lakopoulos Του Γιώργου Λακόπουλου 

Ο Φιντέλ Κάστρο πέρασε στην Ιστορία. Η διαδρομή του θα αποτιμηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο, με τις θετικές, τις αρνητικές και τις αμφιλεγόμενες πλευρές της, με τις αντινομίες και το ρόλο της στη διεθνή τάξη πραγμάτων.

Υπήρξε προσωπικότητα που δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο, είτε τον έβλεπε ως «απελευθερωτή του λαού του και παγκόσμιο σύμβολο της επανάστασης», είτε σαν  «έναν ακόμη δικτάτορα», είτε σαν «επαναστάτη που μετατράπηκε σε εξουσιαστή».

Ο Αλέξης Τσίπρας ανήκει στην πλευρά των θαυμαστών του Κάστρο για ιδεολογικούς λόγους. Αλλά είναι ταυτόχρονα και Πρωθυπουργός μιας χώρας που δοκιμάζεται αυτή την περίοδο και οι πολίτες της τού ανέθεσαν να δημιουργήσει προϋποθέσεις εξόδου της από την κρίση. Αυτό απαιτεί αδιάκοπη προσπάθεια.

Παρ’ όλα αυτά έκρινε σκόπιμο να απουσιάσει σε μια κρίσιμη στιγμή για την έκβαση θεμάτων  που ο ίδιος έχει αναδείξει σε προτεραιότητες. Όχι για να προωθήσει κάποια υπόθεση της χώρας, αλλά για να παραστεί στην κηδεία του «κομαντάντε».

Ο επικεφαλής μιας κυβέρνησης που καίγεται για την αξιολόγηση, που βρίσκεται διαρκώς μπροστά σε προκλήσεις και απειλές κατά της εθνικής ακεραιότητας, που έχει σωρεία εκκρεμοτήτων που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση, την εγκαταλείπει για να μη χάσει μια επικήδειο τελετή στην άλλη άκρη του πλανήτη -ο μόνος από την Ευρώπη…

Αλλά εν πάση περιπτώσει η πολιτική έχει ευρύτερες διαστάσεις και ενδεχομένως ένας πολιτικός δικαιούται να προκρίνει την παρουσία του σε γεγονότα που ο ίδιος θεωρεί «ιστορικά» για τους συμβολισμούς τους.

Ωστόσο προκαλεί εντύπωση το περιεχόμενο του επικήδειου που εκφώνησε ο Έλληνας Πρωθυπουργός στην κηδεία. Πέρα από τις συνήθεις υπερβολές και τις αποθεωτικές αναφορές στην προσωπικότητα του Κάστρο, πέρα από τις πρόχειρες και αστοιχείωτες συγκρίσεις ανάμεσα στους δυο λαούς και πέρα από τις ομοιότητες που βρήκε μεταξύ της Ελλάδας και της Κούβας –παρ ό,τι η μόνη οπτική για να δικαιολογηθεί η διαδρομή του Κάστρο είναι οι εντελώς διαφορετικές συνθήκες ανάμεσα στις δυο περιοχές– κατέληξε με ένα περίεργο σύνθημα.»Hasta la victoria siempre!», Πάντα μέχρι τη νίκη.

Ποια ακριβώς νίκη υπονοεί; Είναι πρωθυπουργός μιας κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας της Ευρώπης και ήδη γεύτηκε δυο φόρες τη μόνη νίκη που μπορεί να προσδοκά κάποιος σ’ αυτό το πολιτικό σύστημα: την επικράτηση στις εκλογές. Προφανώς δικαιούται να επιθυμεί και μια τρίτη.

Αλλά από τα συμφραζόμενα της ομιλίας του δεν προκύπτει ακριβώς αυτό. Αναδύονται αντιλήψεις που δεν συνάδουν με τα βασικά στοιχεία συγκρότησης και λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα. Ένα από αυτά τα στοιχεία είναι ότι κανείς δεν μπορεί να είναι ισόβιος και κανείς δεν μπορεί να νικάει πάντα.

Κανείς δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία χωρίς να θέτει τον εαυτό του υπό κρίση κάθε τέσσερα χρόνια.  Η νίκη στην οποία αναφέρθηκε ο Πρωθυπουργός δεν υπάρχει στις πολιτικές συνθήκες του δυτικού κόσμου. Υπάρχει μονό στην αντίληψη που αποτυπώθηκε σε έναν επικήδειο στον όποιο δεν υπήρχε ότι μια φορά η λέξη «Δημοκρατία».

Ο Πρωθυπουργός εξακολουθεί να συγχέει και τη δεύτερη εντολή που πήγε- όμως έκανε και με την πρώτη. Κανείς δεν του ανάθεσε να ανοίξει «το δρόμο για το σοσιαλισμό» σαν τον Κάστρο, όπως είπε στην κηδεία. Του ανέθεσαν να κυβερνήσει τη χώρα για ένα διάστημα, με συγκεκριμένο στόχο.  Στο ερώτημα αν το καταφέρνει, η απάντησή βρίσκεται στον κανόνα του Ντισραέλι: «Η πλειοψηφία είναι η καλύτερη απάντηση».