Ειδησεογραφικό site

Λευτέρης Μυτιληναίος: «Επιστρέφω με τις «αμφιβολίες» μου» – Συνέντευξη στο «Καρφί» τον Δεκέμβριο 2014

610

Της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου

«Όσο μεγάλος κι αν γίνεις, να μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα, να παραμείνεις σεμνός και ταπεινός, είναι η συμβουλή που μου έδωσε ο Πάνος Γαβαλάς, πριν από 46 χρόνια, όταν πρωτοξεκινούσα στο τραγούδι» δηλώνει στο «Καρφί» ο Λευτέρης Μυτιληναίος. Σαράντα έξι χρόνια μετά, ο μοναδικός ερμηνευτής του ελληνικού πενταγράμμου θεωρεί ότι τη συμβουλή του φίλου του την υπηρέτησε στο ακέραιο, παραμένοντας απλός εργάτης της τέχνης. Σήμερα και μετά από δέκα χρόνια συνειδητής αποχής από τα μουσικά δρώμενα, δηλώνει έτοιμος να σπάσει τη σιωπή του και να τραγουδήσει ανά την Ελλάδα.

Αν και τραγουδιστής παλιάς κοπής, πριν ξεκινήσετε στο χώρο, σπουδάσατε μουσική.

Αν θέλεις να γίνεις καλός σε αυτό που αγαπάς, πρέπει να το σπουδάσεις, να περπατήσεις στα μονοπάτια του και να το αφήσεις να σε παρασύρει. Ένας τραγουδιστής, για να ξεχωρίσει και να γίνει καλός, πρέπει να ξέρει από μουσική. Εγώ σπούδασα μουσική και φωνητική στο Ωδείο του Πειραϊκού Συνδέσμου. Με πήγαινε εκεί ο αδελφός της μάνας μου. Έμαθα για την αναπνοή, πώς να ποστάρεις τη φωνή σου, τρόπους να μην κουράζεσαι, πότε να βγάλεις την κορόνα, πού να κόψεις. Θυμάμαι ότι, για να πάρω το πιστοποιητικό μου ως επαγγελματίας πια του χώρου, είχα τραγουδήσει στην ΕΙΡΤ στη Ρηγίλλης αλλά και στο Ζάππειο Μέγαρο μπροστά σε μια επιτροπή που συμμετείχε ο Γιάννης Κανελλίδης, ο πατέρας της Αλέκας Κανελλίδου.

Άρα από μικρός θέλατε να γίνετε τραγουδιστής;

Δεν θα έλεγα ότι το όνειρό μου ήταν να γίνω επαγγελματίας τραγουδιστής. Νομίζω ότι για αυτόν το δρόμο που ακολούθησα «φταίει» ο θείος μου ο Σταύρος, ο οποίος πια δεν είναι στη ζωή. Η μητέρα μου είχε δύο αδέλφια, τον Σταύρο και τον Σπύρο Μαρτίκα, που ήταν επιχειρηματίες με λευκά είδη και δικά τους καταστήματα στον Πειραιά. Ο Σταύρος λοιπόν ήταν αυτός που με πήγε σε ένα διαγωνισμό ταλέντων του Γιώργου Οικονομίδη, όπου και πήρα το πρώτο βραβείο.

Οι γονείς σας δεν ήταν σύμμαχοί των επιλογών σας;

Όχι, πολέμησα πραγματικά να τους πείσω ότι αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Δεν είχαν καμία σχέση με το τραγούδι. Ο πατέρας μου ήταν εισαγωγέας μοτοποδηλάτων και για πολλά χρόνια πρόεδρος στο Συνεταιρισμό στον Πειραιά, ενώ η μητέρα μου ασχολιόταν με το σπίτι μας.

Εσείς όμως τις επιλογές σας τις είχατε κάνει και ξεκινήσατε το επάγγελμα του τραγουδιστή. Πότε έγινε αυτό;  

Το ξεκίνημά μου στη δισκογραφία έγινε το 1968, στην εταιρεία «Βεντέτα», που είχαν συστήσει ο Πάνος Γαβαλάς και η Πόλυ Πάνου, με το 45άρι «Ένα καράβι είναι η ζωή μας». Ένα χρόνο μετά μεταπηδώ στην εταιρεία Columbia, όπου σημειώνω την πρώτη μου μεγάλη επιτυχία, που έμελλε να μείνει διαχρονική. Οι «Αμφιβολίες», σε στίχους και μουσική του Γρηγόρη Μπιθικώτση, γίνονται μεγάλο σουξέ και μου χαρίζουν την πρώτη μου μεγάλη επιτυχία. Από τότε το ένα μεγάλο τραγούδι διαδέχεται το άλλο με τη σφραγίδα σπουδαίων δημιουργών. Άκης Πάνου, Δήμος Μούτσης, Γιώργος Κατσαρός, Αντώνης Ρεπάνης, Μανόλης Χιώτης, Νίκος Ιγνατιάδης, Σπύρος Παπαβασιλείου, Μίμης Χριστόπουλος, Γιώργος Κοινούσης, Τάκης Σούκας, Πάνος Ρουμελιώτης, Κώστας Νικολόπουλος, Γιάννης Μπουφίδης, Γιάννης Δημητράς και Δημήτρης Σταμπουλής είναι μερικοί μόνο από τους συνθέτες που πίστεψαν σε εμένα και επένδυσαν την ψυχή τους στη φωνή μου. Σε στίχους των Κώστα Τριπολίτη, Νίκου Γκάτσου, Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, Σώτιας Τσώτου, Πυθαγόρα, Κώστα Ρουβέλα, Λάκη Τσώλη, Άννας Μπιθικώτση, Ηλία Φιλίππου, Γιάννη Τζουανόπουλου κ.ά., οι οποίοι δημιούργησαν πραγματικά αριστουργήματα.

Τη φωνή σας πού την κατατάσσετε;

Ανήκω στους ελαφρολαϊκούς τραγουδιστές. Το έχω ξαναπεί, είμαι της σχολής του Χιώτη. Πήγαινα σπίτι του, στην Κυψέλη, και κάναμε έξι μήνες πρόβα για να πω δυο τραγούδια του.

Ποια αριστουργήματα σας έρχονται στο νου;

Έχω πει 680 τραγούδια. Κάποια από αυτά είναι οι «Αμφιβολίες», «Κομπάρσος της καρδιάς σου δεν θα γίνω», «Ποια είσαι εσύ», «Δεν είναι, φίλε, όλες ίδιες οι καρδιές», «Κάνε το σταυρό σου και προχώρησε», «Γιατί μου τη θυμίσατε», «Σ’ ένα σπίτι με είδωλα».

Στην πίστα πότε ανεβαίνετε πρώτη φορά;

Στις αρχές του ’70, οπότε και ξεκινάω στα «Δειλινά» μαζί με τη Μοσχολιού –που ήταν φοβερή φωνή–, τον Κόκκοτα, τον Μπιθικώτση και τον Χρηστάκη. Το μεροκάματό μου ήταν τότε 500 δρχ., ενώ τα πρώτα ονόματα έπαιρναν 5.000 δρχ. Μετά ακολούθησαν και άλλα μαγαζιά, όπως «Can- Can», «Νεράιδα». «Αθήνα» κ.ά., ενώ έχω τραγουδήσει και σε μεγάλες συναυλίες, σε Αμερική, Αυστραλία, Καναδά, Αφρική, Αγγλία και αλλού, με τους Μανόλη Μητσιά, Δήμητρα Γαλάνη κ.ά.

Πότε κάνατε τον τελευταίο σας δίσκο;

Ο τελευταίος δίσκος μου κυκλοφόρησε το 2004 από τη δισκογραφική εταιρεία Legend Music με τον τίτλο «Η δική μου υπογραφή» και «σφραγίστηκε» από μια πλειάδα ικανών συνθετών και στιχουργών, όπως οι Γιάννης Δημητράς, Γιώργος Πιας, Δημήτρης Σταμπουλής, Δημήτρης Κουτουζής, Λευτέρης Μικάλης, Ηλίας Παπαδόπουλος, Αβέτ Κιζιριάν, Λάκης Τσώλης, Σώτια Τσώτου κ.ά.

Μετά από τόσα χρόνια να φανταστώ ότι η αποχή είναι συνειδητή;

Η λογική μου είναι ότι ένα στραβοπάτημα αρκεί να χαλάσει ό,τι έχεις χτίσει. Δεν θέλω να προδώσω την ιστορία μου. Όταν δεν έχω κάτι να πω, πολύ απλά σιωπώ. Τον τελευταίο καιρό όμως αισθάνομαι ότι είμαι έτοιμος να επανέλθω δριμύτερος όχι σε κάποιο μαγαζί, γιατί εκεί τελματώνεις, αλλά σε συναυλίες ανά την Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Θέλω να γνωρίσω καινούριο κόσμο.

Ποια συμβουλή δίνετε στα νέα παιδιά;

Να συμβουλέψω είναι λίγο δύσκολο, γιατί ως χαρακτήρας έχω αρκετά μειονεκτήματα. Είμαι ισχυρογνώμων, επιπόλαιος, αλλά έχω και τη θετική μου πλευρά ότι είμαι ευαίσθητος και προσπαθώ να βοηθήσω όσο μπορώ. Πάντως θα τους έλεγα, πριν κάνουν το επαγγελματικό τους βήμα, να πιστεύουν ακράδαντα σε αυτό. Να αγωνιστούν και να παλέψουν για το καλύτερο αποτέλεσμα. Να έχουν ένα στόχο και να το σημαδέψουν σωστά. Τους μεταφέρω δε τη συμβουλή που μου έδωσε ο Πάνος Γαβαλάς: όσο μεγάλος κι αν γίνεις, να μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα, να παραμείνεις σεμνός και ταπεινός.

Τα σχόλια είναι κλειστά.