Ειδησεογραφικό site

Πληγώθηκα από την «πρώτη φορά Αριστερά»

122

«Είμαι από αυτούς που πίστεψαν στην “πρώτη φορά Αριστερά” και τους τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια», δηλώνει στο «Κ» ο ηθοποιός Γεράσιμος Σκιαδαρέσης. Στη συνείδησή μας έχει καταγραφεί ως κωμικός ηθοποιός έχοντας χαρίσει στο κοινό στιγμές απόλαυσης και όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, η κωμωδία του αρέσει πολύ, χωρίς όμως να εγκλωβίζεται μόνο σε αυτό το είδος της υποκριτικής τέχνης.

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την τέχνη της υποκριτικής;

Τελείως τυχαία. Όταν έδωσα οικονομικά και αρχιτεκτονική και δεν πέρασα, ήθελα να πάρω μια αναβολή για τον στρατό και έτσι γράφτηκα σε δραματική σχολή. Δεν είχα καμία ιδιαίτερη διάθεση να γίνω ηθοποιός. Ήμουν καλός θεατής, έβλεπα ταινίες και μου άρεσε πολύ το σινεμά. Μπαίνοντας στη σχολή, όταν γνώρισα το αντικείμενο είδα ότι με ενδιέφερε πάρα πολύ. Στάθηκα τυχερός, γιατί εντελώς συμπτωματικά βρήκα αυτό που μου αρέσει να κάνω. Τα πρώτα δέκα χρόνια δούλευα στο σινεμά και έκανα μόνο ταινίες και μετά τηλεόραση. Άργησα πολύ να κάνω θέατρο, γιατί με φόβιζε. Είναι τα συμπλέγματα που μου είχαν δημιουργήσει στη σχολή ότι είμαι «κινηματογραφικός» ηθοποιός.

Υπάρχουν παγίδες στον χώρο;

Χιλιάδες. Καταρχήν, η φιλοδοξία και η ματαιοδοξία. Έχω δει δίπλα μου να καταστρέφονται ταλαντούχοι ηθοποιοί, που έβγαιναν στη σκηνή και δεν αποφάσιζαν να κατέβουν προσπαθώντας να κάνουν ένα ρεσιτάλ υποκριτικής δεινότητας εις βάρος του ρυθμού και του χιούμορ του έργου. Ακόμα, θέλει τεράστια προσοχή στα «ναι» και τα «όχι» που θα πει κανείς. Επίσης, η μανιέρα σε άλλους λειτουργεί υπέρ και σε άλλους κατά. Είναι πώς θα το χειριστεί κανείς. Εγώ ποτέ δεν είχα μανιέρα και δεν ήθελα να έχω. Υπάρχουν εξαιρετικοί συνάδελφοί μου που με συμβουλεύουν να ακολουθήσω μια μανιέρα. Είναι ξένο προς εμένα και τη διαδικασία που εγώ πιστεύω πως είναι η υποκριτική τέχνη. Παρ’ όλα αυτά εγώ σέβομαι τη διαφορά των απόψεων, γιατί αυτή η δουλειά χωράει πάρα πολλές απόψεις. Δικαιωνόμαστε μόνο από το κοινό και το αποτέλεσμα. Κανείς εκ των προτέρων δεν μπορεί να πει και να διεκδικήσει κάτι. Όπως κάθε χώρος, κρύβει και αυτός τα κακά του.

Το «Καφέ της Χαράς» συνεχίζει να προβάλλεται αδιάκοπα στην τηλεόραση. Πώς νιώθετε για αυτό;

Ουδέτερα. Ήταν ένας ρόλος που με σημάδεψε και δεν μπορώ να το αρνηθώ από την στιγμή που συνέβη. Δεν ήταν στις προθέσεις μου, δεν ήθελα ποτέ να ταυτιστώ με έναν ρόλο, αλλά όλοι με φωνάζουν «Φατσέα», παντού. Συμβαίνει μια φορά στη ζωή του ηθοποιού αυτό. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στη δική μου ερμηνεία, αλλά και στο ότι ήταν μία πολύ καλογραμμένη δουλειά. Ήταν ένας ρόλος που είχε τη δυνατότητα να αγαπηθεί. Δεν μπόρεσα και δεν έκανα τίποτα για να το αποφύγω, γιατί αυτό θα γινόταν μόνο αν έπαιζα κακά τον ρόλο.

Μπορεί ένας ηθοποιός να ζήσει μόνο από το θέατρο;

Οι περισσότεροι είμαστε ποσοστούχοι πλέον. Θα πρέπει να πηγαίνει πάρα πολύ καλά η δουλειά, να έχεις ένα πολύ καλό ποσοστό, που σημαίνει να είσαι επώνυμος, γιατί αν είσαι νέος ηθοποιός την έβαψες, θα έχεις έναν μισθό πείνας και πάλι θα ζήσεις για 5-6 μήνες, όσο διαρκεί η παράσταση. Είναι λίγες οι παραστάσεις που συνεχίζονται για χρόνια και πάνε καλά, όπως οι «Οι άντρες με τα όλα τους».

Σας λείπει η τηλεόραση;

Ναι, η τηλεόραση με καλές συνθήκες μού λείπει. Αλλά με το να τρέχω στους δικηγόρους για να διεκδικώ τα δεδουλευμένα, όχι. Βιοποριστικά μού λείπει και θα μου λείπει πάντα.

Οι κόρες σας ακολουθούν το επάγγελμά σας. Αισθάνονται φόβο που προέρχονται από μία οικογένεια με τόσο καλούς ηθοποιούς; Θα υπάρξει σίγουρα σύγκριση…

Δεν το εκφράζουν, αλλά πιστεύω ότι περνάει από το μυαλό τους. Ήδη είχαμε θέμα με κάποια υποκριτική σχολή που είχαν δώσει εξετάσεις και ενώ πέρασαν και οι δύο, μας είπαν ότι θα πάρουν μόνο τη μία γιατί «τι θα πει ο κόσμος που πήραμε και τα δύο παιδιά του Σκιαδαρέση;». Τους απάντησα ότι «τι με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος, αφού πέρασαν και οι δύο;». Φυσικά δεν πήγε καμία από τις δύο. Τώρα είναι στη σχολή Θεοδοσιάδη και έχουν βρει μια μεγάλη αγκαλιά. Έτσι, είναι πολύ ευτυχισμένες. Μέχρι στιγμής δεν τους έχει ανοίξει καμία πόρτα λόγω ονόματος δικού μου και της Μπέσυς.

Πώς βλέπετε το πολιτικό σκηνικό της χώρας;

Άθλιο. Είμαι φοβερά απαισιόδοξος, πικραμένος και προδομένος. Είμαι από αυτούς που πίστεψαν στην «πρώτη φορά Αριστερά» και τους τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια. Πληγώθηκα πάρα πολύ, γιατί μεγάλωσα γυρνώντας σε χώρους της Αριστεράς. Δεν έχω πλέον πουθενά να στηρίξω την ελπίδα μου. Ένας λαός ολόκληρος στήριξε τις ελπίδες του εκεί και γελάστηκε. Οι πολιτικοί έχουν πάρει το μήνυμα. Δεν φαντάζομαι ότι νομίζει αυτή την στιγμή η κυβέρνηση ότι είναι αριστερή και έχει σκίσει τα μνημόνια. Πούλησε μέχρι και το Φεστιβάλ και τον πολιτισμό. Πάντα υπάρχει και η λύση μιας έντιμης παραίτησης, αφού η Αριστερά δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτή την κατάσταση, παρά να παραμένει με αυτό το χάλι. Στις επόμενες εκλογές δεν ξέρω πραγματικά τι θα ψηφίσω.

 

 

«Το Σώσε» – Παράσταση

μέσα στην παράσταση

Ποια τα επαγγελματικά σας σχέδια;

Παίζω στην παράσταση «Το Σώσε», στο θέατρο Ζήνα. Από τις 15 Απριλίου θα είμαστε στο Αριστοτέλειο Θέατρο στη Θεσσαλονίκη για έναν μήνα. Ευτυχώς είναι μία παράσταση που πήγε πάρα πολύ καλά. Είναι ένα έργο που νομίζω ότι θέλουν να το παίξουν όλοι οι ηθοποιοί. Είναι γραμμένο από έναν συγγραφέα που γνωρίζει πολύ καλά τους ηθοποιούς. Είναι παράσταση μέσα στην παράσταση. Όταν το είχα δει, τη δεκαετία του 1980, ήταν από τα έργα που με έκαναν να λατρέψω το θέατρο, γιατί εγώ ήμουν περισσότερο του σινεμά. Αυτό που είδα ήταν μαγικό. Υπάρχει πολύ κέφι και γέλιο. Ο κόσμος περνά καλά και αυτό αρκεί! Το καλοκαίρι θα είμαι με τον Αλέξανδρο Ρήγα και τη γυναίκα μου, την Μπέσυ Μάλφα, στην παράσταση «Χωρίζουμε λέμε», όπου πέρυσι τον ρόλο μου είχε ο Ρένος Χαραλαμπίδης και φέτος θα τον αντικαταστήσω εγώ. Ήταν μία πολύ δελεαστική πρόταση, γιατί είχα δει την παράσταση και μου άρεσε.

Πείτε μου λίγα λόγια για τον ρόλο σας στην παράσταση «Το Σώσε».

Όλοι οι ρόλοι είναι κάποιοι ηθοποιοί. Έχει να κάνει με τις γκάφες και τα αναπάντεχα που συμβαίνουν μέσα σε μία παράσταση. Και το πόσο οι προσωπικές σχέσεις των ηθοποιών επηρεάζουν την παράσταση. Στην πρώτη πράξη βλέπουμε μία γενική πρόβα, στη δεύτερη και την τρίτη βλέπουμε δύο παραστάσεις, όπου τίποτα δεν γίνεται όπως θα έπρεπε να γίνει. Το κοινό πεθαίνει στο γέλιο. Η παράσταση είναι ένας καταιγισμός δράσης. Ο ρόλος μου είναι το είδος του ηθοποιού που ρωτάει για τα πάντα και θέλει να ξέρει το γιατί. Δηλαδή του λες «πάρε αυτό το ποτήρι» και σκέφτεται «ναι, αλλά γιατί να το πάρω;», «γιατί διψάς», «ναι, αλλά γιατί διψάω;». Είναι λεπτολόγος και τελειομανής χωρίς να έχει σχέση με το ταλέντο του. Στο θέατρο «πρώτα κάνεις και μετά ρωτάς», ο ρόλος μου είναι το αντίθετο.

Της Πέννυς Κροντηρά

 

Τα σχόλια είναι κλειστά.