Ειδησεογραφικό site

Τα εκλογικά συστήματα στη μεταπολίτευση

364

Το κόψε-ράψε στην ιστορία της ελληνικής κάλπης

Στην Πέννυ Κροντηρά

Η ιστορία των ελληνικών εκλογικών συστημάτων είναι το ίδιο πλούσια με αυτήν των ελληνικών εκλογών. Η συνταγματική καθιέρωση της καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας το 1864 οδήγησε στην σχεδόν αμετάβλητη χρήση του πλειοψηφικού του σφαιριδίου από το 1865 έως και το 1923. Ωστόσο, με τη γενικευμένη εισαγωγή του ψηφοδελτίου από το 1926 εγκαινιάστηκε μία περίοδος όπου το εκλογικό σύστημα άλλαζε σχεδόν πάντα πριν από τις επόμενες εκλογές, ανάλογα με τους σχεδιασμούς της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι το 1990 σπάνια δύο διαδοχικές αναμετρήσεις διεξάχθηκαν με το ίδιο ακριβώς εκλογικό σύστημα.

Αναλύει ο Παναγιώτης Κουστένης, Μαθηματικός – Δρ. Πολιτικής Επιστήμης

Στις αρχές της Μεταπολίτευσης το εκλογικό σύστημα ακολούθησε τη δομή των «διαδοχικών κατανομών», στη μορφή υπό την οποία είχε ουσιαστικά παγιωθεί από το 1958 και με την παράλληλη οριστικοποίηση σχεδόν της οριοθέτησης των εκλογικών περιφερειών. Συγκεκριμένα, οι έδρες κατανέμονταν με τη μέθοδο του εκλογικού μέτρου, δηλαδή του μέσου απαιτούμενου αριθμού ψήφων ανά έδρα (όπως αυτός προκύπτει από την σχετική διαίρεση κατά περιφέρεια)  με τον κάθε συνδυασμό να λαμβάνει τόσες έδρες όσες φορές οι ψήφοι του συμπληρώνουν το εκλογικό μέτρο. Η διαδικασία αυτή εξελισσόταν σταδιακά, αρχικά στις πρωτοβάθμιες εκλογικές περιφέρειες (νομούς, «Α’ Κατανομή») και στη συνέχεια επαναλαμβανόταν σε ευρύτερο γεωγραφικό επίπεδο για τις αδιάθετες έδρες, με βάση τα σύνολα των ψήφων των διαφόρων συνδυασμών, πρώτα στις εφετειακές περιφέρειες (γεωγραφικά διαμερίσματα, «Β’ Κατανομή») και στη συνέχεια στην Επικράτεια («Γ’ Κατανομή») για τις τελικώς αδιάθετες έδρες.

Με τον παραπάνω τρόπο, ουσιαστικά οι συσχετισμοί της εκλογικής δύναμης αναπαράγονταν διπλά και τριπλά και εν τέλει διογκώνονταν στο επίπεδο της κατανομής των εδρών. Ταυτόχρονα, προβλεπόταν συνήθως και η εισαγωγή υψηλών φραγμών για τη συμμετοχή του τρίτου και των λοιπών μικρότερων κομμάτων στην Β’ και Γ’ Κατανομή. Σε αυτούς τους («ενισχυμένους») φραγμούς, όπως πρωτοκαθιερώθηκαν το 1951, οφείλεται και η ονομασία αυτού του τύπου των εκλογικών συστημάτων υπό τον ψευδεπίγραφο όρο «Ενισχυμένη Αναλογική». Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μία κλιμακούμενη εκπροσώπηση, συνήθως αισθητά ενισχυμένη για το πρώτο κόμμα και δευτερευόντως για το δεύτερο (εφόσον αυτό λάμβανε ένα ποσοστό της τάξης του 25%-30%), ενώ αντίθετα  προέκυπτε να είναι σημαντικά μειωμένη για τα μικρότερα. Για παράδειγμα, μία κατανομή ψήφων 50%-35%-15% οδηγούσε σε μία κατανομή εδρών της τάξης των 170-110-20 (δηλαδή σε ποσοστά 57%-37%-7%). Εν τέλει, τα εν λόγω εκλογικά συστήματα οδηγούσαν κατά κανόνα στην ανάδειξη αυτοδύναμων κυβερνήσεων, εφόσον το πρώτο κόμμα υπερέβαινε το 40% και ταυτόχρονα εξασφάλιζε μία διακριτή διαφορά από το δεύτερο (άνω του 3%). Η αυτοδυναμία μπορούσε δε να εξασφαλιστεί και με αρκετά χαμηλότερα ποσοστά αν η διαφορά των δύο μεγαλύτερων κομμάτων ήταν ακόμα πιο διευρυμένη.

Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε το εκλογικό σύστημα του 1974, όπως αυτό καθορίστηκε από την κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» υπό τον Κ. Καραμανλή (με το Ν.Δ. 65/1974), με κάποιες κρίσιμες όμως μεταβολές που αφορούσαν το εκλογικό μέτρο, την καθιέρωση των εδρών Επικρατείας και κυρίως την αύξηση των φραγμών της Β’ και Γ’ Κατανομής (αλλά πλέον και του ψηφοδελτίου Επικρατείας) σε 17%. Αντίθετα δηλαδή με τη σταδιακή χαλάρωση του στρεβλωτικού χαρακτήρα της «Ενισχυμένης Αναλογικής», που είχε προωθηθεί την περίοδο 1961-1964, η κυβέρνηση επέλεξε έναν αυστηρότερο τύπο εκλογικού συστήματος με προφανή σκοπό την περεταίρω ενίσχυση της ΝΔ ως πρώτου κόμματος και τη συγκέντρωση της πλειοψηφίας των 200 βουλευτών, ώστε να εξασφαλίσει τον απόλυτο έλεγχο της μεταπολιτευτικής διαδικασίας ενόψει της ψήφισης του Συντάγματος του 1975. Εντέλει, στις δημοψηφισματικού χαρακτήρα εκλογές που ακολούθησαν (υπό το επιγραμματικό σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς»), η ΝΔ με 54,37% των ψήφων πέτυχε άνετα να εκλέξει 220 βουλευτές (το 73,3%), ενώ με τα συστήματα του 1961-1964 το αντίστοιχο αποτέλεσμα θα ήταν αρκετά οριακό (θα λάμβανε 201-203 έδρες).

Σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο ωστόσο διενεργήθηκαν οι επόμενες εκλογές του 1977, γεγονός που συμβάδιζε και με την χαλάρωση του εκλογικού συστήματος μέσω της εκ νέου αλλαγής του εκλογικού μέτρου με την επαναφορά της ρήτρας του «+1» (όπως ήταν το 1961-1964). Για να καταδειχθεί η διαφορά, θα αναφερθεί το παράδειγμα μίας 4-εδρικής περιφέρειας όπου τρία κόμματα λαμβάνουν 42%, 36% και 22%. Με το απλό εκλογικό μέτρο (μέσο απαιτούμενο ποσοστό ανά έδρα 25%) δίνονται από μία έδρα στους δύο πρώτους και οι άλλες δυο μένουν αδιάθετες για τη Β’ Κατανομή. Αντίθετα, με το «+1», η διαίρεση γίνεται με τον αριθμό 5 (=4+1) και το εκλογικό μέτρο μειώνεται σε 20%, με τις 4 έδρες να κατανέμονται εξ ολοκλήρου σε 2,1 και 1. Έτσι αφενός μειώνεται η βαρύτητα της Β’ Κατανομής και αφετέρου το μικρότερο από τα τρία κόμματα λαμβάνει μία έδρα, την οποία δεν θα μπορούσε να κερδίσει αλλιώς εφόσον δεν συμμετείχε στη Β’ Κατανομή.

Με αυτόν τον τρόπο τα μικρότερα κόμματα (εκτός 1ου-2ου, δηλαδή ΕΔΗΚ, ΚΚΕ, Εθν. Παράταξη, Συμμαχία, Κ. Νεοφιλελευθέρων) κέρδισαν συνολικά 35 έδρες αντί 23 που θα λάμβαναν με το σύστημα του 1974. Όμως, η «φιλελευθεροποίηση» αυτή του εκλογικού συστήματος μείωσε αισθητά την υπερεκπροσώπηση της ΝΔ, η οποία με 41,8% κέρδισε μόνο 172 έδρες (αντί 182 που θα της εξασφάλιζε το σύστημα του 1974). Αυτή η απώλεια της πλειοψηφίας των 180 βουλευτών, που ήταν απαραίτητη για τον Κ. Καραμανλή στον σχεδιασμό μεταπήδησής του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, οδήγησε από το 1978 στον σταδιακό προσεταιρισμό βουλευτών του Κέντρου και της Ακροδεξιάς από τη ΝΔ, σε μία διαδικασία που έμεινε ιστορικά γνωστή ως «διεύρυνση». Το κρισιμότερο πάντως στοιχείο των εκλογών του 1977 ήταν η ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ σε αξιωματική αντιπολίτευση, προάγγελος της νίκης του στις επόμενες εκλογές του 1981, όπου με το ίδιο εκλογικό σύστημα και με 48,1% έλαβε 170 έδρες.

Σχεδόν άμεσα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υλοποίησε δύο από τις δεσμεύσεις της για τον εκλογικό νόμο: την μείωση του ορίου ηλικίας του «εκλέγειν» στα 18 έτη (Ν. 1224/1981) και την κατάργηση του σταυρού προτίμησης (Ν. 1303/1982). Ωστόσο, η εξαγγελθείσα υιοθέτηση αμιγώς αναλογικού εκλογικού συστήματος («Απλής Αναλογικής») έμεινε αρχικά μετέωρη, ενώ οι σχετικές συζητήσεις που ξεκίνησαν στα τέλη του 1984 κατέληξαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Διότι παρά την πλήρη κατάργηση των φραγμών για τη Β’ Κατανομή, ως στροφή επί το αναλογικότερο, το κρισιμότερο στοιχείο του νέου συστήματος ήταν η ο σχεδόν πλειοψηφικός χαρακτήρας της Γ’ Κατανομής, όπου το πρώτο κόμμα θα έπαιρνε πλέον απευθείας τις αδιάθετες έδρες στις περιφέρειες που πλειοψηφούσε και τοπικά. Έτσι από το σύνολο των 15-25 εδρών που συνήθως έμεναν για τη Γ’ Κατανομή, το πρώτο κόμμα θα έπαιρνε τουλάχιστον το 80%, γεγονός που θα του εξασφάλιζε περίπου με βεβαιότητα την αυτοδυναμία για ένα ποσοστό άνω του 40%, ακόμα και με μικρή διαφορά από το δεύτερο (άνω του 1%). Προφανώς, η εν λόγω μεταβολή (Ν. 1516/1985) είχε ως αφετηρία τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών του 1984, τα οποία με το σύστημα του 1981 θα έδιναν στο ΠΑΣΟΚ ακριβώς 150 έδρες , με ποσοστό 41,6% έναντι 38,1% της ΝΔ. Στην πράξη βέβαια, η αλλαγή αυτή δεν αποδείχθηκε τόσο απαραίτητη, αφού στις εκλογές του επόμενου Ιουνίου η διαφορά με τη ΝΔ θα διευρύνονταν πάλι (σε 45,8% προς 40,8%), με το ΠΑΣΟΚ να καταλαμβάνει άνετα τελικά 161 έδρες (με το προηγούμενο σύστημα θα είχε 158). Από την άλλη, αξίζει να επισημανθεί ότι η κατάργηση των φραγμών δεν απέφερε παρά μία μόλις επιπλέον έδρα στο ΚΚΕ από το ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Γεγονός που αποδείκνυε ότι ο κυριότερος στρεβλωτικός παράγοντας της Ενισχυμένης Αναλογικής δεν ήταν η θέσπιση των φραγμών, αλλά ο υπολογισμός της Β’ και Γ’ Κατανομής εκ νέου με βάση τα σύνολα των ψήφων.

Σε αυτόν όμως τον παράγοντα ήταν που κυρίως εντοπίστηκε η νέα μεταβολή του εκλογικού συστήματος τον Μάρτιο του 1989, μαζί με την επαναφορά του σταυρού προτίμησης και υπό το βάρος του σκανδάλου Κοσκωτά. Πλέον η Β’ Κατανομή θα διενεργούνταν όχι επί των συνόλων, αλλά επί των (αχρησιμοποίητων) υπολοίπων των ψήφων από την Α’ Κατανομή, όπως ακριβώς συνέβαινε και με την Αναλογική του Μεσοπολέμου. Κατά αυτόν τον τρόπο, η Β’ Κατανομή θα λειτουργούσε πλέον αντισταθμιστικά, εξισορροπώντας δηλαδή των ωφέλεια των δυο μεγαλύτερων κομμάτων από την Α’ Κατανομή, υπέρ των μικρότερων. Παρόλα αυτά, η διατήρηση της ρήτρας του «+1» στο εκλογικό μέτρο εξακολουθούσε να κρατά μειωμένη τη βαρύτητα της Β’ Κατανομής, άρα και την διορθωτική της αυτή λειτουργία. Έτσι, στις εκλογές του Ιουνίου με ποσοστά 44,3%-39,1%-13,1% μεταξύ ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, η κατανομή των εδρών ήταν 145-125-28 αντίστοιχα, ενώ χωρίς το «+1» θα ήταν 136-118-41, γεγονός που θα έδινε ίσως και άλλες προοπτικές κυβερνητικών λύσεων πέραν της κυβέρνησης Τζανετάκη. Φανερός στόχος της αλλαγής αυτής του εκλογικού συστήματος ήταν η παρεμπόδιση της αυτοδυναμίας της ΝΔ, κάτι το οποίο επετεύχθη απόλυτα. Χρειάστηκε δύο φορές η επανάληψη των εκλογών ώστε η ΝΔ με 46,9% να λάβει μόλις 150 έδρες και την ψήφο του Θ. Κατσίκη της ΔΗΑΝΑ για να σχηματίσει κυβέρνηση.

Άμεση προτεραιότητα της νέας εύθραυστης κοινοβουλευτικά (αλλά ισχυρής ακόμα εκλογικά) κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν λογικό να είναι η εκ νέου μεταβολή του εκλογικού συστήματος, η οποία προωθήθηκε με τον Ν. 1907/1990. Κατά βάση επρόκειτο για την επαναφορά του Ν. 1516/1985 του ΠΑΣΟΚ, με την πλειοψηφική Γ’ Κατανομή, με δύο κρίσιμες όμως προσθήκες. Η μία ήταν η εισαγωγή του ορίου του 3% για την είσοδο στο κοινοβούλιο, μετά από την σχετική επιτυχία διαφόρων μικρών σχηματισμών στις εκλογές του 1989-1990 (ΔΗΑΝΑ, Οικολόγοι και κυρίως οι ανεξάρτητοι Μουσουλμανικοί συνδυασμοί σε Ροδόπη και Ξάνθη). Η δεύτερη προσθήκη αφορούσε την λεγόμενη «Εξομάλυνση», δηλαδή την πρόβλεψη ότι κάθε κόμμα θα λάμβανε τουλάχιστον το 70% που αναλογικά θα αντιστοιχούσαν το ποσοστό του, με τις απαραίτητες έδρες για αυτό να τις λαμβάνει από το αμέσως ισχυρότερο (διαδοχικά όλα τα μικρότερα κόμματα εν τέλει από το δεύτερο). Αυτή η ρύθμιση είχε ως προφανή στόχο την διατήρηση της εκπροσώπησης της Αριστερά στα επίπεδα του 1989-1990, όπου πχ ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ τον Απρίλιο του 1990 με 10,3% έλαβε 21 έδρες μαζί με τις μονοεδρικές, δηλαδή το 7%, ενώ με όλα τα προγενέστερα συστήματα όπως και με αυτό το 1985 θα λάμβανε 10-12. Έτσι, επρόκειτο ουσιαστικά για ένα σύστημα που διατηρούσε την πριμοδότηση της αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος, ακόμα και με μικρή διαφορά από το δεύτερο (χαρακτηριστικά το 2000, το ΠΑΣΟΚ έλαβε 158 έδρες με 43,8% έναντι 42,7% της ΝΔ). Ταυτόχρονα όμως διατηρούσε την αναλογικότερη εκπροσώπηση για την Αριστερά, αλλά αποκλειστικά εις βάρος του δεύτερου κόμματος, που εκείνη τη στιγμή αναμενόταν να είναι το ΠΑΣΟΚ, διευρύνοντας έτσι το χάσμα των εδρών του με το πρώτο σε βαθμό πρωτοφανή για αναλογικού τύπου εκλογικά συστήματα. Ωστόσο, με τη διάσπαση αρχικά του ενιαίου Συνασπισμού, την μεταστροφή του κλίματος εναντίον της κυβέρνησης Μητσοτάκη και τις ενδοκυβερνητικές διεργασίες που κατέληξαν στη διασπαστική ίδρυση της Πολιτικής Άνοιξης (η οποία με την «Εξομάλυνση» προσέβλεπε σε ρόλο σχεδόν ρυθμιστικό, όπως περίπου συνέβη αργότερα με το ΔΗΚΚΙ και το ΛΑΟΣ), το πολιτικό τοπίο άλλαξε άρδην και η ΝΔ έπεσε θύμα των ίδιων της των σχεδιασμών. Καθώς με αυτό το εκλογικό σύστημα, το ΠΑΣΟΚ έμελλε όχι απλώς να επανέλθει στην εξουσία το 1993, αλλά και να την διατηρήσει για 11 χρόνια, εξασφαλίζοντας μια πολιτική κυριαρχία, χρονικά τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνην της συντηρητικής παράταξης στην προδικτατορική περίοδο (1952-1963). Διότι ο Ν. 1907/1990 ήταν ο μόνος εκλογικός νόμος μετά το 1926 που διατηρήθηκε για 14 χρόνια και ίσχυσε αμετάβλητος σε 4 διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις βάζοντας τέρμα στην παράδοση της αλλαγής του στο τέλος κάθε τετραετίας. Στο ίδιο δε «εκσυγχρονιστικό» πνεύμα κινήθηκε και η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, μετά από την οποία απαιτείται διευρυμένη πλειοψηφία 200 βουλευτών ώστε ένας καινούργιος εκλογικός νόμος να είναι άμεσα εφαρμοστέος (Άρθρο 54, παρ. 1).

Η νέα τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας το 2004, με τον Ν. 3231/2004 του Υπ. Εσωτερικών Κ. Σκανδαλίδη, είχε ως κύριο σκοπό τον απόλυτο εξορθολογισμό της λειτουργίας του εκλογικού συστήματος όπως περιγράφτηκε παραπάνω. Η μεθοδολογική καινοτομία έγκειται στο ότι η τελική κατανομή των εδρών δεν ήταν πλέον το αποτέλεσμα των σταδιακών κατά τόπους κατανομών, αλλά η αφετηρία, ακολουθώντας τη λογική της «εθνικής κατανομής», κατά τα πρότυπα του γερμανικού εκλογικού συστήματος. Το σύνολο δηλαδή των εδρών μοιράζεται στα κόμματα πρώτα με βάση την εθνική δύναμή τους και στη συνέχεια προσδιορίζεται η διαδικασία του τοπικού επιμερισμού τους στις διάφορες εκλογικές περιφέρειες. Συγκεκριμένα, για την εθνική αυτή κατανομή προβλέπεται αφενός ο αναλογικός επιμερισμός των 260 εδρών και αφετέρου η απευθείας («πλειοψηφική») απόδοση των υπολοίπων 40 ως «μπόνους» στο πρώτο κόμμα, ανεξαρτήτως του ποσοστού του και της διαφοράς του από το δεύτερο. Αυτό το «μικτό» ουσιαστικά (αναλογικό και πλειοψηφικό) εκλογικό σύστημα ισχύει μέχρι σήμερα, με μοναδική τροποποίηση την αύξηση του μπόνους στις 50 έδρες και τον αποκλεισμό των συνασπισμών από αυτό, μετά την μεταρρύθμιση Παυλόπουλου το 2008. Σε αυτήν ακριβώς τη μορφή εφαρμόζεται από το 2012, οδηγώντας ουσιαστικά σε αυτοδυναμία το πρώτο κόμμα εφόσον αυτό ξεπεράσει ένα ποσοστό της τάξης του 38% περίπου (παλιότερα 40%, με το μπόνους των 40), ανάλογα και με το ποσοστό των κομμάτων που δεν ξεπερνούν το 3%. Από την άλλη όμως εξισώνει απόλυτα την υποεκπροσώπηση των μικρότερων κομμάτων με αυτήν του δεύτερου και μάλιστα σε επίπεδα σαφώς ανώτερα της «Εξομάλυνσης» (τουλάχιστον στο 83% της αναλογικής τους εκπροσώπησης σήμερα, πάνω από 87% παλιότερα) επιτυγχάνοντας δηλαδή έναν αυξημένο συγκερασμό μεταξύ κυβερνησιμότητας και αναλογικότητας. Με αυτόν τον τρόπο ωστόσο διευρύνεται ακόμα περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα σε επίπεδο εδρών, ειδικά για διαφορές ψήφων μικρότερες του 4-5% μεταξύ τους.

Αν όμως ένα τέτοιο σύστημα ήταν λειτουργικό σε ένα πλαίσιο τεσσάρων ή πέντε κομμάτων, με ισχυρό δικομματισμό (της τάξης του 80% αθροιστικά), η εφαρμογή του μετά τις εκλογές του 2012 σε κατακερματισμένο εκλογικό τοπίο ανέδειξε πολλές παρενέργειές του, ειδικά λόγω της προκαθορισμένης έκτασης του μπόνους. Κορυφαίο παράδειγμα οι εκλογές του Μαΐου του 2012, όπου η ΝΔ ως πρώτο κόμμα με 18,9% είχε διπλάσια εκπροσώπηση (108 έδρες – 36%),  τα υπόλοιπα κόμματα εντός Βουλής με 62% συνολικά είχαν σχεδόν αναλογική (192 έδρες – 64%) και το υπόλοιπο 19,1% του εκλογικού σώματος μηδενική (σε κόμματα εκτός Βουλής). Παρόλα αυτά, οι παρενέργειες ενός τέτοιου εκλογικού συστήματος δεν εντοπίζονται μόνο στη συνολική κατανομή αλλά και στην τοπική, αφενός με την υπέρμετρη υπερεκπροσώπηση του πρώτου κόμματος κυρίως σε 4-εδρικές και 5-εδρικές (όπου και καταλήγουν οι περισσότερες έδρες του μπόνους) και αφετέρου με την συχνή υπερεκπροσώπηση μικρότερων κομμάτων (π.χ. του 5ου ή του 6ου) εις βάρος μεγαλύτερων (π.χ. του 3ου ή του 4ου ή ακόμα και του 2ου) συνήθως στις πολυεδρικές περιφέρειες (άνω των 6 εδρών), φαινόμενα που εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι τώρα και έχουν καταδειχτεί πολλαπλά.

Πρέπει να σημειωθεί πάντως, ότι η κατά γράμμα εφαρμογή των παλαιότερων εκλογικών συστημάτων της Μεταπολίτευσης (πλην του 1989-1990) στο παρόν εκλογικό τοπίο θα οδηγούσε σε ακόμα σημαντικότερες στρεβλώσεις υπέρ των δύο ισχυρότερων κομμάτων και σε ακόμα πιο πλασματικές πλειοψηφίες. Γενικότερα, για την κατάδειξη της συγκριτικής λειτουργίας των εκλογικών συστημάτων της Μεταπολίτευσης παρατίθεται ο παρακάτω Πίνακας, που παρουσιάζει την κατανομή των εδρών, με την υποθετική εφαρμογή όλων των εκλογικών συστημάτων της περιόδου στα αποτελέσματα του περασμένου Σεπτεμβρίου.

Ο νέος εκλογικός νόμος που έφερε στη Βουλή η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει την πλήρη κατάργηση του μπόνους, γεγονός που άλλωστε είναι και απόλυτα συμβατό με τις αρχές της Αριστεράς. Ωστόσο, η διατήρηση όλων των διατάξεων που αφορούν τη διαδικασία της τοπικής κατανομής, ενδέχεται να οδηγήσει σε παρόμοια και περίπου ισοδύναμα τοπικά παράδοξα. Και το κυριότερο δυσχεραίνει κατά πολύ την προοπτική της κυβερνησιμότητας καθώς πλέον με ένα εκλογικό αποτέλεσμα σαν το τελευταίο θα χρειάζεται η συνεργασία τουλάχιστον τεσσάρων κομμάτων (εξαιρώντας ΚΚΕ και Χρυσή Αυγή, για διαφορετικούς λόγους το καθένα), όπως φαίνεται και στον επόμενο Πίνακα. Από την άλλη όμως, η εκπροσώπηση των κομμάτων που περνούν το 3% εξισορροπείται και θα εξαρτάται πλέον σχεδόν αποκλειστικά από την εκλογική δύναμη του καθενός και όχι από τη σειρά του. Το αίτημα της κυβερνησιμότητας με αυτόν τον τρόπο μετατίθεται από το επίπεδο τον κοινοβουλευτικών συσχετισμών ουσιαστικά στον ίδιο τον πολίτη, προσδίδοντας αυξημένη βαρύτητα στην ψήφο του. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η διακομματική συναίνεση για την ψήφιση του νέου νόμου δεν ήταν αναγκαία μόνο για την άμεση εφαρμογή του, αλλά θα αποδειχθεί απαραίτητη και για την πολιτική του επιτυχία και λειτουργικότητα στην πράξη.

ΣΥΡΙΖΑ ΝΔ ΧΑ ΔΗΜ. ΣΥΜΠ ΚΚΕ ΠΟΤΑΜΙ ΑΝΕΛ ΕΚ ΛΑΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ ΕΠΑΜ
Ψήφοι % 35,5% 28,1% 7,0% 6,3% 5,6% 4,1% 3,7% 3,4% 2,9% 0,8% 0,8%
Σύστημα 1974 164 122 4 2 2 2 1 2 1    
Σύστημα 1977-1981 166 118 5 2 3 2 1 2 1    
Σύστημα 1985 181 96 8 4 4 3 1 2 1    
Σύστημα 1989-1990 123 92 19 17 13 11 10 7 6 1 1
Σύστημα 1993 182 58 14 13 11 8 7 7      
Σύστημα 2007-2009 139 78 19 18 15 11 10 10      
Σύστημα 2012-2015 145 75 18 17 15 11 10 9      
Νέο Σύστημα (χωρίς Μπόνους) 114 90 22 20 18 13 12 11      

 

Συγκριτική εφαρμογή εκλογικών συστημάτων της Μεταπολίτευσης

επί των εκλογικών αποτελεσμάτων του Σεπτεμβρίου 2015

 

 

Τα σχόλια είναι κλειστά.