Ειδησεογραφικό site

Έλληνας με κορονοϊό στη Σουηδία: Νοσηλευτές με ξεφόρτωσαν στο δρόμο με 39.5 πυρετό

112

Συγκλονίζει η μαρτυρία του Alex A Solt στην προσωπική του σελίδα στο Facebook αναφορικά με την μάχη που έδωσε με τον κορονοϊό στη Σουηδία. Στην ανάρτηση που είναι μια καταγγελία κατά του αδιάφορου κράτους, ο Έλληνας κάτοικος της Στοκχόλμης τα λέει έξω απ τα δόντια. Αναφέρεται σε όλα όσα βίωσε, περιγράφοντας με τα πιο σκληρά λόγια την δική του πραγματικότητα.

“Να είμαι λοιπόν πάλι έξω. Όχι από το νοσοκομείο. Από το σπίτι μου. Δεν είμαι καν ένα καταγεγραμμένο επίσημα περιστατικό για το σουηδικό κράτος. Είμαι ένας από τους ανώνυμους πάσχοντες που είτε επιβιώνουν είτε πεθαίνουν αβοήθητοι στο σπίτι τους. Δύο εβδομάδες μάχη με τον κορονοϊό” αναφέρει στην ανάρτηση του ο Alex.

Και περιγράφει τα συμπτώματα: ” Υψηλός πυρετός, βήχας, πόνοι στο σώμα, σπασμοί. 14 μέρες συνεχούς αγωνίας. Δίπλα η Karin σε κάθε δύσκολη στιγμή μου. Κρατούσε το χέρι μου και απoκοιμόταν δίπλα μου. Δύο εβδομάδες που έφτασαν ώστε όποια αγάπη και θαυμασμό είχα για το σουηδικό κράτος να την εκμηδενίσουν.
Μία χώρα που είναι τυλιγμένη με τον μύθο του κράτους που μάχεται ανά το κόσμο για τις ανθρώπινες αξίες καταδικάζει σε θάνατο οτιδήποτε μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην οικονομική του ανάπτυξη.
Αυτό που μου έκαναν οι υπάλληλοι αυτού του κράτους, το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό τους, όταν ζήτησα την βοήθεια τους την 11η μέρα, εύχομαι να μην το πάθει άλλος άνθρωπος, αλλά εύχομαι οι ίδιοι να ζήσουν τα χειρότερα και να ψοφήσουν σαν αδέσποτα σκυλιά στον δρόμο, όπως κόντεψα εγώ, όταν με ξεφόρτωσαν στον δρόμο έξω από την κλειδωμένη πόρτα των επειγόντων περιστατικών με 39.5 πυρετό και μια υπόσχεση ότι έρχονται να με πάρουν μέσα. Ποτέ δεν ήρθαν και παρέμεινα 45 λεπτά στο έλεος του κρύου ανέμου. Είχα για αυτούς την Πανώλη του Μεσαίωνα. Είχα όμως λάδι ακόμα στο καντήλι μου. Καθίκια..”

Ο θάνατος ενός 35χρονου μαχαίρι στην καρδιά του

Στη συνέχεια, αναφέρεται στο θάνατο ενός 35χρονου πατέρα τριών παιδιών, στο άκουσμα του οποίου… λύγισε. “Δεν θέλω να κάνω τον γενναίο όμως η αλήθεια είναι ότι μετά από αρκετές εμπύρετες ήμερες δεν φοβόμουν για την ζωή μου. Τακτοποίησα τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, μετέφερα τα χρήματα σε μέλη της οικογένειας μου ώστε αν δεν υπάρξει καλή έκβαση να μην έχουν άλλα στο κεφάλι τους. Έδινα τον αγώνα μου και ό,τι προκύψει. Μια φορά μόνο έβαλα τα κλάματα. Όταν η σύντροφος μου μου είπε για έναν 35χρονο πατέρα τριών παιδιών όπου πήγε το ασθενοφόρο στο σπίτι το οποίο μάλιστα κάλεσε η σύζυγος του για δεύτερη φορά και τους είπαν ότι δεν θα τον πάνε στο νοσοκομείο γιατί δεν είναι γέρος και είναι δυνατός και θα τα καταφέρει. Την άλλη μέρα πέθανε. Για αυτόν τον άνθρωπο έκλαψα. Όχι για μένα. Για έμενα δάκρυ δεν έχυσα. Η σύντροφος μου ναι. Εγώ όχι. Οργή ένιωθα και νιώθω όλο αυτόν τον καιρό. Όχι φόβο. Οργή διότι το ανεπτυγμένο κατά τα άλλα αυτό κράτος με την προσδοκία της ολοένα και μεγαλύτερης ανάπτυξης έχει χάσει αυτό που ονομάζεται ανθρωπισμός και υπερισχύει η βαρβαρότητα που συντροφεύουν τα οικονομικά διαγράμματα”.

Τα σχόλια είναι κλειστά.