Ειδησεογραφικό site

Γιώργος Χρονάς στο «Κ»: Δεν ζούμε σε πύργους, είμαστε στους δρόμους

80

Της Πέννυς Κροντηρά

«Είμαστε ένας έξυπνος λαός που δεν ζει σε πύργους αλλά στους δρόμους. Ο κόσμος ξέρει ποιοι του λένε ψέματα και ποιοι αλήθεια» αναφέρει στο «Καρφί» ο καταξιωμένος Έλληνας ποιητής Γιώργος Χρονάς, ο οποίος είναι υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας με το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη.

Ο Γιώργος Χρονάς γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1948, στον Πειραιά, και από το 1973, που εμφανίστηκε στα γράμματα, έχει εκδώσει είκοσι πέντε βιβλία με ποιήματα, πεζά, θέατρο. Συμβασιούχος από το 1979 στην Ελληνική Ραδιοφωνία, ξεκίνησε από το Τρίτο Πρόγραμμα, επί Μάνου Χατζιδάκι, και πήγε στο Δεύτερο, στο Πρώτο (1981-1998) και ξανά στο Τρίτο Πρόγραμμα κάνοντας ραδιοφωνικές εκπομπές, όπως και στην τηλεόραση της ΕΡΤ, όπου εργάστηκε ως αρχισυντάκτης εκπομπών για το βιβλίο. Ποιήματά του και πεζά έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ εκατόν είκοσι τραγούδια του έχουν μελοποιηθεί από Έλληνες συνθέτες. Τον Φεβρουάριο του 1981 εξέδωσε το περιοδικό «Οδός Πανός», τις ομώνυμες εκδόσεις, καθώς και τις Εκδόσεις Σιγαρέτα. Από τον Μάρτιο του 2009 έως τον Δεκέμβριο του 2011 ήταν διευθυντής στο ένθετο «Βιβλιοθήκη – Καταφύγιο θηραμάτων», της «Ελευθεροτυπίας». Τον Δεκέμβριο του 2011 έλαβε το Βραβείο Καβάφη και τον Φεβρουάριο του 2013 τιμήθηκε από τον Δήμο Πειραιά για την προσφορά του στα Πειραϊκά Γράμματα. Από χθες κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Τρεις γυναίκες και ο ποιητής», ενώ μέσα στο 2016 αναμένεται η κυκλοφορία άλλων δύο.

Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με την ποίηση και από πού αντλείτε την έμπνευσή σας;

Ήμουν ένας καλός μαθητής στα αρχαία και τα νέα ελληνικά. Αγαπούσα τη γνώση και διάβαζα αρκετά. Η αγάπη μου προς την τέχνη ερχόταν μέσα από το πρίσμα του αναγνώστη. Ήθελα να γράφω ποιήματα που θα τα ενέκρινα ως αναγνώστης. Ενώ γεννήθηκα το 1948, εμφανίστηκα στην τέχνη το 1973. Επιθυμούσα να περιγράψω τον τρόπο που εγώ σκέφτομαι, αντικρίζω τα πράγματα γύρω μου και έχω καταλάβει από τη ζωή.

Έχετε γνωρίσει σπουδαίους ανθρώπους της τέχνης, όπως τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, τον Κατσαρό, τον Ασλάνογλου, τον Χριστιανόπουλο, τον Γκάτσο. Τι σας έχει μείνει ως ανάμνηση από την επαφή μαζί τους;

Αυτοί οι άνθρωποι είναι «Μύθοι», που είχα την τύχη να τους γνωρίσω και να τους υπηρετήσω. Εγώ υπηρετώ τους φίλους μου. Ο Τσαρούχης με έχει αναφέρει σε δύο μεγάλους δικηγόρους των Αθηνών ως «κληρονόμο» του γραπτού του λόγου. Μετά το μετέφερε στο Ίδρυμα Τσαρούχη, που είναι μια μεγάλη τιμή για εμένα από ένα Δάσκαλο. Η επαφή μαζί τους ήταν μαγική. Υπήρξαν δύσκολοι και σκληροί άνθρωποι-δάσκαλοι, ιδιαίτερα ο Τσαρούχης και ο Χατζιδάκις, πρώτα με τον εαυτό τους και κατά συνέπεια με τους υπολοίπους, γιατί ήθελαν να γίνουν καλύτεροι. Αυτοί οι άνθρωποι διδάσκανε τη ζωή περισσότερο από την τέχνη. Έχω το προνόμιο να είμαι ο εαυτός μου και ό,τι πέτυχα στη ζωή μου το οφείλω στον χαρακτήρα μου και ό,τι δεν πέτυχα επίσης στον χαρακτήρα μου το οφείλω. Του Τσαρούχη του έλεγα –και του άρεσε– ότι η «σκιά σου είναι μεγαλύτερη από το σώμα σου». Όπως για τον εαυτό μου του ανέφερα ότι πολύ λίγοι άνθρωποι μπορεί να δούνε ζώντες την κηδεία τους και εγώ είμαι ανάμεσα σε αυτούς. Είμαι ένας νεκρός άνθρωπος που βλέπω, ακούω και γράφω.

Τι σας κέρδισε στο Ποτάμι;

Εγώ τον Σταύρο Θεοδωράκη τον διάβαζα ως δημοσιογράφο και τον έβλεπα ως ρεπόρτερ στην τηλεόραση. Με ενδιέφεραν τα θέματά του, που ήταν εκτός εμπορίου. Μου αρέσει που λέει ότι χωρίς ένσημα και χωρίς να έχει δουλέψει, δεν μπορεί να γίνει κανένας υπουργός. Είναι υγιής, δεν έχει πάρει κιλά, μιλώντας Πυθαγόρεια, και έτσι έχει υγιές μυαλό. Η σχέση μας είναι πολύ αρμονική. Τον γνωρίζω προσωπικά εδώ και εφτά χρόνια. Μου είχε γίνει πρόταση να μπω στο Ποτάμι και πριν από τις εκλογές, αλλά είχα πει «όχι». Τώρα η εσωτερική μου φωνή είπε ευθέως και άμεσα «ναι», γιατί, ξέρετε, ο τολμών νικά. Η φωνή είναι αυτή που με προστατεύει τόσα χρόνια που έχω γεννηθεί. Είναι μια άλλη φωνή από εμένα. Εξάλλου, δεν έχω φοβίες ούτε κόμπλεξ, προσπαθώ να βελτιώνομαι συνέχεια για τον εαυτό μου και όσους συνδιαλέγονται μαζί μου. Ο κόσμος ξέρει ποιοι του λένε ψέματα και ποιοι αλήθεια. Είμαστε ένας έξυπνος λαός που δεν ζει σε πύργους αλλά στους δρόμους.

Τι θα προτείνατε ως προσωπικότητα που συμμετέχετε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του Ποταμιού;

Θα φρόντιζα να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να μειωθεί ο αριθμός ανεργίας από διψήφιος σε μονοψήφιο. Ο τουρισμός, ο καιρός και η γη στην Ελλάδα είναι η λύση. Δεν μπορεί το ελληνικό κράτος να κυνηγά την επένδυση, γιατί είναι τεμπέλικο. Μελωδία fm, Δίεση, φραπές και τα πόδια πάνω στην καρέκλα. Δεν κατηγορώ κανέναν δημόσιο υπάλληλο, αλλά τα επιπλέον άτομα πρέπει να πάνε σε άλλες θέσεις. Όλοι μιλούν για το Δημόσιο, γιατί είναι οι βέβαιες ψήφοι. Επίσης, όλη η ζωή στην Ελλάδα έχει μεταφερθεί στην καλλιτεχνία, λες και δεν υπάρχει τυροπιτάς, βιοτεχνία που κάνει παπούτσια, πουκάμισα και άλλα. Όλοι είμαστε σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, οργανοπαίχτες και δημοσιογράφοι. Θα έδινα κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις. Όταν γίνονται επενδύσεις στη Ρωσία και την Κίνα, γιατί στην Ελλάδα τις εμποδίζουν οι Έλληνες οι λεγόμενοι Σοβιετικοί και Βορειοκορεάτες;

Ποιο είναι το μέλλον των νέων της Ελλάδας;

Εφόσον ζω ελπίζω! Τα νέα παιδιά ελπίζω ότι θα βρουν δουλειά, αλλά δεν μπορούμε να κλείνουμε το εργοστάσιο στις Σκουριές και να ζουν μέσα στις στοές ένα σωρός κόσμος και από την άλλη να ζητάμε θέσεις εργασίας. Η κ. Βαλαβάνη δεν μπορεί να λέει ότι η ανάπλαση του Ελληνικού, που θα προσφέρει 50.000 θέσεις εργασίας, είναι έργο πολυτέλειας, γιατί δεν γίνεται να σπουδάσουν όλοι γιατροί και πανεπιστήμονες. Σκέφτονται για λογαριασμό των Ελλήνων άνθρωποι με νοοτροπία σοβιέτ και Βορειοκορεατών. Εύχομαι μετά τις εκλογές που έρχονται να επικρατήσουν μυαλά καθαρά και δυνατά.

—————————————————————————

Ποίημα από τη συλλογή «Τα μαύρα τακούνια» του 1979, που διάβαζα στη Μαλβίνα Κάραλη και της άρεσε:

Θα παίζουν όπως τότε τα γραμμόφωνα,

τότε που έφυγε η Ρίτα και μείναμε μονάχες

μέσα στα μπορντέλα.

Δεν είχαμε ανθρώπους∙ ο Νίκος μόλις είχεν έρθει

από τις φυλακές, κι ο Σίμος γύριζε καρότσια με παιδιά

σε λούνα παρκ της επαρχίας

Είχαμε βγει πρωί στις πόρτες και περνάγαμε στις χτένες

τα μαλλιά μας

Θέλαμε μικρόφωνα, πλερέζες ριγμένες στις ωμοπλάτες,

αρώματα ακριβά για τα κορμιά μας.

Α, Τζένη, τι έπρεπε να κάνουμε; Γέμιζε η αγορά

ψόφια άλογα αρσενικά και μεις με τσάντες ζητάγαμε

ψάρια.

Γιώργος Χρονάς

Τα σχόλια είναι κλειστά.