Ειδησεογραφικό site

Οι μισές αλήθειες του κ. Τσίπρα και το έλλειμμα αξιοπιστίας

34

Του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου 

Στην τελευταία συνέντευξή του  ο πρωθυπουργός χρησιμοποιεί ως άλλοθι για τα σκληρά μέτρα, τη διαπίστωση ότι το ΔΝΤ υποβάθμιζε και υποβαθμίζει τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Και χρησιμοποίησε ως παράδειγμα το πρωτογενές πλεόνασμα. Και το πώς το υποεκτιμούσε το ΔΝΤ. Ωραίο story, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει αντίλογος, αλλά δεν πείθει…

Κάποιος θα πρέπει να εξηγήσει στον κ. Τσίπρα, ότι πέρα από τα λογιστικά τρυκ και τις μη επαναλαμβανόμενες αποδόσεις (πχ φορολογικά έσοδα), που στήριξαν το πλεόνασμα που εμφάνισε η χώρα για το 2016, μείζον είναι πλέον το ζήτημα της μειωμένης του αξιοπιστίας. Γιατί τόσο το ΔΝΤ όσο και οι υπόλοιποι «θεσμοί», δεν επηρεάζονται από τις «παρόλες» για εσωτερική κατανάλωση. Οι οποίες επιτείνουν ακόμη περισσότερο την αναξιοπιστία. Με συνέπειες οι οποίες φαίνονται στη διαπραγμάτευση, στη σκληρή στάση των δανειστών και στα μέτρα που υποχρεώνεται να ψηφίσει η κυβέρνηση και για τα οποία επιχείρησε το από τηλεοράσεως… πολιτικό «μασάζ» ο κ. Τσίπρας.

Με την ευκαιρία λοιπόν, επειδή έχει γίνει σχετική συζήτηση και το ανέφερε μάλιστα και ο κ. Τσίπρας, για τα περί οφειλών του δημοσίου και το αν και πόσο επηρεάζουν το πλεόνασμα, ισχύουν τα εξής. Οι «βεβαιωμένες» οφειλές ύψους περίπου 4 δισ. στο τέλος Φεβρουαρίου, αυτές δηλαδή που ανακοινώνει κάθε μήνα το υπουργείο Οικονομικών, πχ επιστροφές φόρων από την εφορία που δεν έχουν ακόμη αποδοθεί, ή οφειλές προς προμηθευτές ή συμβασιούχους που δεν έχουν ακόμη πληρωθεί, προφανώς και έχουν προσμετρηθεί στον υπολογισμό του πλεονάσματος.

Υπάρχουν όμως περίπου 3 δισ. ευρώ οφειλές του κράτους προς ιδιώτες που αφορούν μη βεβαιωμένες επιστροφές φόρων (κυρίως ΦΠΑ) και εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδοτήσεις που υπόκεινται σε συνεχή χρονομετάθεση, οι οποίες δεν προσμετρούνται στις επίσημες στατιστικές ούτε φυσικά και στα πλεονάσματα. Αυτή η μισή αλήθεια, που επικαλείται ο πρωθυπουργός και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, μπορεί να λειτουργεί επικοινωνιακά την ώρα που την λένε, σε όσους έχουν πρόθυμα αυτιά, αλλά προφανώς δεν «περνά» στους τεχνοκράτες των θεσμών, οι οποίοι άλλωστε είναι εκείνοι που αποκάλυψαν αυτές τις «αφανείς» οφειλές το προηγούμενο φθινόπωρο κατά την αξιολόγηση της χώρας για την πληρωμή της τότε υποδόσης του δανείου του ESM…

Πώς λοιπόν να μην τίθεται θέμα αξιοπιστίας; Πώς να μην ζητούν όλο και περισσότερες εγγυήσεις οι δανειστές; Χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι δεν έχουν και εκείνοι πολύ μεγάλες ευθύνες για το μίγμα πολιτικής που εφαρμόζεται ανεπιτυχώς στη χώρα… Όμως δεν είναι κουτοί, όπως επιθυμεί να πιστεύει η κυβέρνηση. Αντιλαμβάνονται για παράδειγμα πολύ καλά ότι η ασφυκτική φορολογική πολιτική δεν μπορεί να αποδίδει επί μακρόν τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του 2016. Και αυτό ήδη έχει αρχίσει να παρατηρείται και να αποδομεί τα έσοδα. Όπως για παράδειγμα αντιλαμβάνονται ότι τα χαράτσια και οι φόροι δεν πρόκειται να αναθερμάνουν την αγορά και την κατανάλωση. Και πολλά άλλα ακόμη…

Ο Αλέξης Τσίπρας είναι αλήθεια ότι αποτελεί για τους δανειστές, μία βολική περίπτωση αφού πράγματι πέρασε μέτρα που πολύ δύσκολα θα είχαν γίνει αποδεκτά αν ο ίδιος βρισκόταν στην αντιπολίτευση, στα σχεδόν δυόμιση χρόνια της κυβερνητικής του παρουσίας. Όμως, από την άλλη, οι αντιαναπτυξιακές και φορομπηχτικές επιλογές,  οι οποίες έδειχναν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν εμμονές και ιδεοληψίες, σε συνδυασμό με τις χρονοκαθυστερήσεις για εσωκομματικούς λόγους και την επικράτηση του κρατισμού που αποδεικνύεται και από τις προσλήψεις που σε κάθε ευκαιρία γίνονται, δεν επιτρέπουν στους εταίρους να εμπιστευτούν πραγματικά την σημερινή κυβέρνηση. Γι’ αυτό και ό,τι «δίνουν», δίδεται με πολύ κόπο, με νέα μέτρα προς εξασφάλιση και με σχετική απροθυμία. Γιατί ακριβώς υπάρχει έλλειμμα αξιοπιστίας. Η κυβέρνηση θέλει να το παρουσιάζει αυτό ως ιδεολογικό χάσμα. Μπορεί και να είναι σε έναν βαθμό έτσι. Όμως πάνω από όλα είναι έλλειψη εμπιστοσύνης.

ΠΗΓΗ: capital.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.