Ειδησεογραφικό site

LSE: Ωρα η Γερμανία να τερματίσει την «κατά το δοκούν» πολιτική

46

Για την πολιτική που έχει ακολουθήσει η Γερμανία καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης μιλά σε άρθρο του στο LSE, ο καθηγητής Οικονομικών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, Joshua Aizenman.Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να διαπραγματευτεί μια συμφωνία για το χρέος της χώρας, την ώρα που η θεώρηση της Γερμανίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια πολιτική «κατά το δοκούν», όπου οι δυναμικότερες κινήσεις για να επιλυθεί η αστάθεια της Ευρωζώνης, γίνονταν μόνο όταν οι εγχώριες προτεραιότητες της Γερμανίας απειλούνται.

Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι υπάρχει μεγαλύτερη προθυμία για παραχωρήσεις στο χρέος που συνδέεται με βαθύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και επιθετικές πολιτικές που έχουν στόχο να χτυπήσουν τον στόχο της ΕΚΤ για πληθωρισμό 2%, θα αποτελούσαν τον καλύτερο τρόπο εξόδου από την κρίση.

Όπως λέει στο άρθρο του ο Aizenman, δεν θα πρέπει να τερματίζονται όλοι οι προβληματικοί γάμοι. Αν και ο σχηματισμός της Ευρωζώνης ήταν πιθανότατα ένα λάθος, το να διαλυθεί τώρα, μπορεί να αποβεί ένα πολύ πιο «ακριβό» λάθος. Εάν βάλουμε την κρίση της Ευρωζώνης στο σωστό ιστορικό της πλαίσιο, τότε θα δούμε ότι η Ευρωζώνη είναι μια «ένωση – βρέφος» που τώρα αντιμετωπίζει μια πρώιμη εφηβεία. Διαδικασία επώδυνη, όπως επώδυνες ήταν και όλες οι διαδικασίες «εκμάθησης» για άλλες ενώσεις.

Τη δεκαετία του ’90 πιστευόταν ότι η υιοθέτηση του ευρώ θα παρείχε μια πιο συμμετρική δομή στην Ευρώπη και θα περιείχε τον φόβο της γερμανικής ηγεμονίας. Η ομιλία του τότε επικεφαλής οικονομολόγου και μέλους της ΕΚΤ, Otmar Issing, το 2006 με τίτλο » Το ευρώ ως νόμισμα χωρίς κράτος», αποτελεί παράδειγμα της υπερεκτίμησης των επιτευγμάτων της Ευρωζώνης εκείνης της εποχής, ενώ αγνοούνταν οι κίνδυνοι, οι οποίοι άρχισαν να υλοποιούνται μετά τη 10η επέτειο της νομισματικής ένωσης.

Σήμερα, συνεχίζει ο Aizenman, το ευρώ εξακολουθεί να είναι ένα νόμισμα χωρίς κράτος, κάτω από την κυριαρχία της Γερμανίας: μιας χώρας που θα μπορούσε να σταθεροποιήσει την Ευρωζώνη αν απέφευγε να ‘συρρικνώνει’ την ολοένα και μεγαλύτερη ευθύνη της για το μέλλον του ευρώ. Αυτό όμως θα προϋπέθετε ότι η Γερμανία θα επένδυε περισσότερα στην αναβάθμιση των ινστιτούτων της Ευρωζώνης και στην εξισορρόπηση των κερδών της με τις οικονομικές και πολιτικές ευθύνες που συνεπάγονται τα κέρδη.

Οι προκλήσεις που σχετίζονται με την διαχείριση της αυξανόμενης αστάθειας του ευρώ μπορεί να προκαλέσει μια απρόθυμη Γερμανία για να αντιμετωπίσει έναν άκαμπτο συμβιβασμό: η ζωηρή ανάπτυξη της Γερμανίας μπορεί να φτάσει σε ένα τέλος, εάν τα μεγάλα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών συνδεθούν μέσω της συναλλαγματικής ισοτιμίας με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.

Τα οικονομικά πλεονεκτήματα της Ευρωζώνης για Γερμανία, αλλά και Ελλάδα, Ιταλία, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία είναι εμπροσθοβαρή. Τα πρώτα χρόνια, η ανάπτυξη που γνώρισαν αυτές οι χώρες μεγεθύνθηκε από την οικονομική δύναμη του ευρωπαϊκού πυρήνα, τη χαμηλή ρύθμιση του δανεισμού από ιδιωτικές τράπεζες και κράτη και τον «ηθικό κίνδυνο» – δηλαδή τον ισχυρισμό ότι τα αυξανόμενα κόστη της ισχυροποίησης του ευρώ θα προκαλέσουν και περισσότερες διασώσεις στο μέλλον.

Κοιτάζοντας μπροστά, καταλήγει ο Aizenman, ο κίνδυνος να ωθηθούν ακόμα περισσότερο οι χώρες της Ευρωζώνης στη λάθος πλευρά της «καμπύλης Laffer» (όπου οι φορολογικοί συντελεστές αυξάνονται όσο αυξάνονται τα έσοδα από τη φορολογία) θα μετριαστεί από τη προθυμία να γίνουν παραχωρήσεις επί του χρέους εάν συνδέονται με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και από τις πιο επιθετικές πολιτικές που θα έχουν ως στόχο να να χτυπήσουν τον στόχο για πληθωρισμό 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ. Ενα τέτοιο βήμα χρειάζεται για να σταματήσει η επικίνδυνη και άσκοπη πολιτική χωρίς προσανατολισμό και να πάμε σε μια πιο σταθερή Ευρωζώνη. Είναι καλύτερο, εκτιμά το άρθρο, για τη Γερμανία να διεκδικήσει την ηγεσία, παρά να αναγκαστεί να δράσει.

Τα σχόλια είναι κλειστά.