Ειδησεογραφικό site

Γιώργος Κοινούσης: «Δεν ήμουν ποτέ χρηματοκυνηγός» – Συνέντευξη στο «Καρφί»

252

Της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου

«Ποτέ μου δεν αιχμαλωτίστηκα από εθισμούς, όπως τα ποτά και τα τσιγάρα» λέει στο «Καρφί» ο αγαπημένος τραγουδιστής Γιώργος Κοινούσης, ο οποίος πριν από μερικές ημέρες γιόρτασε στο σπίτι του στο Λαγονήσι τα γενέθλια των 75 του χρόνων. Χωρίς τύπους και τουπέ, μας άνοιξε την καρδιά του και με συγκίνηση μας μίλησε μεταξύ άλλων για την καθημερινή αγάπη που του δείχνει ο κόσμος, για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, για την ηρεμία που βρίσκει στην αγκαλιά του Σαρωνικού, από τη βεράντα του σπιτιού του, αλλά και για το ενδεχόμενο της επιστροφής του στο πάλκο για λίγες εμφανίσεις.

Απέχετε πολύ καιρό από το τραγούδι και όμως ο κόσμος σάς αναζητά. Πού το αποδίδετε αυτό;

Νομίζω ότι σε αυτό έχει βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό το internet. Όλοι πλέον μπορούν να μαθαίνουν για όλους. Ο κόσμος μέσα από όσα έχουν γραφτεί για μένα ξέρει ότι ο Κοινούσης έφυγε άφθαρτος από τον χώρο του τραγουδιού. Δεν πουλήθηκε στο χρήμα. Με θεωρεί φίλο του γιατί γνωρίζει ότι στη διαδρομή μου έκανα ωραίες εξηγήσεις, αληθινές και ξεκάθαρες. Από την πρώτη στιγμή της επαγγελματικής μου πορείας είχα ξεκαθαρίσει ότι για μένα το παν δεν ήταν οι πλατινένιοι δίσκοι αλλά η αληθινή αποδοχή του κόσμου.

Η αποχώρησή σας από τον χώρο κρύβει κάποιο μυστικό;

Όχι, κανένα. Έφυγα εύκολα, γιατί ποτέ μου δεν πίστεψα ότι ήμουν κάτι το ιδιαίτερο. Τραγουδούσα και έκανα το κέφι μου. Όταν μου έφυγε αυτό το κέφι, πολύ απλά σταμάτησα να τραγουδώ. Βεβαίως, αν ήμουν χρηματοκυνηγός, δεν θα είχα φύγει από τις πίστες.

 Αυτή η αγάπη του κόσμου είναι ένα κίνητρο επιστροφής στην πίστα;

Είναι κάτι που το σκέφτομαι και σας ομολογώ ότι μου έχουν γίνει προτάσεις επιστροφής σε μεγάλα μαγαζιά. Δεν έχω αποφασίσει ακόμη τίποτα, γιατί το ξενύχτι με απωθεί. Όπως δεν μου αρέσουν οι μεγάλες αίθουσες, που χάνεται η σχέση με τον πελάτη και γίνεται απρόσωπη. Θα δούμε, όλα τα συζητάω, εφόσον δεν διαταράξουν τη γαλήνη και την ηρεμία μου.

Γιατί τα παλιά τραγούδια παραμένουν διαχρονικά;

Γιατί σε αντίθεση με τα σημερινά συνεχίζουν να μιλάνε στις ψυχές των ανθρώπων. Για παράδειγμα το τραγούδι «Άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε», που ερμήνευσε η Δούκισσα, δεν μιλά για κάτι εξωπραγματικό, αναφέρεται στο λάθος που είναι μέσα στη ζωή του ανθρώπου. Η πραγματικότητα δηλαδή του τραγουδιού ήταν και είναι η επιτυχία του.

Υπήρξαν κάποιοι που σας στήριξαν στα πρώτα σας βήματα;

Με όλους τα πήγαινα καλά, ποτέ δεν είχα πρόβλημα μαζί τους. Ωστόσο είχα και δικούς μου ανθρώπους, όχι άνδρες αλλά γυναίκες, και συγκεκριμένα την Καίτη Γκρέυ και την Πόλυ Πάνου. Αυτές οι δύο στάθηκαν στο πλάι μου. Τώρα οι άνδρες που ήταν στον χώρο με ήθελαν στην παρέα τους, αλλά εγώ μετά τη δουλειά δεν μπορούσα να ακολουθήσω. Και δεν μπορούσα, γιατί με ενδιέφερε να προστατεύσω τη ζωή μου. Μου άρεσε και ακόμη μου αρέσει να ξυπνάω νωρίς, να κάνω τα μπάνια μου στη θάλασσα χειμώνα καλοκαίρι, ενώ δεν μπορώ καθόλου το τσιγάρο και τα ποτά. Εθισμοί που δεν κατάφεραν να με αιχμαλωτίσουν.

Για αρκετά χρόνια ήσαστε πρώτο όνομα στη «μαρκίζα». Θυμάστε το μεγαλύτερο μεροκάματο που έχετε πάρει;

Ήταν τη δεκαετία του ’70 όπου τη βραδιά πληρωνόμουνα με 18.000 δραχμές. Στο εξωτερικό δε το μεγαλύτερο μεροκάματο μόνο για μία μου εμφάνιση ήταν το 1980, στο Ντίσελντορφ, στη Γερμανία, όπου πήρα 200.000 δραχμές. Πολλά λεφτά πράγματι για εκείνη την εποχή. Αυτό που θυμάμαι έντονα από εκείνη την εμφάνιση στη Γερμανία είναι το βλέμμα του κόσμου. Τότε κατάλαβα ότι οι άνθρωποι που έχουν αποφασίσει να ξεριζωθούν από την πατρίδα τους αναζητώντας μια καλύτερη τύχη είναι και πιο πραγματικοί από αυτούς που συνεχίζουν τη ζωή τους στα πάτρια εδάφη. Ο ξεριζωμός σε κάνει άνθρωπο με Α κεφαλαίο.

Σήμερα πώς είναι η ζωή σας;

Ήρεμη. Ζω στο Λαγονήσι και κάθε μέρα ταξιδεύω από τη βεράντα του σπιτιού μου στον ορίζοντα του Σαρωνικού. Αυτή η εικόνα είναι ανυπολόγιστης αξίας.

Τη δεκαετία του ’90 κάνατε μια μεγάλη στροφή στη ζωή σας. Γίνατε ιεροκήρυκας, ομολογητής πίστεως. Τι σας έσπρωξε σε αυτή την αλλαγή;

Όλα ξεκίνησαν από τη συνειδητή απόφασή μου ότι η πολυτέλεια δεν μου ταιριάζει και άρα πρέπει να φύγω από τη νύχτα. Εκείνη την περίοδο, αρχές της δεκαετίας του ’90, πρωτοδιάβασα την Αγία Γραφή και πραγματικά λάτρεψα τον Χριστό ως επαναστάτη. Έτσι ξεκίνησα να γράφω και χριστιανικά τραγούδια.

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια σάς ακολουθούν;

Ναι, με ακολουθούν. Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια που ζούσα με την οικογένειά μου στον Πειραιά σε μια μάντρα με τέσσερα δωμάτια, στο Χατζηκυριάκειο. Γέννημα Χιώτης ήρθα στον Πειραιά σε ηλικία μόλις 5 ετών. Η είσοδός μου στο τραγούδι δεν ήταν με ρόδα στρωμένη, το αντίθετο… έκανα πολλές δουλειές του ποδαριού για να ζήσω. Το μικρόβιο δε του στίχου το πήρα από τον πατέρα μου. Το θέμα είναι ότι εκείνα τα δύσκολα χρόνια με έκαναν ξεκάθαρο άνθρωπο στις σχέσεις μου. Ήμουν απλός, έγινα γνωστός και στο απόγειο της διαδρομής μου επέλεξα να ξαναγίνω απλός. Κατάλαβα νωρίς ότι μόνο μέσα από την απλότητα μπορείς να ζήσεις πραγματικά το μεγαλείο της ζωής και της ανθρώπινης φύσης. Δυστυχώς, όταν θυμόμαστε ότι ζούμε, τότε μόνο πραγματικά ζούμε.

Σε τι ηλικία ξεκινήσατε το τραγούδι;

Μεγάλος. Ήμουν σχεδόν 30 χρόνων, καθώς στον χώρο μπήκα ως ακορντεονίστας σε ηλικία 17 χρόνων, δίπλα στον Μπιθικώτση, στη Φωλιά της Κοκκινιάς. Μου άρεσαν τα μουσικά όργανα, γι’ αυτό και έμαθα και κιθάρα, από έναν τυφλό δάσκαλο, Μυκονιάτη, ονόματι Τάσο Πολυκανδριώτη. Βέβαια από μικρή ηλικία έγραφα στίχους, που είναι και το μεράκι μου έως σήμερα. Στα 16 μου έδωσα τα πρώτα μου τραγούδια στην Καίτη Γκρέυ, ενώ συμμετείχα και σε πολλές επιτυχίες μεγάλων τραγουδιστών της εποχής.

 

Τα σχόλια είναι κλειστά.