Ειδησεογραφικό site

Χαράλαμπος Γαργανουράκης: «Πρώτα αγρότης και μετά λυράρης» – Συνέντευξη στο «Καρφί»

5.237

Της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου

«Νομίζω ότι έφθασε η ώρα να τα βγάλουμε μόνοι μας πέρα ως χώρα και να μην περιμένουμε καμία βοήθεια από τους Ευρωπαίους» δηλώνει στο «Καρφί» ο παραδοσιακός λυράρης Χαράλαμπος Γαργανουράκης, τονίζοντας ότι η υπομονή του λαού εξαντλήθηκε. Γέννημα θρέμμα της Μεγαλονήσου, ο Χαράλαμπος –ή Μπάμπης όπως τον αποκαλούν οι φίλοι– Γαργανουράκης δεν έμαθε να μασάει τα λόγια του. Και ούτε και τώρα, όπως μας είπε, σκοπεύει να το κάνει αδιαφορώντας για τις συνέπειες των λεγομένων του. Ντόμπρος, ανήσυχος, χαμογελαστός αλλά και αισιόδοξος… για τη σούμα… μας μίλησε μεταξύ άλλων για την αγαπημένη του λύρα, τη μεγαλύτερη αξία που τον συντροφεύει αλλά και τη χώρα που είναι η ομορφότερη στον κόσμο.

Σε ποια ηλικία πρωτοπιάσατε λύρα κ. Γαργανουράκη;

Στα 10 μου και αυτό έγινε κατά τύχη. Ο αδερφός μου με άκουσε που έπαιζα την κιθάρα του και διέκρινε… αυτό το κάτι που τελικά αν είναι αληθινό, βγαίνει δηλαδή από τα κατάβαθα της ψυχής σου σε πάει παρακάτω. Εκείνα τα χρόνια, λοιπόν, ο αδερφός μου –και όχι εγώ– αποφασίζει να με φέρει σε επαφή με τον πρώτο-μπάρμπα μας, τον Γιώργη τον Mελαμπιανό που ήταν γνωστός στην Κρήτη από το παίξιμο της λύρας. Αυτός ο άνθρωπος όταν με άκουσε διέκρινε το χάρισμα, την έφεση πείτε το όπως θέλετε και έτσι μου έφτιαξε και την πρώτη μου λύρα.

Την έχετε εκείνη την λύρα;

Ναι αλλά μετά από τόσα χρόνια δεν παίζει. Έχω στο σπίτι 4-5 λύρες αλλά η αγαπημένη μου είναι μία. Την οποία την κρατώ στα χέρια μου 35 χρόνια. Δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο απλώς τη νιώθω σαν ένα κομμάτι του εαυτού μου και αυτή από την άλλη για να παίζει έτσι όπως παίζει πρέπει να αισθάνεται το ίδιο. Παρά το ότι έχει σπάσει το καπάκι της πάνω από 10 φορές, δεν της το αλλάζω φοβούμενος ότι θα αλλοιωθεί ο ήχος της. Έτσι απλώς το κολλάω και το ξανακολλάω.

Από ποιον πήρατε τα πρώτα μαθήματα λύρας;

Μεγάλωσα στον Άγιο Θωμά ένα ορεινό χωριό έξω από το Ηράκλειο. Η γειτονιά μου ήταν γειτονιά λυράρηδων άρα δεν είχα ένα δάσκαλο αλλά πολλούς. Το χωριό μου δε, γέννησε μερικούς από τους πιο φημισμένους τεχνίτες της λύρας, όπως τον Γιώργη τον Mελαμπιανό, τον Mιχάλη τον Kατσαραπίδη, τον Γιώργη Φραγκιουδάκη. Όπως καταλαβαίνεις έμαθα σχετικά γρήγορα τα τερτίπια της και έτσι στα 14 μου μέχρι και τα 17 μου χρόνια, από το 1960 δηλαδή μέχρι και το 1963 γύρισα με τη λύρα μου όλα τα πανηγύρια που γίνονταν στα χωριά Mαλεβίζι, Mονοφάτσι, Mεσσαρά, Tέμενος, Hράκλειο, Πεδιάδα, Bιάνο κ.λπ.

Και σχολείο; Δεν πηγαίνατε;

Έχω βγάλει το δημοτικό. Σταμάτησα το σχολείο όχι λόγω λύρας αλλά επειδή στην οικογένεια είχε ένα ατύχημα ο αδερφός μου, οπότε εγώ έπρεπε να «κάτσω στο πόδι του στα χωράφια μας». Έτσι ξεκίνησα να ασχολούμαι με τις αγροτικές δουλειές στις ελιές και στα αμπέλια που είχε η οικογένεια μου. Αγροτικές δουλειές που κάνω έως τα σήμερα. Τώρα πια πρώτα δηλώνω αγρότης και μετά λυράρης.

Πότε νομίζετε ότι το όνομα Γαργανουράκης το είχαν μάθει όλοι οι Ελληνες;

Λίγο μετά τα 18 μου γιατί τότε έγραψα και το πρώτο μου δίσκο 45 στροφών με το τίτλο: «Eχάρισά σου τη καρδιά». Μετά από αυτό σταματάω τη λύρα για να πάω στο στρατό και επιστρέφω πια στο Ηράκλειο το 1970, όπου ξεκινάω να παίζω στο πρώτο κρητικό κέντρο που είχε ζωντανή μουσική κάθε βράδυ, στον «Ερωτόκριτο» .

Τότε έγινε και η συνάντηση με τον μεγάλο Κρητικό συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο;

Ναι περίπου εκείνα τα χρόνια ήρθε για να με ακούσει. Ήμουν 27 χρονών. Θυμάμαι ότι μετά από αυτό ανέβηκα στην Αθήνα για να συζητήσω το ενδεχόμενο συνεργασίας μαζί του. Με είχε πιάσει κρύος ιδρώτας, τα παρατάω όλα και ξαναγυρίζω στο Ηράκλειο. Ο αδερφός μου που με παρακίνησε να ασχοληθώ με την λύρα στα 10 μου ήταν αυτός που έβγαλε και πάλι το φίδι από την τρύπα. Με έπεισε ότι όλα θα πάνε καλά, όπως και έγινε. Η πρώτη μου συνεργασία με τον Μαρκόπουλο πραγματοποιήθηκε το 1973 στην μπουάτ «Λήδρα» στην Πλάκα.

Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή;

Ότι διάβαζα πάνω από 8 ώρες κάθε μέρα για να τα βγάλω πέρα με την ορχήστρα που με πλαισίωνε. Όλα ήταν πρωτόγνωρα για μένα και για να αποφύγω τα ρεζιλίκια έπρεπε να διαβάζω καθημερινά.

Έχετε δύο παιδιά την Εργίνη και τον Νίκο. Σας πειράζει που δεν έμαθαν λύρα;

Ξέρουν λύρα αλλά δεν παίζουν επαγγελματικά. Όχι δεν με πειράζει που δεν έχουν δοθεί στο συγκεκριμένο όργανο όπως εγώ. Η φιλοσοφία μου είναι ότι κανένας άνθρωπος δεν χρειάζεται να κάνει κάτι με το ζόρι γιατί τότε το αποτέλεσμα πολύ απλά θα είναι του σωρού. Ότι κάνεις πρέπει να είναι κατάθεση ψυχής.

Σήμερα που οι επαγγελματικές σας υποχρεώσεις δεν είναι πολλές πως περνάτε τον χρόνο σας;

Με την καλλιέργεια των χωραφιών μου και με τους φίλους που με συντροφεύουν τόσα χρόνια. Η φιλία είναι η μεγαλύτερη αξία της ζωής μου. Όταν τη συναντήσεις πραγματικά τότε έχεις να παίρνεις και πολλά. Είναι γιορτή όταν συναντιέμαι με τους «μερακλήδες» φίλους μου. Καλό κρασί, ελιά, ψωμί και μαντινάδες και τότε είμαι βασιλιάς.

Πόσα τραγούδια σας έχει εμπιστευτεί ο Γ. Μαρκόπουλος;

Πολλά… πάρα πολλά. Πιστεύω ότι ένας λόγος που συνέβαλε στο δέσιμο μας ήταν ότι έχουμε μία κοινή αξία που λέγεται «επιστροφή στις ρίζες». Και τι εννοείται με αυτή: μια δυναμική πορεία προς το μέλλον, με αφετηρία την εμπειρία από το παλιό και δοκιμασμένο παραδοσιακό υλικό… Ορισμένα από τα σημαντικότερα τραγούδια του που μου εμπιστεύτηκε ήταν από τα έργα του «Θητεία», «Θεσσαλικός Κύκλος», «Οροπέδιο», «Αφιέρωμα», «Τολμηρή επικοινωνία», «Παράθυρο στη Μεσόγειο», αλλά και από τα νέα του έργα «Ορφέας» και «Αναγέννηση, Κρήτη, ανάμεσα σε Βενετία και Πόλη».

Πολλά από αυτά τα τραγούδια έγιναν γνωστά και στο εξωτερικό. Πως σας αντιμετώπιζαν οι ομογενείς στις συναυλίες που δίνατε;

Ο Έλληνας όπου και να βρίσκεται έχει ένα δόσιμο απίστευτο. Η ζεστασιά που μου έδειχναν είναι ανεξίτηλη στην καρδιά μου. Και την συνάντησα όπου πήγα και όσες φορές πήγα. Μόνο στην Αμερική πρέπει να έχω πάει 60 φορές.

Και όμως πάντα γυρνάγατε πίσω στην Ελλάδα. Γιατί;

Γιατί η Ελλάδα πράγματι είναι η ομορφότερη χώρα του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί λαοί θέλησαν να την κατακτήσουν. Είναι πλανεύτρα όχι μόνο για τις ομορφιές της αλλά και για τους ανθρώπους που έχει.

Τα σχόλια είναι κλειστά.