Ειδησεογραφικό site

Του Γ. Χ. Παπαγεωργίου: Οι αυξήσεις των μισθών και οι ευθύνες των επιχειρήσεων

1.995

Η επίσημη ρητορική που υιοθετείται από ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς αλλά και από την αγορά είναι ότι η Ελλάδα «δεν πρέπει να κάνει πίσω στις μεταρρυθμίσεις», εννοώντας: «Να μη γίνουν αυξήσεις στους μισθούς», «να μην επανέλθει η προστασία εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων».

Η έννοια της λέξης «μεταρρύθμιση» διεστάλη σε βαθμό διαστρέβλωσης στα χρόνια των μνημονίων έτσι ώστε να συμπεριλάβει σειρά επώδυνων ταμειακών και αντι-εργασιακών μέτρων. Αλλαξε όμως με τις «μεταρρυθμίσεις» αυτές η δομή της ελληνικής οικονομίας τα οκτώ τελευταία χρόνια; Αναβαθμίστηκαν οι παραγωγικές υποδομές; Εγιναν οι αναγκαίες επενδύσεις;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι ασφαλώς αρνητική.

Οι διαβόητες «μεταρρυθμίσεις» είχαν κυρίως ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση χρημάτων στον κρατικό προϋπολογισμό έτσι ώστε να μειωθούν τα ελλείμματα και να παραχθούν πλεονάσματα για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Εφεραν επίσης αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία όμως προέκυψε κυρίως από τη μείωση του εργασιακού κόστους και όχι από την ενίσχυση της παραγωγικής δυνατότητας και την αναβάθμιση της παραγωγικής και τεχνολογικής υποδομής.

Μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου η κυβέρνηση προωθεί την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 3%-5%, η οποία θα παρασύρει προς τα πάνω τις αμοιβές και σε άλλες μισθολογικές βαθμίδες.

Εργοδοτικοί φορείς όμως, όπως ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), διατυπώνουν αντιρρήσεις για αυξήσεις πάνω από τα όρια της παραγωγικότητας της οικονομίας (τα οποία φαίνεται να προσδιορίζουν γύρω στο 1%). Είδαμε τα τελευταία χρόνια τους μισθούς να συμπιέζονται και το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και η συνολική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Πού είναι όμως οι επενδύσεις από την πλευρά των επιχειρήσεων; Επενδύσεις οι οποίες θα αναβαθμίσουν τις παραγωγικές υποδομές και θα αυξήσουν την προστιθέμενη αξία;

Στο σημερινό διεθνές περιβάλλον, όπου έχει επικρατήσει το λεγόμενο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, τα «οριζόντια» εργασιακά δικαιώματα, δηλαδή οι γενικευμένες διατάξεις προστασίας (ελάχιστο εισόδημα, περιορισμοί στις προσλήψεις και απολύσεις κ.ο.κ.), είναι υπό διωγμόν, καθώς ο στόχος είναι να ρυθμίζονται όλα ελεύθερα από την αγορά.

Η παγκόσμια αγορά επιβάλλει τους όρους της και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της επιχειρηματικότητας -καλώς ή κακώς- είναι μια αναπόδραστη πραγματικότητα, αφού τα άλλα μοντέλα ανάπτυξης (π.χ. με ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων) είναι στην πράξη «απαγορευμένα».

«Καμία επιχείρηση που πηγαίνει καλά και μπορεί να δώσει αυξήσεις δεν θα αρνηθεί να το πράξει», σημειώνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο οικονομικό του δελτίο.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε να κατεβάζουμε τον πήχη της εργασίας και των αμοιβών προς τα κάτω. Διότι στην Ελλάδα ο μεγάλος όγκος της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης βασίζεται σε κλάδους και δραστηριότητες χαμηλής τεχνολογίας και μικρής προστιθέμενης αξίας, οι οποίοι δεν μπορούν να διεκδικήσουν υψηλά κέρδη και καλές αμοιβές στη διεθνή αγορά.
Επομένως, χωρίς κάποιες εγγυήσεις οι αμοιβές θα πιέζονται διαρκώς προς τα κάτω για τη μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων, ακόμα και αν ένα μικρό ποσοστό επικρατήσει στον διεθνή ανταγωνισμό και καταφέρει να ανθεί με αξιοποίηση της καινοτομίας, εξαγωγές, υψηλά περιθώρια κέρδους και καλές απολαβές για εργαζόμενους και στελέχη.
Επιπλέον, η ενίσχυση των αμοιβών είναι ένα μέσο για να ενισχυθεί η ιδιωτική κατανάλωση, που είναι απαραίτητη για να αυξηθεί το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) και να τροφοδοτήσει έναν ενάρετο κύκλο στην οικονομία.

Επομένως, είναι μεν ζητούμενη η προώθηση της επιχειρηματικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας, αλλά δεν πρέπει να μείνει έξω από το τρένο η μεγάλη μάζα των εργαζομένων.
Ο επιχειρηματικός κόσμος πρέπει να αναλάβει τις δικές του ευθύνες.

 

ΠΗΓΗ:  protothema.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.