Ειδησεογραφικό site

Το παράπονο του 88χρονου θρυλικού Σαμψών

383

Ο θρυλικός Σαμψών -ο τελευταίος λαϊκός ήρωας της Ελλάδος- δεν έχει πλέον καμιά σχέση με την εικόνα του ανθρώπου που στο κεφάλι του για δεκαετίες ολόκληρες έσπαγαν τόνους πέτρας, επιδεικνύοντας την υπερφυσική δύναμή του, βγάζοντας έτσι τα προς το ζην για την οικογένειά του.

Συνέντευξη στον Νίκο Νικόλιζα
nikolizasnikolaos@gmail.com

Πλέον, δεν περνούν από πάνω του φορτηγά και δεν μπορεί να τραβήξει λεωφορεία με τη μοναδική δύναμη που είχε κάποτε στα μαλλιά και στα δόντια του.
Στα 88 χρόνια του και έχοντας χάσει τη σύντροφο της ζωής του Κυριακή πριν από μερικούς μήνες (που για 46 ολόκληρα χρόνια στεκόταν βράχος δίπλα του) ανήμπορος να κάνει τις υπέροχες υπαίθριες παραστάσεις του, στέκει μόνος στο σπίτι στη Νέα Ιωνία, έχοντας ωστόσο συντροφιά του τα δύο πολυαγαπημένα του παιδιά. Τον Χρήστο και την Κατερίνα καθώς και την εγγονή του Κυριακή. «Έφυγε το στήριγμά μου. Η γυναίκα μου. Ήμασταν μαζί 46 ολόκληρα χρόνια. Στα δύσκολα, στα εύκολα, στις καλές και κακές μας στιγμές. Όμως έτσι είναι η ζωή. Έχει σκαμπανεβάσματα» λέει σε μια εξομολόγηση ψυχής στο «Καρφί».
Το όνομά του θρυλικού Σαμψών, κατά κόσμο Γιάννη Κεσκιλίδη, ανασύρει δυνατές μνήμες στις παλαιότερες γενιές. Το μυώδες αλλά μικροσκοπικό σώμα του, η μαύρη γενειάδα του και τα μακριά μαύρα μαλλιά του, κάποτε, στις εποχές της δόξας του, σου θύμιζε μυθικό ήρωα σαν αυτούς που έβγαιναν από την αρχαία Ελλάδα. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται τον Σαμψών να δίνει υπαίθριες παραστάσεις ανά την Ελλάδα, κάνοντας πράγματα υπερφυσικά. Πέτρες έσπαγαν στο κεφάλι του με τεράστια σφυριά να τον σφυροκοπούν, φορτηγά περνούσαν πάνω από την κοιλιά του και αυτοκίνητα μετακινούνταν με τη δύναμη των δοντιών του και των μαλλιών του με το κοινό να παραληρεί για τις επιδόσεις του, ενώ τα ατσάλινα καρφιά υπερφυσικού μεγέθους που στράβωνε με τα χέρια του, καταμαρτυρούσαν έναν άνθρωπο με μοναδικές δυνάμεις. «Δεν έχω παράπονο από τη ζωή μου. Ο κόσμος με γέμισε με αγάπη. Έδινα παραστάσεις και εκείνοι έδιναν ό,τι είχαν ευχαρίστηση. Άλλωστε οι εποχές εκείνες ήταν πολύ δύσκολες και δεν είχες απαίτηση να πάρεις πολλά χρήματα. Όμως με τη δραχμή του καθενός, εγώ μεγάλωσα δύο παιδιά και τα σπούδασα. Έτσι ζούσα την οικογένειά μου. Τίμια. Χωρίς να πειράξω κουνούπι. Γι΄ αυτό άλλωστε και έπαθα τόσα πολλά δεινά στο σώμα μου. Ξέρεις τι είναι να περπατάς στο δρόμο και να με φωνάζουν Σαμψών. Αυτό είναι μεγάλο προτέρημα για έναν αθλητή» λέει γεμάτος ευτυχία παρόλη τη θλίψη του για τον χαμό της συζύγου του την οποία αναφέρει σε κάθε του φράση.
 

Υπερφυσική δύναμη…

Σε ένα μικρό βαλιτσάκι που έχει από τη δεκαετία του ΄60, έχει ακόμα φυλαγμένα φυλλάδια, φωτογραφίες αλλά και άρθρα της εποχής που τον θεωρούσαν λαϊκό ήρωα. Είδωλο τεραστίου βεληνεκούς που είχε περάσει τα στενά όρια της Ελλάδας.
Πολλοί δημοσιογράφοι και ερευνητές προσπάθησαν στο πέρασμα των δεκαετιών να δικαιολογήσουν την υπερφυσική του δύναμη. Δεν τα κατάφεραν, μιας και όπως ο ίδιος λέει αυτή βρίσκεται μάλλον στο DNA και στο γενεαλογικό του δέντρο. «Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε μια προδιάθεση γενετική. Έκανα όλες τις χειρωνακτικές βαριές δουλειές που μπορείς να φανταστείς. Κουβαλούσα σακιά με κάρβουνα και για μένα ήταν σα να κουβαλούσα πούπουλα. Όμως πιστεύω ακράδαντα ότι το χάρισμα της δύναμης το κληρονόμησα από τον παππού μου, τον Παύλο. Εκείνος ήταν σπουδαίος παλαιστής στη Μικρά Ασία και ο πατέρας μου είχε ασχοληθεί ερασιτεχνικά με την πάλη. Μικρό παιδί, κατάλαβα ότι είχα μια απίστευτη δύναμη, που δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω από πού προέρχεται. Έκαιγε όλο μου το σώμα. Ήθελα να σπάσω τοίχους» θυμάται σήμερα ο θρυλικός Σαμψών στο «Καρφί». Ωστόσο τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν καθόλου ευχάριστα, μιας και υπήρχε μεγάλη πείνα και δυστυχία λόγω του πολέμου. «Δούλεψα όπου μπορείς να φανταστείς για να επιβιώσω. Από ανθρακωρυχείο μέχρι και σιδεράδικο. Με έπαιρναν λόγω της δύναμης που έβλεπαν ότι είχα» λέει χαμογελώντας, διαγράφοντας ωστόσο και μια πίκρα στο σκαμμένο από τα χρόνια πρόσωπό του.
Σε ηλικία περίπου 13 ετών, τα βάζει με έναν Γερμανό στρατιώτη. «Γεννήθηκα με μια υπερφυσική δύναμη. Για να πολεμάω και να κερδίζω τις μάχες. Αυτό άλλωστε φάνηκε και στα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι, μέσα στην Κατοχή που πάλεψα με Γερμανό στρατιώτη. Του έδωσα και κατάλαβε. Και τότε με ανέλαβε ο Χαρίλαος Μοσχίδης. Ένας υπέροχος προπονητής στην πάλη. Είδε σε εμένα πόσο ευέλικτος και δυνατός ήμουν. Με προπονούσε από το 1943. Κατόπιν πήγα στην ελεύθερη πάλη στον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Συμμετείχα σε πάρα πολλές διοργανώσεις και φεστιβάλ. Έχω γυρίσει όλη τη Μέση Ανατολή, όλη την Τουρκία. Με δικά μου όλα τα έξοδα. Αν κέρδιζες, τότε έπαιρνες το έπαθλο. Παντού κατάφερα να είμαι ανίκητος. Οι τουρκικές εφημερίδες μιλούσαν για έναν «μυθικό ήρωα» που μόλις είχε γεννηθεί» λέει περήφανος αλλά και πληγωμένος από την πολιτεία, η οποία δεν τον τίμησε ποτέ με μια ειδική σύνταξη. «Μόνο ο Γιώργος ο Λιάνης ενδιαφέρθηκε για μένα, αλλά μετά ξεχάστηκε το θέμα αυτής της σύνταξης. Δεν με πειράζει όμως, γιατί το όνομά μου θα το θυμούνται γενιές και γενιές. Με τις δραχμές του κόσμου ορθοπόδησα».
Και ενώ η φήμη του θρυλικού Σαμψών έχει φτάσει στα πέρατα της Ανατολής και έχει γίνει πλέον μύθος, τη δεκαετία του ΄70, έχοντας ορθοποδήσει οικονομικά, αποκτάει την πολυπόθητη οικογένεια που πάντα επιθυμούσε. «Με την Κυριακή μου, ήμασταν μαζί 46 ολόκληρα χρόνια. Δεν χωρίσαμε ούτε μια μέρα. Με στήριζε σε κάθε μου βήμα. Μέχρι που εκείνη έφυγε τα περασμένα Χριστούγεννα. Απέκτησα τα δύο μου παιδιά και έτσι οι παραστάσεις που έδινα ήταν εντός Αττικής. Δεν μπορούσα να τους εγκαταλείψω ούτε στιγμή. Ήθελα πάντα να αποκτήσω μια οικογένεια» λέει γεμάτος ευτυχία σήμερα .
Τον ρωτάω αν του αρέσει να μιλάει για τα θρυλικά του κατορθώματα. «Φυσικά και μου αρέσει να μιλάω για όσα έζησα και βίωσα εντός και εκτός Ελλάδος. Είμαι υπερήφανος για όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που έκανα. Βέβαια έσπασα τα πλευρά μου, έπαθα πολλά προβλήματα υγείας, όμως νιώθω ήρεμος για το θέαμα που έδωσα στον κόσμο. Το απολάμβαναν και στο τέλος με χειροκροτούσαν εκστασιασμένοι. Όσοι με έχουν δει τα παλαιότερα χρόνια μου λένε: «πώς μπορούσες με τόσο αίμα που έχανες να κάνεις αυτά τα κατορθώματα; Και εγώ τους απαντάω: επειδή αγαπούσα αυτό που έκανα».

 

Φυσική ζωή…

 

Στην πολύωρη συζήτησή μας, τον ρωτάω αν ο φυσικός τρόπος ζωής που έκανε ήταν πιθανόν και μια από τις αιτίες που αντλούσε δύναμη. «Νομίζω πως ναι. Έτρωγα με μέτρο, δεν κάπνιζα, δεν έχω πιει ποτέ αλκόολ και δεν ξενυχτούσα ποτέ. Ήθελα να έχω τον έλεγχο του εαυτού μου. Να μπορώ να μάχομαι και να δίνω αυτό που θέλει ο κόσμος στις υπαίθριες παραστάσεις. Έπρεπε να ζήσω και εγώ και η οικογένειά μου» λέει γεμάτος αυτοπεποίθηση. Λίγο πριν αποχαιρετήσω τον τελευταίο μεγάλο λαϊκό ήρωα που έβγαλε η Ελλάδα, τον ρωτάω τι προσμένει πλέον: «Τίποτα. Είμαι γεμάτος και πλήρης από όλα όσα μου έχει προσφέρει η ζωή. Το μόνο που θέλω είναι να είναι καλά η οικογένειά μου. Τα παιδιά μου, η εγγονή μου. Εγώ ό,τι ήταν να ζήσω το έζησα με παρρησία. Τη σκυτάλη πλέον έχουν πάρει τα νέα παιδιά. Σε αυτά πρέπει να δώσουμε ώθηση».

Τα σχόλια είναι κλειστά.