Ειδησεογραφικό site

Πώς να βρίζετε…στα Αρχαία Ελληνικά! – Το λεξιλόγιο που έχει «εξάψει» την ευρηματικότητα του διαδικτύου

4.162

‘Εχοντας ως «έμπνευση» το…απόφθεγμα του Ζουράρι «μας έχουν πρήξει τα μέζεα του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος» κάνει θραύση στο διαδίκτυο και έχει «εξάψει» την ευρηματικότητα χρηστών.

arxaioi-aggeio

Το…απόφθεγμα του Ζουράρι μας «έχουν πρήξει τα μέζεα του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος» κάνει θραύση στο διαδίκτυο και έχει «εξάψει» την ευρηματικότητα χρηστών που επιχειρούν να αποδώσουν στα αρχαία ελληνικά, αλά Ζουράρις, γνωστές …βρώμικες φράσεις.

Οι παλαιότεροι ίσως να θυμούνται το «τοις επι χρήμασι εκδιδομένης γυναικός το σιδηρούν κιγκλίδωμα». Υπάρχουν όμως και άλλες, πολλές. Δείτε μερικές από τις…ηπιότερες εκφράσεις:

Οδευε εις συνουσίαν
Ευμεγέθους σωματικής διάπλασης ατομικός εραστής
Τα εκ μεταξίου γενόμενα εσωενδύματα εκ μεταξίου γενόμενα οπίσθια απαιτούσι
Συγγνώμη εύειδες κοράσιον, ο σος πατήρ σακχαροπλάστης ετύγχανε ών;
Εκοπρίσθη η φοράς παρά τοις αλωνίοις
Λαβέ ταύτα Ελισσάβετ και ποίησέ τα επί πλαισίου ( Πάρτα Λίζα….)
Αφόδευε υψηλά και ηγνάντει

Οι βρισιές των Αρχαίων Ελλήνων
Βέβαια και οι Αρχαίοι Έλληνες κατέβαζαν όχι “καντήλια” αλλά τους Θεους του Ολύμπου!

Ιδού μερικές από τις πιο συνηθισμένες βωμολοχίες των προγόνων μας, οπως καταγράφονται το βιβλίο του Μάριου Βερέττα, «Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων»,

Α
ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα, κουνιστός [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
ΑΒΡΟΒΟΣΤΡΥΧΟΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείες κοτσίδες [ αβροβόστρυχος = αβρός(τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα)]
ΑΜΒΩΝ μουνόχειλο [ άμβων = ανά + βαίνω]
ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει το φαλλό [ ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
ΑΠΟΨΥΓΜΑ σκατό [απόψυγμα = αποψύχω (βγάζω κάτι έξω και το αφήνω να κρυώσει]
ΑΡΟΤΟΣ γαμίσι [ άροτος = όργωμα]

Β
ΒΔΕΩ κλάνω [βδέω = βρωμάω]
ΒΛΗΧΩ μουνάκι [ βληχώ = βληχή (βέλασμα, αρνάκι μαλλιαρό)]
ΒΟΥΒΟΝΙΩ καυλώνω [ βουβονιώ = βόμβων (πρήξιμο, φούσκωμα)]

Γ
ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα, γλείφω αιδοία [γλωττοδεψέω = γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
ΓΟΓΓΥΛΗ βυζί [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]

Δ
ΔΕΛΦΥΣ γυναικείο αιδοίο [ δελφύς = βολβός (αγριοκρεμμύδα)]
ΔΙΔΥΜΟΣ αρχίδι [ δίδυμος = δις + δύο]
ΔΡΟΜΑΣ πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]

Ε
ΕΔΡΟΣΤΡΟΦΟΣ κίναιδος που κουνάει τον κώλο του [εδρόστροφος = έδρα + στρέφω]
ΕΣΧΑΡΑ γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
ΕΥΠΥΓΟΣ γυναίκα με ωραία οπίσθια [εύπυγος = ευ + πυγή ]

Η
ΗΔΟΝΟΘΗΚΗ: το αιδοίo

Κ
ΚΑΣΣΩΡΙΣ πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
ΚΙΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά επιδεικνύοντας την ψωλή του [κίνουρης = κινέω + ουρά]
ΚΥΝΤΕΡΟΣ αναίσχυντος, θρασύς [κύντερος = από το κύων
ΚΥΩΝ πέος [ κύων = από το ρήμα κύω (γεννώ)]

Μ
ΜΑΝΙΟΚΗΠΟΣ γυναίκα που θέλει διαρκώς να κάνει σεξ [ μανιόκηπος = μανία + κήπος (αιδοίο)]
ΜΥΖΟΥΡΙΣ γυναίκα που βυζαίνει το πέος [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]
ΜΥΡΡΙΝΟΝ η τριχωτή περιοχή του αιδοίου [μυρρίνον = από το μύρρα (μυρτιά)]

Π
ΠΕΡΙΒΑΣΩ η γυναίκα που καβαλάει ερωτικά άνδρες[περιβασώ = περί + βαίνω]
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
ΠΟΣΘΩΝ άνδρας με μεγάλο πέος [ πόσθων = από το πόσθη(πέος)]
ΠΥΓΙΣΤΗΣ κωλομπαράς [πυγιστής = από την πυγή]

Ρ
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ άνδρας που εκτομίζει ακατάπαυστα βλακείες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)].

Πηγή: thetoc.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.