Ειδησεογραφικό site

Ένας αιώνας πίσω – Τα ίδια και απαράλλαχτα, όπως τα έγραφε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας

212

Του Γιάννη Μιχαήλ

Το σημερινό άρθρο θα είναι ολίγον σχοινοτενές, επειδή θα περιλαμβάνει ένα κείμενο του Ανδρέα Καρκαβίτσα (1865-1922) το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία», στις 9 Μαρτίου 1895, δηλαδή, πριν από 120 χρόνια. Όσα έγραψε τότε ο Καρκαβίτσας, (ο οποίος σημειωτέον ήταν ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Βιζυηνό) θα μπορούσαν να ειπωθούν και σήμερα.

Άλλωστε τα κουσούρια οι Έλληνες τα κουβαλάμε στις πλάτες, χιλιάδες χρόνια. Όπως βέβαια και τα προτερήματα μας, τα οποία κατ’ αναλογίαν είναι πολύ λιγότερα. Αν κοιτάξουμε στο παρελθόν και αναμοχλεύσουμε τα γεγονότα, θα βρούμε πολλά δεδομένα για να νιώσουμε υπερήφανοι. Οι απώτεροι πρόγονοί μας, οι οποίοι κατέκτησαν τον κολοφώνα των πνευματικών αξιών, μας άφησαν μεγάλες παρακαταθήκες, τόσο με γραπτά κείμενα, όσο και με πράξεις και μεγαλόπνοα έργα. Ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Σωκράτης, ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο Ιπποκράτης, ο Πυθαγόρας, ο Θαλής, ο Φειδίας, οι τραγικοί ποιητές και εκατοντάδες άλλοι σοφοί Έλληνες, έθεσαν τις βάσεις του ανθρώπινου πολιτισμού.

Οι σημερινοί απόγονοί τους, δηλαδή εμείς, όχι μόνο αγνοούμε την ύπαρξη τους και κατ’ επέκταση το έργο τους – χωρίς να αισχυνόμαστε γι’ αυτό  αλλά εάν κάποιος επιχειρήσει να μας το θυμίσει τον θεωρούμε… εξυπνάκια και μπορεί να τον λοιδορήσουμε, ότι πουλάει πνεύμα. Δεν θα ισχυρισθώ  κατηγορηματικά, ότι στην αρχαιότητα, όλα ήταν ρόδινα. Κάθε άλλο, μάλιστα και τότε οι πολιτικές διαμάχες έφθαναν στα άκρα και τότε κυριαρχούσε το σαράκι του διχασμού και τότε υπήρχαν λοβιτούρες και διαφθορά. Άλλωστε, παρόμοιες καταστάσεις, περιγράφει στις κωμωδίες του, ο μεγαλύτερος σατιρικός ποιητής ο Αριστοφάνης.

Όμως ότι συνέβαινε τότε ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά συναντάμε και σήμερα. Οι ομοιότητες του τότε  και του τώρα, είναι πασιφανείς. Οι «αμαρτίες» όμως της… αρχαίας εποχής παίρνουν άφεση, εάν αναλογισθούμε ότι οι πρόγονοι μας, άφησαν πίσω τους μια ανεκτίμητη κληρονομιά, και έναν τεράστιο πνευματικό πλούτο. Στοιχεία που δημιούργησαν έναν απέραντο ποταμό πολιτισμού, ο οποίος μέσα από παραπόταμους διοχέτευσε όλο αυτό το χρυσάφι  στα πέρατα της οικουμένης. Και δυστυχώς, αυτόν τον πλούτο, δεν τον αξιοποιήσαμε ποτέ.  Ίσως  θα μπορούσε να μας λυτρώσει από τα δεινά. Αντίθετα αναλωθήκαμε σε διαρκείς έριδες , που μας οδήγησαν στη μιζέρια και την κακοδαιμονία μας. Την κατάσταση αυτή περιγράφει ανάγλυφα ο Ανδρέας  Καρκαβίτσας , δύο χρόνια μετά το 1873, όταν ο Χαρίλαος Τρικούπης  αναφώνησε το «δυστυχώς επτωχεύσαμε». Σαν να μην άλλαξε τίποτε  από την εποχή εκείνη.

Αληθινά λόγια

«Νομίζω πώς ήρθε καιρός οι εθνικοί ρήτορες και οι ανε­ξάρτητοι δημοσιογράφοι ν’ αλλάξουν σύστημα εργασίας, αν θέλουν ειλικρινά να σώσουν τον τόπο και αν ζητούν αληθινά ν’ ανοίξουν τα μάτια του λαού στης σωτηρίας και της προόδου το φως. Τόσα τώρα χρόνια, άφ’ ότου ή μικρή αυτή γωνιά έγιν’ ελεύθερο βασίλειο κ’ έπαραδόθηκεν, έρμο σιταρόσπειρο στα δόντια του μύλου -στη φιλοπατρία και τη φροντίδα του Ελληνικού λαού καί σύνωρα άρχισε, πριν ανθίση καί λουλουδίση νά μαραίνεται και να ξεφυλλίζη, οι κύριοι αυτοί δεν έπαυσαν από τα δημόσια βήματα και από τις στήλες των εφημερίδων, να κράζουν το λαό να ξυπνήση. Άλλα μεταχειρίζονται, μοϋ φαίνεται, τέτοια μέσα, πού αντί να τον ξυπνήσουν τον βαρυκοιμίζουν μακαριώτατα.

Μέ λόγια φουσκωμέν’ άπό αέρα νεκρής πλέον δόξας· μέ φράσεις παραγεμισμένες άπό νεφελοκοκκυγίας πορί­σματα, παίρνουν την Πατρίδα και την παρουσιάζουν κουρελοφορεμένη καί ξυπόλυτη, καταφανισμένη καί βερέμικη, του δρόμου τρελλοκατερίνα αυτή την Αρχόντισσα!

Και αφού ξοδέψουν στην ζωγραφιά τους αυτή, όλα του θαυμασμού και της λατρείας τα χρώματα, γυρίζουν με χρώματα άλλα, θλιμμένα τάχα και δακρυοποτισμένα, να του δείξουν αυτό, τον εαυτό του το μεγαλοδύναμο, τον καστροπολεμίτη και κοσμοφάγο, τον ακοίμητο και αφανι­σμένο από τον πατριωτικό καϋμό, άθλιο κ’ ελεεινό και ψωμιζήτη και πεντάφτωχο!

Κ’ έξαφνα με κινήματα μεγαλοπρεπή, πού δεν έκανεν ό Αντώνιος δείχνοντας στο θλιμμένο λαό της Ρώμης τους φονιάδες του Καίσαρος, δείχνουν αυτοί σέ τούτον, τους πολιτικούς του άντρες και πολλές φορές το βασιληά του, για φονιάδες άγριους της εθνικής ζωής, μόνους και αξιομίσητους αίτιους όλης της κακομοιριάς του. Καί ό λαός μεθυσμένος από την όνειροφάνταστη αυτή ζωγραφιά της πατρίδας, λησμονημένος μπροστά στο κοντυλογραμμένο εγώ του, φουσκώνει για μία στιγμή από άράθυμη περηφάνεια, θαμπώνεται από την απίστευτη μεγαλωσύνη του, τρί­ζει τα δόντια και βρουχιέται σαν λεοντάρι κ’ έπειτα ξυπνά και αρχίζει γλείφοντας πάλι του χαλκά τη λίμα.

Αυτό όμως το σύστημα δεν πρέπει στους εθνικούς ρήτο­ρες και τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους, άλλα στους λαοπλάνους. Εκείνοι ας κολακεύουν τις αδυναμίες του λαού, για να ωφεληθούν από τις αδυναμίες του. Όποιος όμως δεν ζητεί παρά το καλό του λαού, πρέπει να φραγγελωνη αλύπητα τέτοιο λαό. Εγώ άξαφνα, αν ήμουν εθνικός ρήτο­ρας είτε ανεξάρτητος δημοσιογράφος -χαρίσματα πού δεν έχω δυστυχώς- θα έπαιρνα το αντίθετο σύστημα. Δεν θα του έλεγα ποτέ -γιατί και ποτέ δεν είναι αλήθεια- πώς αυτός είναι θύμα των πολιτικών του άλλα πώς οι πολιτικοί είναι θύματα του αξιολύπητα. Και θα έπιανα ένα από αυτούς, μι­κρό είτε μεγάλο, παλαιό είτε νέο, πεθαμένον είτε ζωντανό, θα τον έφερνα καταμεσίς του κ’ έτσι θα του έλεγα:

– Βλέπεις αυτό το σαραβαλιασμένο κουφάρι; Εσύ το κατάντησες έτσι, λαέ θεομπαίχτη. Ήταν άλλοτε νέος κ’ είχε μεγάλα όνειρα και αντρειωμένους πόθους. Ένα κακό είχε, τη φιλαρχία. Άλλα το μέτωπο του ήταν πάναγνο σαν του αυγερινού το φως και ή καρδιά του αμόλευτη σαν του Χρίστου. Τα χείλη του δεν ήξεραν το ψέμα και η συνείδησίς του από γρανίτη καμωμένη έδιωχνε κάθε μαύρο στοχασμό.Ήρθε θεόσταλτος να σε οδηγήση, με αράθυμη ψυχή και νευρά σιδερένια στην προπατορική Γή των ονεί­ρων σου, ζητώντας τίποτε άλλο από σένα παρά να τον ακο­λουθήσης πρόθυμος. Άλλα συ αντί να τον ακολουθήσης έσκυψες και τον σφιχταγκάλιασες. Και δεν του εζήτησες να δώση σάρκα στά δοξαστά όνειρα, άλλα στά μι­σητά πάθη σου. Εζήτησες νά σ’ αφήση να κλέψης, να σκοτώσης, να πορνέψης ελεύθερα. Εζήτησες ψέμα από τα χείλη του και χολή από την καρδιά του. Τον ανάγκασες να προσκύνηση το άτομο και όχι να λατρέψη το σύνολο. Το επίβουλο σφιχταγκάλιασμα σου έμάλαξε σιγά-σιγά το γρανίτη και ό άρρωστος ανασασμός σου, εμόλεψε το αίμα του και ή κακοήθεια πού τρέχει μέσα και περίγυρα σου, έφαρμακοπότισε τό είδωλο έως το μεδούλι των κοκκάλων του. Τώρα κείτεται χάμω σαράβαλο και ντροπιασμένο· άλλα είναι ή αληθινή ζωγραφιά σου. «Εδωκες του όλες τις κακίες σου κ’ εχάθηκες αφού έχασες και αυτόν, λαέ σαλίγκαρε και λαέ ίσκιοπολεμίτη καί λαέ φαντασμένε.

Βάλε, μωρέ, μυαλό, γίνου τίμιος, σεβάσου τον άλλον ξέχασε το Μαραθώνα και κύτταξε την Κούτρα· λάτρεψε τα Δερβενάκια άλλα κύτταξε τό Δαϊτσόρρεμα· ξέχασε την Ελλάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κύτταξε τήν Ελλάδα του Γεωργίου πρώτου· παραίτησε τα ξένα φτερά και ντύσου με τα δικά σου τα ψαλιδισμένα και άφησε δό­λιε, τις κακίες σου γιατί εχάθηκες!».

Α. Καρκαβίτσας

Τα σχόλια είναι κλειστά.