Ειδησεογραφικό site

Κώστας Aρζόγλου:Η Αλίκη είχε » δει» τον θάνατό της

141

«Οι σκηνοθέτες που δεν έχουν την εμπειρία του να είσαι ηθοποιός, έχουν αυτό που λέω εγώ οξεία σκηνοθετίτιδα, κάτι σαν ίωση.» δηλώνει στο «Κ» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Κώστας Αρζόγλου. Η εμπειρία του και τα χιλιόμετρα που έχει γράψει στον χώρο τον καθιστούν κατ΄ ουσίαν ειδικό και έγκυρο στα περί υποκριτικής τέχνης.

Στην Πέννυ Κροντηρά

Τελικά η ζωή ήταν καλύτερη από όσο την είχατε φανταστεί όταν σκεφτόσασταν ότι θα ήσασταν αθλητής;

Σήμερα ναι, είναι καλύτερη πράγματι γιατί τότε οι αθλητές πεθαίνανε πάνω στα παγκάκια. Παρόλα αυτά στο θέατρο βρήκα μερικά πράγματα που δεν ήξερα ότι είχα κλίση και μου άρεσε πάρα πολύ. Η ζωή του αθλητή έχει μία πειθαρχία που υπάρχει στο θέατρο. Τότε ήμουν δρομέας ταχύτητας και νομίζω ότι το να κόβει κανείς το νήμα και να ενθουσιάζει τα πλήθη που σηκώνονται όρθια στις κερκίδες έχει μια θεατρικότητα. Το θέατρο είναι σύνθεση όλων αυτών των θεατρικοτήτων που υπάρχουν. Είναι καλό όταν σου αρέσει να εκτίθεσαι και να ανοίγεσαι σε μερικά πράγματα που στην κοινωνική ζωή μπορεί να τα αγνοείς εσύ ή οι άλλοι. Παίζοντας ένα ρόλο παίζεις πράγματα που δεν θα έκανες ποτέ στη ζωή και τα βγάζεις στο φως.

Η τέχνη της υποκριτικής δεν είναι και αυτή ένα άθλημα που θέλει πολλές ώρες προπόνηση και θυσίες;

Ναι υπάρχουν πράγματα που σίγουρα τα θυσιάζεις. Βέβαια θυσιάζεις κάτι όταν το αφήνεις στην άκρη ενώ είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Εγώ δεν έχω βρει σπουδαιότερο πράγμα από τη σκηνή και επομένως δεν αισθάνομαι ότι έχει γίνει θυσία.

Πότε αντιληφθήκατε ότι ερωτευτήκατε την τέχνη αυτή;

Όταν μετά από μία παράσταση που είχα κάνει 19-20 χρονών μου κράταγε επί πάρα πολύ ώρα τα χέρια η Παξινού. Έτρεμα σαν το ψάρι, θυμάμαι τις φλέβες της, τα χέρια της και νομίζω ότι αυτή λοξοδρόμησε την έφεσή μου. Από εκεί και ύστερα μπήκα στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου τότε Βασιλικού, η χούντα το έκανε Εθνικό, και μου άρεσε πάρα πολύ αυτός ο δρόμος του να παίζω. Στην Madame Butterfly είκοσι χρόνια αργότερα ανακάλυψα γιατί μου αρέσει. Το «γιατί μου αρέσει» ίσα ίσα δεν απομυθοποίησε το πράγμα αλλά το ενθάρρυνε πιο πολύ.

Ποιες οι πιο έντονες στιγμές στο χώρο;

Η Madame Butterfly σίγουρα. Δεν είναι μια στιγμή αλλά η κοινή ζωή που είχαμε στο ελεύθερο θέατρο και που κράτησε αρκετό καιρό. Το «Χορεύοντας στη σιωπή» είναι μία παράσταση που με έχει σφραγίσει επίσης. Μου αρέσει η υποκριτική τέχνη μου.

Έλλη Λαμπέτη – Αλίκη Βουγιουκλάκη: Τι έχετε κρατήσει από την επαφή σας μαζί τους;

Η Λαμπέτη είναι ένα ολόκληρο κεφάλαιο που θα μπορούσε να το πιάσει κανείς. Τη λάτρευα, τη θαύμαζα. Ήταν καλή, σπουδαία και η σχέση της με το κοινό ήταν απίστευτη. Έπαιρνα μαθήματα γιατί ήμουν μικρός. Στο σπίτι της έμαθα ότι η μητέρα μου είχε χαθεί και μου είπε ότι «από εδώ και εμπρός θα είμαι η μανούλα σου». Όταν κάναμε παραστάσεις έκανε ήδη ακτινοβολίες, μετά από ένα χρόνο πέθανε. Με την Αλίκη αισθάνομαι ότι το πράγμα ξεκίνησε αρκετά επιφανειακά, δηλαδή εγώ ερχόμουν από τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» και η Αλίκη ήταν η «εθνική σταρ», είχε να κάνει κανείς με μια συνεύρεση επαγγελματικά σωστή. Σιγά σιγά μέσα στην περιοδεία ανακάλυψα πλευρές της Αλίκης που δεν τις περίμενα με τίποτα. Όλος ο κόσμος μιλάει για μια Αλίκη που έχει εμπορευθεί τα πάντα, ότι κάνει ωραίες παραγωγές, ότι είναι ταλέντο εμπόρου, ότι εμπορεύθηκε ακόμα και την ηλικία της. Δεν είναι μόνο έτσι, είναι και έτσι. Είχε μία μπέσα προς τους φίλους της, ήταν μπεσαλού και ανοιχτή, ευθύς. Σε αυτούς που δεν ήταν φίλη μπορεί να ήταν η χειρότερη κακιά. Είχε μία μεταφυσική διάθεση η Αλίκη. Κάποια στιγμή πήγαμε στη Χίο σε μία βυζαντινή Μονή οι δυο μας και είχα ήδη αρχίσει να παρουσιάζω κάτι προβλήματα ισορροπίας στον εγκέφαλο, στο περπάτημα κλπ και μου λέει η Αλίκη «εγώ θα καθίσω», εγώ ήθελα να καπνίσω και βγήκα έξω από την εκκλησία. Όταν βγήκε η Αλίκη μου λέει «να σου πω εγώ ήρθα εδώ να προσευχηθώ για σένα αλλά είδα ότι εγώ πέθανα και εσύ ζεις.». Αυτή η διαίσθηση της Αλίκης νομίζω ότι έχει σχέση με αυτό που νομίζει ο κόσμος ως εμπορικότητα. Δεν θα μπορούσε να γίνει κανείς «εθνική σταρ» χωρίς αυτή τη διαίσθηση. Και άλλοι έχουν προσπαθήσει αλλά δεν έχουν αυτή την ειδική ποιότητα να βλέπεις τι συμβαίνει πίσω από το κεφάλι σου.

Σκηνοθέτης ή ηθοποιός, τι σας ευχαριστεί πιο πολύ;

Και τα δύο. Σκηνοθετώντας ρίχνω κάποια σπέρματα για να τα πιάσει κανείς να τα δώσει πάλι πίσω και να τα παίξω εγώ και μετά να ανθίσει πάλι ο ίδιος. Παίζοντας ως ηθοποιός πάντα ξέρω τι γίνεται δίπλα μου. Πως είναι τα περισκόπια που έχουν τα υποβρύχια και βλέπουν 360 μοίρες. Θα γίνω λίγο κακός, για να είσαι σκηνοθέτης, σκηνογράφος πρέπει να έχεις περάσει από τη θέση του ηθοποιού σίγουρα. Να έχουν νιώσει τι σημαίνει το κουστούμι τους, το σκηνικό τους, αν η κλίση της τάδε ράμπας είναι 12 ή 14%. Πρέπει να το ξέρουν αυτό. Οι σκηνοθέτες που δεν το έχουν περάσει αυτό έχουν αυτό που λέω εγώ «σκηνοθετίτιδα» και μερικοί οξεία σκηνοθετίτιδα. Τους ενδιαφέρει περισσότερο το εικαστικό μέρος η μία έξυπνη ιδέα και αφήνουν μετά τους ηθοποιούς στην τύχη τους, ποντάροντας στην πείρα που έχει ο καθένας. Και άμα δεν έχει πείρα και ο σκηνοθέτης έχει επιλέξει με μία κουτή κινηματογραφική επιλογή ότι αυτός είναι νέος και ωραίο παιδί; αυτά είναι κινηματογραφικά κριτήρια που βεβαίως μετράνε στην τηλεόραση ή στο σινεμά σε κάποιο πλάνο αλλά τι σχέση έχουν με το θέατρο; Αυτοί λοιπόν κάνουν μία κινηματογραφικότατη διανομή και ποντάρουν στην πείρα των ηθοποιών που λάθος διαλέξανε. Μιλάμε για μια σκηνοθετίτιδα που είναι κάτι σαν ίωση.

Ποια τα επαγγελματικά σας σχέδια;

Όσο μεγαλώνω θέλω να κάνω όλο και πιο πολλά πράγματα γιατί συνήθως οι άνθρωποι στην ηλικία μου λένε «θα μελετήσω τον Άμλετ και μετά από δύο χρόνια θα  παίξω το τάδε» και «μου λείπει ο Ορέστης δεν πήγα στην Επίδαυρο», αυτά έχουν μία αραιότητα του χρόνου εγώ το αντίθετο. Τις ώρες του ύπνου τις θεωρώ χαμένες ώρες. Θα είμαι στην παράσταση «Αυτός και το πανταλόνι του» στο θέατρο Underground που εκεί ανακάλυψα έναν Καμπανέλλη που εγώ  όντας μαθητής στη σχολή δεν είχα καταλάβει πόσο σπουδαίος είναι. Και δεν το λέω θεωρητικά αλλά πρακτικά, ουδείς το 1955 ή το 1960 είχε τολμήσει να καταγράψει αυτό που εννοούμε σήμερα «φλασιά».    Εκεί που μιλάμε για ένα συγκεκριμένο θέμα λέω «τι καιρό θα κάνει αύριο;». Αυτό χρειάζεται μία υποκριτική αλτικότητα από  το ένα θέμα στο άλλο ή να αφήσεις φράσεις στη μέση. Αυτό δεν το έχει καταφέρει ούτε ο Τσέχωφ, ούτε ο Μπέκετ πιθανόν λίγο ο Πίντερ αργότερα. Αυτές οι αναφορές δεν είναι τυχαίες, πραγματικά τρύπωσαν μέσα στον Καμπανέλλη και το πανταλόνι μέσα από ένα δρόμο μπεκετικό. Αν δεν είχα παίξει την τελευταία ταινία του Κραφτ δεν θα είχα συναντηθεί με το πανταλόνι σήμερα.

Πείτε μας λίγα λόγια για το ρόλο.

Το μυαλό του ανθρώπου και κυρίως αυτού που είναι μεγάλος και φορτωμένος από μνήμες, ανθρώπους, έρωτες, συναδέλφους, τη μάνα του αναπηδά από θέμα σε θέμα και μερικές φορές επανέρχεται σε αυτό, είναι καταπληκτικό το έμπα έβγα.

Ποιο το μήνυμα της παράστασης;

Τι μήνυμα; Αυτό που έχει σημασία είναι αν κάποιος πέρασε ωραία. Αν μία παράσταση έχει μήνυμα είναι μία κακή παράσταση είμαι σίγουρος. Αν είχε μήνυμα να το γράφαμε στο πρόγραμμα και να μην παίζαμε καθόλου.

Σας λείπει η τηλεόραση;

Ναι. Δεν είχα κάποια πρόταση. Μου λείπει που έστω για μια στιγμή, για ένα γύρισμα, μια σκηνούλα τρυπώνεις σε πράγματα που δεν μπορείς να τα βρεις στο θέατρο εύκολα. Η τηλεόραση πάρα πολύ συχνά δανείζεται αυτά που έχουμε προβάρει από το θέατρο αυτός είναι ο κανόνας. Εδώ θα πω και κάτι μπακάλικο, είμαστε φθηνοί γιατί ένας άνθρωπος που δεν έχει αυτό το φορτίο μπορεί να κάνει και έξι φορές το γύρισμα ενώ εμείς μία άντε μιαμιση φορά, που δουλεύει όλο το συνεργείο και οι τεχνικοί που πληρώνονται. Άρα οι άπειροι άνθρωποι κοστίζουν περισσότερο. Υπάρχουν όμως πράγματα που απαιτούνται από το ρόλο της τηλεόρασης και δεν τα έχεις συναντήσει ποτέ στο θέατρο. Αυτό μου ζητήθηκε στο «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» και για αυτό είχε αυτή την επιτυχία.

Παιδιά, έρωτας… Τι ρόλο παίζουν στη ζωή σας;

Όταν τα πράγματα πάνε πάρα πολύ καλά είμαι περήφανος για τα παιδιά μου, τον Παύλο, την Ορόρ και την Μαρία. Το ότι η μία χορεύει, ο άλλος δεν θέλει να δει καν θέατρο το μισεί και η άλλη είναι ηθοποιός. Οι δρόμοι τους με κάνουν περήφανο. Έρωτας; Πόνος! Είναι μια αρρώστια όλοι νομίζουν ότι είναι μια σχέση ροζ και περνάμε ωραία. Αυτή είναι μία επιδερμική αντίληψη του έρωτα. Ο έρωτας αρχίζει να έχει ζουμί όταν βγάλει αίμα, κάπου πρέπει να ματώσει κανείς.

Μετανιώνετε για κάτι στη ζωή;

Θεωρώ τον εαυτό μου λίγο επηρμένο. Υπάρχουν μερικά σημεία έπαρσης που λέω «ωχ ρε παιδί μου αυτό θα μπορούσε να λείπει». Όπως όταν ήμουν στα εξώφυλλα σε λαϊκά περιοδικά φάτσα φόρα και μου άρεσε πολύ που μια βδομάδα λόγω λάθους δυο αντίπαλα περιοδικά είχαν εμένα εξώφυλλο. Πήγαινα έπαιρνα τσιγάρα για να βλέπω αυτό το θέαμα στο περίπτερο. Επίσης περήφανος ήμουν όταν ο μέγας παραγωγός Λειβαδάς και ο μέγας αντίπλαός του Λεμπέσης έχοντας το καλοκαίρι τα δύο αντίπαλα θέατρα το Λαμπέτη και το Παρκ σκηνοθετούσα και στα δύο. Στο ένα Oscar Wilde και στο άλλο επιθεώρηση. Έβλεπα τις ταμπέλες και μου άρεσε πάρα πολύ. Αυτό είναι μία έπαρση.

Ποια η σχέση του Έλληνα με την ψυχαγωγία;

Νομίζω ότι έχουν χτυπηθεί κάποιες χορδές είτε διασκέδασης είτε συγκίνησης που τις είχαμε παραγκωνισμένες για πολλά χρόνια, εν υπνώσει και τώρα τις ανακαλύπτει το κοινό και μαζί του εμείς. Από την άλλη μεριά πιστεύω ότι μπορούν να γίνουν πολύ ωραία πράγματα και υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι. Το παράπονό μου είναι ότι τα σπουδαία πράγματα περνάνε μέσα σε ένα τσουνάμι από τα πολλά, συμπαρασύρονται και δεν καταλαβαίνει κανείς ότι έγινε κάτι σπουδαίο. Όταν τα θέατρα ήταν τριανταπέντε και τώρα διακόσια και φιλοξενούν 10 παραγωγές δεν καταλαβαίνεις τι πάει καλά, γιατί πρέπει να αλλάξει σύντομα. Τότε αν άλλαζε κάτι καταλάβαινες ότι δεν πήγαινε καλά. Ο έρημος ο Αθηναίος αν έχει διακόσια θέατρα επί πέντε παραγωγές είναι χίλια, ε που να πάει; Και δεν μετρώ τις μεγάλες σκηνές όπως το Πάνθεον, το Θέατρο Τέχνης, το Παλλάς, το Εθνικό, το Badminton που αλλάζουν συνέχεια έργα.

Ποιες οι παγίδες του χώρου;

Μεγάλη παγίδα είναι η μανιέρα. Επειδή είμαστε όλοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άτομα εγωπαθή όταν σε κάποιον ρόλο επιβεβαιωθούμε από το κοινό κολλάμε εκεί. Μπορεί αυτό το κομμάτι να το έχουμε ανακαλύψει με φοβέρες και αίματα αλλά η δουλειά μας είναι του «εκτίθεστε» και πρέπει να ανακαλύπτουμε συνέχεια πράγματα. Εν πάση περιπτώσει κανείς γίνεται ηθοποιός για να βρει κάποιες φετούλες του εαυτού του που δεν τις ήξερε. Αν δεν το κάνει είναι παρα φύσιν.

Ποια η γνώμη σας για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση της Ελλάδας;

Ότι ξέρω και ότι νιώθω το γράφω σε μία ανοιχτή επιστολή στον κ. Σόιμπλε. Έχω αυτό το κουσούρι, κάποια μέρα θα γίνει έργο. Ο κ. Σόιμπλε είναι ανίδεος, αγράμματος, δεν ξέρει καν την γερμανική φιλολογία και την ξέρω εγώ ένας τύπος του Εθνικού και της Κοραή. Γιατί να ξέρω εγώ καλύτερα Γκαίτε, Μπρεχτ και Σίλερ; Όσον αφορά το πολιτικό περιβάλλον εδώ και 50-60 χρόνια είχα πάντα την αίσθηση ότι είμαι πολίτης αυτής της χώρας και τώρα νιώθω κάτοικος. Τι Βρυξέλλες, τι Αγγλία που μου έχουν κάνει πρόταση. Κάτοικος θα είμαι και εκεί. Αλλά δεν θα έφευγα εύκολα είμαι εξαρτημένος από τη σχέση με το κοινό. Αν και νιώθω ότι το μισό μπορεί να παρακολουθήσει και να μοιραστεί μαζί μου αυτά που έχω να του πω. Το άλλο μισό είναι εχθρός μου. Όταν με την κρίση που περνάμε μια κυρία μιλάει στο κινητό της και λέει «βρε βλάκα αν δεν κερδίσεις τώρα, πότε θα κερδίσεις;» είναι εχθρά μου, αυτή είναι που μου κόβει τη σύνταξη.

Τα σχόλια είναι κλειστά.