Ειδησεογραφικό site

Μονομαχία στα όρια του στατιστικού λάθους

66

Του Νίκου Φελέκη

Μάχη ψήφο-ψήφο δίνουν ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ. – Πριν από 15 ημέρες κανείς δεν περίμενε ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να ηττηθεί από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη

Στο ποδόσφαιρο και ειδικά στους αγώνες Κυπέλλου οι εκπλήξεις δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Στην πολιτική όμως είναι λίγες οι φορές που τα αουτσάιντερ κερδίζουν τα φαβορί. Και ειδικά στην Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια, τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ουδέποτε συνέβη αυτό.
Στις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1977 και μέχρι τον Ιανουάριο του 2015 σχεδόν πάντα και με θαυμαστή ακρίβεια ξέραμε, από τη στιγμή που προκηρύσσονταν οι εκλογές, ποιος θα είναι ο νικητής. Μοναδική εξαίρεση οι εκλογές του 2000, όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε κυριολεκτικά πάνω στο νήμα τη Νέα Δημοκρατία. Ομως ακόμη κι αν ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης έχανε από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κώστα Καραμανλή, το γεγονός δεν θα συνιστούσε έκπληξη. Σήμερα, αν ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης καταφέρει να κερδίσει τον Αλέξη Τσίπρα, η έκπληξη θα είναι πρωτοφανής. Πριν από 15 ημέρες κανείς δεν περίμενε ότι ο τέως πρωθυπουργός και αδιαμφισβήτητος ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να ηττηθεί από τον μεταβατικό, τον «υπηρεσιακό», μέχρι να γίνει το συνέδριο, πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Σχεδόν όλοι στοιχημάτιζαν στην επικράτηση του Τσίπρα. Ακόμη και στη Ν.Δ. θεωρούσαν την υπόθεση χαμένη και το στοίχημά τους ήταν στην κάλπη της 20ής Σεπτεμβρίου να καταγράψουν ένα ποσοστό που θα βρίσκεται κοντά σε αυτό που έλαβαν στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου ώστε να κρατηθεί το κόμμα τους ενωμένο. Πολιτικοί, αναλυτές και δημοσιολογούντες, εγχώριοι και της αλλοδαπής, αλλά και οι δανειστές της χώρας είχαν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στο αν η νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα τηρήσει τα όσα έχουν συνομολογηθεί στο τρίτο μνημόνιο. Η μοναδική άγνωστη παράμετρος του μετεκλογικού τοπίου ήταν αν το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα θα είχε αυτοδυναμία και ποιος θα ήταν ο κυβερνητικός του εταίρος σε περίπτωση που δεν είχε.

Αναμένεται θρίλερ

Τώρα, όλα αυτά θεωρούνται παρελθόν. Και όλοι ετοιμάζονται για να ζήσουν ένα πραγματικό θρίλερ το βράδυ της 20ής Σεπτεμβρίου. Οι δημοσκοπήσεις -παρά τις εν πολλοίς δικαιολογημένες ενστάσεις που μπορεί να υπάρχουν ως προς τη φερεγγυότητα των προβλέψεών τους- δείχνουν ότι η νίκη είτε του ΣΥΡΙΖΑ είτε της Ν.Δ. θα κριθεί στο όριο του στατιστικού λάθους. Αλλες θέλουν να είναι ο Τσίπρας αυτός που θα αναλάβει την εντολή διακυβέρνησης και άλλες ο Μεϊμαράκης. Ολες, όμως, καταγράφουν οριακές διαφορές και προβλέπουν ότι ο νικητής θα έχει λίγες μόνο χιλιάδες ψήφους διαφορά από τον δεύτερο. Με ποσοστά που σήμερα κυμαίνονται περίπου στο 25% και για τα δύο κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. αναμένεται να κινηθούν στην περιοχή του 30%, δύσκολα πάντως θα φτάσουν το 64,15% που είχαν πάρει και τα δύο μαζί στις εκλογές του Ιανουαρίου.

Ο δικομματισμός σε αυτές τις εκλογές, όπως προβλέπουν αναλυτές της εκλογικής συμπεριφοράς και κομματικά επιτελεία, το πιθανότερο είναι να κυμανθεί κοντά στο ποσοστό (56,55%) του Ιουνίου του 2012, ενώ η οροφή του τοποθετείται στο 60%. Η μείωση του δικομματισμού οπωσδήποτε οφείλεται στην εμφάνιση της Λαϊκής Ενότητας του Παναγιώτη Λαφαζάνη (η οποία μπορεί να στερήσει 4-5 μονάδες -ενδεχομένως και περισσότερες- από τον ΣΥΡΙΖΑ), στην ενίσχυση, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ και της Ενωσης Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη, αλλά και στην πιθανολογούμενη άνοδο της Χρυσής Αυγής αφενός λόγω του Μεταναστευτικού και αφετέρου της απευθείας μετακίνησης, κι αυτό είναι το ενδιαφέρον, ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ (η δημοσκόπηση της GPO δείχνει μέχρι και 1,5 μονάδα) στο κόμμα του Νίκου Μιχαλολιάκου.

Φυσικά, ουδείς μπορεί να αποκλείσει την περίπτωση τα προγνωστικά τις δύο εβδομάδες που απομένουν μέχρι την κάλπη να ανατραπούν. Είναι λογικό όσο θα πλησιάζει η 20ή Σεπτεμβρίου η πόλωση μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων να ενισχύεται και οι κομματικές συσπειρώσεις, ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ που μόλις ξεπερνά το 50%, να ανεβαίνουν. Βεβαίως επειδή ο χρόνος που απομένει είναι μόλις δύο εβδομάδες, η κρίσιμη εβδομάδα των όποιων ανατροπών είναι αυτή που ξεκινά αύριο. Αν η τάση που διαμορφώθηκε την εβδομάδα που πέρασε συνεχίζει να είναι η ίδια, τότε δύσκολα, λένε οι περί τα εκλογικά ειδήμονες, μπορεί να ανατραπεί. Ενδέχεται μάλιστα, εφόσον διατηρηθεί και αυτή την εβδομάδα, την τελευταία να ενισχυθεί και να γείρει την πλάστιγγα οριστικά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας.

Κρίσιμη εβδομάδα

Η κρίσιμη, λοιπόν, εβδομάδα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή. Αν ο Τσίπρας καταφέρει να αλλάξει τη στρατηγική του, να ανεβάσει τη συσπείρωση του κόμματος, να ανακόψει τις διαρροές κυρίως προς τη ΛΑΕ και να γυρίσει το κλίμα για όσα συνέβησαν την επαύριον του δημοψηφίσματος και με την υπογραφή του μνημονίου τότε οι πιθανότητες είναι υπέρ του. Σε κάθε πάντως περίπτωση και ανεξαρτήτως του ποιο θα είναι τελικά το αποτέλεσμα, η μεγάλη ανατροπή, σε σχέση με τα προ διμήνου πιθανολογούμενα, έχει συντελεστεί. Πλέον το παιχνίδι δεν είναι το ίδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να πετάξει, όπως έδειχναν οι προ του θέρους δημοσκοπήσεις, σε ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό που έλαβε τον Ιανουάριο (36,34%), αντίθετα θα δει τους ψηφοφόρους του να μειώνονται ενδεχομένως και κατά 20%, ούτε βεβαίως υπάρχει περίπτωση αυτοδυναμίας. Από την άλλη, η Ν.Δ. από εκεί που προετοιμαζόταν για σίγουρη ήττα, ενδεχομένως και συντριβή, πλέον ελπίζει να συγκρατήσει το ποσοστό του Ιανουαρίου και ενδεχομένως να προσεγγίσει ή και να υπερβεί αυτό (29,66%) του Ιουνίου 2012.

Ας δούμε, όμως, ποιοι είναι οι παράγοντες από τους οποίους θα εξαρτηθεί το τελικό αποτέλεσμα. Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε γιατί δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτοδυναμία. Στις προηγούμενες εκλογές το ποσοστό της αναντιπροσώπευτης ψήφου ήταν 8,62%. Από αυτό το 7,26% είχαν πάρει το Κίνημα του Γιώργου Παπανδρέου (2,47%), η Ενωση Κεντρώων του Λεβέντη (1,79%), η Τελεία του Απόστολου Γκλέτσου (1,77%) και ο ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη (1,03%). Τώρα μόνο η Ενωση Κεντρώων κατεβαίνει ξανά στις εκλογές, και μάλιστα οι δημοσκοπήσεις τη δείχνουν να εισέρχεται στη Βουλή.

Η αναντιπροσώπευτη ψήφος θα συρρικνωθεί, λοιπόν, πολύ και το υψηλότερο που μπορεί να φτάσει είναι περίπου το 4%, εφόσον, όμως, μείνουν εκτός Βουλής οι ΑΝ.ΕΛ. Με ποσοστό εκπροσωπούμενης ψήφου στο 96% το όριο της αυτοδυναμίας για το πρώτο κόμμα είναι το 38,5%, ποσοστό που, υπό τις παρούσες συνθήκες, θεωρείται απίθανο να λάβει κάποιο κόμμα. Οταν, λοιπόν, ο Τσίπρας υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί την αυτοδυναμία είναι εκτός πραγματικότητας. Ακόμη κι αν το κάνει για λόγους κομματικής συσπείρωσης και για να κερδίσει τη μάχη της ψυχολογίας, αφού είθισται ένα τμήμα των ψηφοφόρων να πηγαίνει με τον νικητή, η στρατηγική του, εκτός από την πραγματικότητα, συγκρούεται και με τη γενική διάθεση των ψηφοφόρων, οι οποίοι, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, δεν επιθυμούν να δουν κάποιο κόμμα αυτοδύναμο, αλλά θέλουν να υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας – και μάλιστα στην πλειοψηφία τους προτιμούν οικουμενική κυβέρνηση.

Εδώ έχουμε το δεύτερο λάθος του Τσίπρα: ενώ οι έρευνες δείχνουν τους πολίτες να επιθυμούν την ευρύτερη δυνατή συνεργασία, αυτός επιμένει ότι με τους μόνους που θα συνεργαστεί μετεκλογικά είναι οι Ανεξάρτητοι Ελληνες, ένα κόμμα που ενδέχεται να μην μπει στη Βουλή. Ακόμη όμως κι αν οι ΑΝ.ΕΛ. πιάσουν το όριο του 3%, κάτι που δεν μπορεί να αποκλειστεί, δεν είναι σίγουρο ή μάλλον το πιθανότερο είναι το άθροισμα των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ (εφόσον είναι πρώτο κόμμα) και των ΑΝ.ΕΛ. να μη δίνει κυβερνητική πλειοψηφία. Θα χρειαστεί λοιπόν και ένα τρίτο κόμμα. Ποιο θα είναι αυτό; Το Ποτάμι; Ο Σταύρος Θεοδωράκης έχει αποκλείσει κατηγορηματικά την περίπτωση κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. – Ποτάμι. Θα είναι το ΠΑΣΟΚ; Και αυτή η περίπτωση αποκλείεται. Οχι μόνο επειδή δεν το θέλει το ΠΑΣΟΚ, αλλά γιατί δεν το επιθυμεί και ο ίδιος ο Τσίπρας. Αρα και στο θέμα των συνεργασιών ο Τσίπρας κάνει λάθος. Οταν η κυβερνητική του στρατηγική εδράζεται σε δύο ανεδαφικές παραδοχές είναι λογικό να κυριαρχεί η σύγχυση, που με τη σειρά της οδηγεί στην αποσυσπείρωση. Αντίθετα ο Μεϊμαράκης όταν θέτει ως κεντρικό στόχο την κυβέρνηση συνεργασίας και διεκδικεί να είναι απλώς, έστω και με μία ψήφο, πρώτο κόμμα η Ν.Δ. ώστε να πάρει αυτή το μπόνους των 50 εδρών εμφανίζεται ρεαλιστής και ταυτίζεται με την πλειοψηφική διάθεση του εκλογικού σώματος.

Χαμηλή συσπείρωση

Κι ερχόμαστε έτσι στο τρίτο πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Η χαμηλή κομματική συσπείρωση αναμφίβολα σχετίζεται και με τη διάσπαση που υπήρξε και την ίδρυση της Λαϊκής Ενότητας του Λαφαζάνη. Πρωτίστως, όμως, συνδέεται με τη διάψευση των προσδοκιών από τις επιδόσεις της «πρώτη φορά αριστερής κυβέρνησης». Τα αρνητικά δεδομένα που δημιουργήθηκαν στην οικονομία και τη ζωή των πολιτών το επτάμηνο της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ συν τη μετατροπή εν μια νυκτί του «Οχι» του δημοψηφίσματος σε «Ναι» δεν εξισορροπούνται με την επίκληση περί σκληρής διαπραγμάτευσης και ρωγματώσεων στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη. Αυτά μαζί με την υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ σε κοινωνικές κατηγορίες όπως οι αγρότες, οι συνταξιούχοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, που πλήττονται ιδιαίτερα από το τρίτο μνημόνιο, είναι όλα όσα συντελούν στη χαμηλή συσπείρωση (55%) που εμφανίζει και η οποία είναι όντως πρωτοφανής για κυβερνητικό κόμμα δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές. Αντίθετα η Ν.Δ. εμφανίζει ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά συσπείρωσης (75%-80%), ενώ κερδίζει ψήφους και από δεξιά της (ΑΝ.ΕΛ., ΛΑΟΣ, Χ.Α.) και από το Κέντρο (ΠΑΣΟΚ και κυρίως Ποτάμι), αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς δεξιοί ψηφοφόροι που στις προηγούμενες εκλογές προτίμησαν, κυρίως λόγω του ΕΝΦΙΑ, το κόμμα του Τσίπρα, τώρα επαναπατρίζονται.

Μπορεί ο Τσίπρας να ελπίζει στους αναποφάσιστους ψηφοφόρους (οι έρευνες δείχνουν ότι σχεδόν οι μισοί από το περίπου 15% αυτών προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ), όμως δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας για να μπορεί να ελπίζει στην πρωτιά θα πρέπει να αυξήσει τη συσπείρωση του κόμματός του πάνω από το 75%, να περιορίσει τις διαρροές προς τον Λαφαζάνη, να βελτιώσει την αναλογία των μετακινήσεων μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. (αυτοί που πηγαίνουν από τον ΣΥΡΙΖΑ στη Ν.Δ., σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, είναι υπερδιπλάσιοι από αυτούς που ακολουθούν την αντίστροφη πορεία) και φυσικά να περιοριστεί η αποχή ιδιαίτερα στους νέους και νεαρής ηλικίας ψηφοφόρους, οι οποίοι στις προηγούμενες εκλογές είχαν προτιμήσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Κρίσιμος παράγων για το αν θα τα καταφέρει όλα αυτά ο Τσίπρας είναι η παράσταση νίκης. Προσώρας, η ψυχολογική αυτή παράμετρος της εκλογικής αναμέτρησης, που όμως, όπως έχει αποδειχτεί, είναι και αδιάψευστος δείκτης του τελικού νικητή, είναι υπέρ του. Σαφέστατα οι προ διμήνου θηριώδεις διαφορές έχουν πάψει να υφίστανται, όμως οι πολίτες στην πλειοψηφία τους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τελικός νικητής θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι επόμενες δημοσκοπήσεις το πιθανότερο είναι να δείξουν ότι η ψαλίδα κλείνει κι άλλο και οδηγούμαστε σε ένα ντέρμπι όπου ο νικητής θα αναδειχτεί με ποσοστό που θα κινείται στο όριο του στατιστικού λάθους.

Τέλος, ένας άλλος λόγος που συνηγορεί υπέρ του οριακού στην εκλογική αναμέτρηση είναι και ο χρωματικός επανακαθορισμός των εκλογικών περιφερειών. Στις προηγούμενες εκλογές και ιδιαίτερα στο δημοψήφισμα ο χάρτης είχε βαφτεί ροζ. Τώρα οι έρευνες δείχνουν ότι μόνες σίγουρες ροζ περιφέρειες είναι η Δυτική Ελλάδα, η Κρήτη και τα Ιόνια νησιά. Μακεδονία, Θράκη, Πελοπόννησος και πιθανώς το Αιγαίο θα βαφτούν μπλε. Σε Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία και Ηπειρο άλλοι νομοί θα έχουν ροζ και άλλοι μπλε, ενώ το ίδιο αναμένεται να συμβεί και στο Λεκανοπέδιο. Σε Β’ Αθήνας και Β’ Πειραιά ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί το προβάδισμα, ενώ σε Α’ Αθήνας, Α’ Πειραιά και πιθανότατα και στο Υπόλοιπο Αττικής η Ν.Δ. επανακάμπτει. Τα πάντα λοιπόν, τουλάχιστον προσώρας, συνηγορούν υπέρ μιας αμφίρροπης εκλογικής αναμέτρησης. Τον νικητή, αν τις επόμενες δύο εβδομάδες δεν αλλάξει κάτι δραματικά, θα τον αναδείξει το στατιστικό λάθος. Ακόμη και το γεγονός ότι οι διαφορές στη δημοφιλία των Τσίπρα και Μεϊμαράκη είναι κι αυτές οριακές, επιβεβαιώνουν την ως άνω εκτίμηση.

Αναδημοσίευση από protothema.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.