οι άνθρωποι που σε καιρό ειρήνης έπαθαν κάποια αναπηρία ή σκοτώθηκαν ενώ υπηρετούσαν στο στρατό και στα σώματα ασφαλείας. Αυτοί είχαν δικαίωμα λόγω αναπηρίας ή γήρατος να νοικιάσουν τα περίπτερα. Το ενοίκιο οριζόταν από την προσφορά και τη ζήτηση με βάση τη θέση του περιπτέρου. Πρώτα στοιχεία για τα περίπτερα υπάρχουν περί το 1910-11, αλλά σε γραπτό ντοκουμέντο έχει βρεθεί χαρτί από το 1860 περίπου».

Ο νόμος σήμερα έχει περάσει όλες τις αρμοδιότητες στους δήμους. Ο πρόεδρος αναλύει: «Οι δήμοι έχουν δικαίωμα επί ζωής και θανάτου πάνω μας. Οι δήμοι εκδίδουν και χορηγούν τις άδειες των περιπτέρων στους ενοικιαστές περιπτερούχους. Τώρα με το νόμο 3919/2011 απελευθερώθηκε το επάγγελμα και μπορείς να έχεις πάνω από ένα περίπτερο και να κάνεις ανώνυμη εταιρεία. Μπορούν να έχουν άδεια περιπτέρου οι κλασικές κατηγορίες των αναπήρων και θυμάτων πολέμου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Εθνικής Αντίστασης, της Κύπρου αλλά και όσοι έπαθαν ατύχημα ή πέθαναν κατά τη διάρκεια του καθήκοντος στο στρατό ή στα σώματα ασφαλείας σε ειρηνική περίοδο και με τους νόμους 3648/2008, 4093/2012 και τον 4254/2014 τα άτομα με ειδικές ανάγκες (ΑμεΑ) και οι πολύτεκνοι. Οι ΑμεΑ και οι πολύτεκνοι έχουν δικαίωμα στο 30% των διαθέσιμων περιπτέρων. Ακόμα, οι χήρες και τα ανάπηρα παιδιά με ποσοστό αναπηρίας πάνω από το 67% πλέον δικαιούνται να συνεχίζουν το επάγγελμα. Το υπόλοιπο 70% των διαθέσιμων περιπτέρων, δηλαδή αυτών που έχει πεθάνει ο ιδιοκτήτης και δεν υπάρχει κληρονόμος ή έχει λήξει η άδεια του ενοικιαστή, βγαίνουν σε πλειστηριασμό από το δήμο και μπορεί οποιοσδήποτε να πλειοδοτήσει. Δικαιούχος πλέον οριστικά είναι μόνο ο δήμος και ο πλειοδότης παίρνει την άδεια για μία δεκαετία. Αν κάποιος ανάπηρος πολέμου πεθάνει, τότε η γυναίκα του ή τα παιδιά του μπορούν να κρατήσουν την άδεια εκμετάλλευσης για δέκα χρόνια. Το νομικό ζήτημα που υφίσταται σε μια τέτοια περίπτωση είναι αν ο ενοικιαστής για κάποιο λόγο αποχωρήσει ή λήξει η άδειά του, τότε για το λίγο χρόνο που απομένει πώς θα βρεθεί άλλος ενοικιαστής που να επενδύσει και να περιμένει να έχει κέρδος; Είναι πολύ δύσκολο».

ΟΙ ΜΙΣΟΙ ΕΧΟΥΝ ΦΥΓΕΙ

Στην αντίληψη πολλών ότι ο περιπτεράς μπορεί να κερδίσει πολλά χρήματα, ο κ. Μάλλιος απαντά: «Σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν περίπου 8.000-9.000 περίπτερα, εκ των οποίων 2.500 χιλιάδες είναι στην Αττική. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι από τους περιπτεράδες που γνώριζα πριν από το 2010, σήμερα δεν βρίσκω ούτε τους μισούς. Έρχονται και εγκλωβίζονται μέσα στα περίπτερα απελπισμένοι άνθρωποι που έχουν φύγει από την αγορά εργασίας και πιστεύουν ότι εδώ θα βρουν ένα αποκούμπι να βγάλουν ένα μεροκάματο για να επιβιώσουν, όμως κάνουν λάθος γιατί το εμπόριο είναι ένα σύνθετο πράγμα. Οι περισσότεροι σε έξι μήνες με ένα χρόνο φεύγουν τρέχοντας, αφήνοντας πίσω τους χρέη προς την αγορά. Ανταγωνιστές μας που τείνουν να εξαφανίσουν τον κλάδο μας είναι τα καταστήματα ψιλικών ή μίνι μάρκετ που παραμένουν ανοιχτά 24 ώρες. Το επάγγελμα του περιπτερούχου δεν πρόκειται με τα σημερινά δεδομένα να εξαφανιστεί, τουλάχιστον για τα επόμενα πέντε δέκα χρόνια».

Η κρίση έπληξε και τους περιπτεράδες, υποστηρίζει ο πρόεδρος. «Υπάρχουν κάμποσα περίπτερα που μπορούν να ζήσουν μια οικογένεια, όχι όμως τόσα όσα στο παρελθόν που μπορούσες να πάρεις και ένα δεύτερο περίπτερο και να βάλεις υπάλληλο να το δουλεύει βγάζοντας κάτι παραπάνω. Η κρίση μάς επηρέασε τα μέγιστα και για αυτό υπάρχουν τόσα κλειστά περίπτερα. Είναι όπως στη δεκαετία του 1980 που εξαφανίστηκαν τα μπακάλικα, γιατί τα έφαγαν τα σούπερ μάρκετ. Βέβαια η κρίση σε κάνει και καλύτερο, καθώς σε κρατά σε εγρήγορση. Στο Σύνταγμα υπάρχουν πέντε καλά περίπτερα και είκοσι που φυτοζωούν. Ο τζίρος ενός περιπτέρου μπορεί να είναι από 400 ευρώ έως 3.500 ευρώ. Οι εφημερίδες και τα τσιγάρα είναι οι κράχτες, δεν αποφέρουν κέρδη και ειδικά μετά το 2010 με την απανωτή φορολογία μειώθηκε το κέρδος στο μισό. Το κέρδος ενός πακέτου τσιγάρων είναι κατά μέσο όρο 14-15 λεπτά του ευρώ. Τα προϊόντα από τα οποία έχουμε κέρδος είναι τα ζαχαρώδη, τα αναψυκτικά και τα οινοπνευματώδη. Ένας περιπτεράς δεν πρέπει να αφήνει κανένα προϊόν να φύγει. Το μυστικό είναι να έχεις ποικιλία εμπορευμάτων και σε ικανοποιητικές ποσότητες για να μην ξεμένει. Ένα περίπτερο μπορεί να έχει χιλιάδες κωδικούς προϊόντων. Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να μην μπορεί να πουλήσει ένα περίπτερο, εκτός π.χ. από κρέατα. Ακόμα, σημασία έχει ότι πουλά να είναι μικρού μεγέθους. Οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη και ζήτηση έρχεται να την καλύψει το περίπτερο».

72 ΩΡΕΣ ΣΕΡΙ

«Ένα περίπτερο που έχει αναρτημένο τιμοκατάλογο και κόβει αποδείξεις μπορεί να πουλάει τα προϊόντα σε όποια τιμή θέλει» δηλώνει ο κ. Μάλλιος. «Τον καπιταλισμό δεν τον φέραμε οι περιπτεράδες. Το νερό λένε ότι είναι αγαθό, αλλά είναι προϊόν, αλλιώς θα το πωλούσε το κράτος δωρεάν. Συνεπώς, αν κάποιος το χρεώνει παραπάνω, αλλά πληρώνει τους φόρους και είναι ταμειακώς εντάξει, δεν μπορείς να του κάνεις τίποτα. Πόσω μάλλον όταν στα εκατό μέτρα υπάρχει άλλο περίπτερο. Μπορεί να ακούγεται αγοραίο και χυδαίο, αλλά έτσι έχει η κατάσταση. Αν το εμπορευόταν κάποιος μονοπωλιακά, τότε θα άλλαζε το θέμα και θα υπήρχαν άλλα ζητήματα».

Για τις συνθήκες εργασίας περιγράφει: «Έχω ακούσει περιπτερά που δούλευε 72 ώρες συνέχεια, γιατί κάτι έτυχε στο άτομο που τον βοηθούσε. Η δουλειά μας είναι ίσως η πιο κακοπληρωμένη. Δουλεύεις ατελείωτες ώρες, 365 μέρες το χρόνο, χωρίς αργίες. Εγώ μόνο μία φορά έκανα στο σπίτι μου Πάσχα. Έχω τρία παιδιά και δεν τα έχω ζήσει στο σπίτι μου ως παιδιά. Είναι πολύ βαρύ το τίμημα και το θέμα είναι ότι το συνειδητοποιείς αργά, όταν δεν μπορείς να κάνεις κάτι πλέον. Το ωράριο είναι εξοντωτικό».

ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΣΠΑΣΕΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΕΝΤΕ ΦΟΡΕΣ

Όσον αφορά τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι περιπτερούχοι, ο Θεόδωρος Μάλλιος τονίζει: «Πολλά περίπτερα παίρνουν διάφορα μέτρα ασφαλείας για την προστασία τους τοποθετώντας κάμερες, βάζοντας να χτυπάει ένας ήχος όπως ο συναγερμός μόλις ανοίγεις τα ψυγεία, κρεμώντας καθρέφτες, βάζοντας γερά ρολά και συνυπάρχοντας τις ώρες αιχμής δύο άτομα. Έχουμε πολλούς θανάτους συναδέλφων από περιστατικά κλοπών ειδικά αν είσαι σε έρημο σημείο κατά τη διάρκεια της νύκτας. Το δικό μου περίπτερο το έχουν σπάσει τέσσερις πέντε φορές, γιατί είναι απόμερο. Παίρνουν ό,τι βρουν, κάρτες κινητής τηλεφωνίας, εισιτήρια που μετά μπορούν να τα πουλήσουν. Μάλιστα συνήθως οι ληστές σού στήνουν παγίδα ρίχνοντας κάτι κάτω και κάνοντάς σε να βγεις έξω από το περίπτερο. Αν δεν κλείσεις την πόρτα ή δεν βγάλεις το πόμολο, θα σου μπει ο άλλος μέσα. Αυτά είναι τα συνηθέστερα που συμβαίνουν σε καθημερινή βάση σε πολλά περίπτερα. Θυμάμαι ένα ζευγάρι Αμερικανών γύρω στα 60-65 έτη, καλοστεκούμενοι και πολύ περιποιημένοι, μας έκλεψαν κάποια κομπολόγια κάνοντας πως χαζεύουν και τα έβαλαν στις τσέπες τους. Αλλά εγώ είχα το νου μου και γνωρίζοντας πόσα κομπολόγια κρατάω στα χέρια μου και πόσα αγόρασαν τους ακολούθησα μέσα στον κόσμο και, επειδή πάντα κάνουν την κίνηση να δουν τι πήραν και καμαρώνουν για το κατόρθωμά τους, τότε με ταχύ βήμα τούς έπιασα. Μετά το πληρώνουν πολλαπλάσιο γιατί τους παίρνω το κομπολόι και την τσάντα και τους λέω: τώρα μπορείτε να φωνάξετε την αστυνομία. Με τις κλοπές όλοι είναι ύποπτοι και όλοι είναι υπεράνω υποψίας».

Το μήνυμα που στέλνει προς την κυβέρνηση είναι: «Να μην αυξηθούν άλλο οι υπερβολικοί φόροι ειδικής κατανάλωσης που έχουν οδηγήσει στο λαθρεμπόριο, που έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Να μην αυξήσει τη φορολογία στα καπνικά είδη και να μην ακούει τα φερέφωνα, γιατί αυτό οδηγεί ως δέλεαρ στους λαθρέμπορους. Μόνο το Σεπτέμβριο κατασχέθηκαν 12 εκατομμύρια λαθραία τσιγάρα, όπου οι αναλογούντες δασμοί μαζί με φόρους έφταναν τα 2.323.881,54 ευρώ. Το λαθρεμπόριο έχει αυξηθεί κατά 20%. Επίσης, να μην πειράξει τη σημερινή νομοθεσία για να βρεθεί ισορροπία στην αγορά και να μην αλλάζουν κάθε λίγο οι νόμοι».

«ΣΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ 16 ΩΡΕΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ»

Βασίλειος Αναγνωστάκης, πατέρας τεσσάρων παιδιών, 48 χρόνια περιπτεράς: «Η κρίση έφερε 40% πτώση στον κλάδο μας. Επειδή είμαι στην Ερμού, δηλαδή σε κεντρικό σημείο, ακόμα αντέχουμε. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι τα πράγματα είναι καλύτερα. Δουλεύω από τις εφτά το πρωί έως τις έντεκα το βράδυ εναλλάξ με τη γυναίκα μου και το ένα παιδί μου. Το περίπτερο με βοήθησε και μεγάλωσα σωστά την οικογένειά μου. Από τα παιδιά μου ο μικρός μου γιος μάλλον θα συνεχίσει να δουλεύει το περίπτερο. Εγώ δεν έχω πρόβλημα, αρκεί να ξέρει ότι θα πρέπει να εργαστεί σκληρά και τότε θα πάει καλά. Ένα περίπτερο μπορεί να έχει από εκατό μέχρι διακόσια είδη προϊόντων. Λόγω της θέσης του περιπτέρου δεν έχω κινδυνεύσει από ληστές. Τώρα, αν πάρει κάποιος ένα κρουασάν επειδή πεινάει, ας το πάρει να φύγει. Έρχονται πολλοί φτωχοί ειδικά τώρα τελευταία και μας ζητάνε να τους δώσουμε κάτι να φάνε. Το μόνο που θέλω από την κυβέρνηση είναι να βάλει τάξη στα πράγματα για να πάμε μπροστά».

«Κέρδος βγάζουμε μόνο το Σ/Κ»

Ειρήνη Βασιλάκη, παντρεμένη με δύο παιδιά, τέσσερα χρόνια στο επάγγελμα: «Έχω κάνει τρία επαγγέλματα. Πριν από το περίπτερο είχα εστιατόριο, που και αυτό ήταν δύσκολο, αλλά το επάγγελμα του περιπτερά το ξεπερνά. Παρότι είμαι σε κεντρικό σημείο στο Γουδή, τις καθημερινές δεν έχεις κέρδος, μόνο τα Σαββατοκύριακα. Δουλεύω 18 ώρες την ημέρα και, εάν δεν υπάρχει συμπληρωματική εργασία, δεν μπορεί πλέον το περίπτερο να θρέψει μία οικογένεια. Το μόνο προϊόν που πουλάει είναι τα τσιγάρα, οπότε καταλαβαίνετε τι τζίρο κάνουμε. Η σοκολάτα, που κάθε χειμώνα πουλάει και φέρνει κάποια χρήματα, ειδικά φέτος το χειμώνα δεν φεύγει με τίποτα. Παράξενα συμβαίνουν διάφορα, οι παππούδες δεν θέλουν κάρτα για χρόνο κινητής τηλεφωνίας από μηχάνημα αλλά πλαστική, γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη. Κλέβουν πολλοί τα δώρα από τα περιοδικά και μετά ο περιοδικός Τύπος δεν τα αντικαθιστά και δεν μας αποζημιώνει. Ακόμα και με κάμερες δεν τους καταλαβαίνεις τους κλέφτες. Μία φορά άφησα ανοιχτή την πόρτα και με λήστεψαν κλέβοντας εκατόν πενήντα ευρώ. Υπάρχει πολλή αγένεια στους πελάτες και καθόλου σεβασμός».

«ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΑΝ ΘΑ ΑΝΤΕΞΟΥΜΕ, ΟΙ ΜΙΣΟΙ ΚΛΕΙΣΑΜΕ»

Αθανασία Καλιακάτσου, παντρεμένη με ένα παιδί, είκοσι χρόνια περιπτερού στη Λ. Αλεξάνδρας: «Πρέπει να ξυπνάς στις πέντε το πρωί, αν θέλεις να δουλέψεις σωστά. Η κρίση μάς επηρέασε πολύ, ήδη οι μισοί έχουν κλείσει. Δεν ξέρουμε αν θα αντέξουμε. Η δυνατότητα να απασχολούμε υπάλληλο δεν υπάρχει. Εδώ δεν μπορούμε να επιβιώσουμε μόνοι μας. Τα πρώτα χρόνια μου είχανε πουλήσει προστασία, αλλά το αγνόησα και έληξε το θέμα. Τότε φοβήθηκα και είχα πει ότι θα φύγω. Έχω κινδυνεύσει πολλές φορές. Τη μια φορά που πήγαινα να κλείσω στις δώδεκα το βράδυ μου βάλανε το μαχαίρι και την άλλη φορά με απειλήσανε στις εννιά το βράδυ με πιστόλι και μου πήρανε τα χρήματα. Πέρυσι μου ανοίξανε το περίπτερο και δεν άφησαν τίποτα. Αλλά δεν είμαι είκοσι χρόνων για να μπορέσω να ψάξω μια δουλειά. Μου ζητάνε βερεσέ συνέχεια και κρατάω μπλοκάκι. Προσπαθώ να μη δίνω, αλλά στους καλούς πελάτες δεν μπορώ να αρνηθώ. Έχει τύχει να μπω μέσα οικονομικά. Δεν θέλω σε καμία περίπτωση το παιδί μου να συνεχίσει αυτό το επάγγελμα. Έρχεται καμιά φορά, με βοηθάει και δεν θέλω να μένει εδώ. Ο πρωθυπουργός πρέπει να κοιτάξει τον κλάδο μας, γιατί ψυχορραγεί».

«Πρέπει να μειωθούν τα ενοίκια»

Αθανάσιος, παντρεμένος με ένα παιδί, εννιά χρόνια στο επάγγελμα: «Έχει μειωθεί κατά 45% η κίνηση, παρότι είμαι στη Μητροπόλεως, στο κέντρο της Αθήνας. Αν δεν δουλέψουμε δεκατέσσερις ώρες, δεν βγαίνει το μεροκάματο. Λόγω της ανατίμησης του ΦΠΑ δεν πουλάμε τις σοκολάτες που περιμέναμε. Για να μπορέσει να επιβιώσει ο κλάδος και να έχουμε ένα κομμάτι ψωμί, πρέπει να μειωθούν τα ενοίκια. Στο κέντρο της Αθήνας ξεκινάνε από 700 και φτάνουν 3.000 ευρώ. Δηλαδή πόσο πρέπει να πουλήσουμε τα προϊόντα; Το κουτάκι το αναψυκτικό το αγοράζεις 55 λεπτά και το πουλάς 80 λεπτά για να το αγοράσει κάποιος. Αν προσθέσετε τον υπάλληλο, το ΤΕΒΕ, το δήμο και το ρεύμα, δεν βγάζεις τίποτα».

Τα σχόλια είναι κλειστά.