Ειδησεογραφικό site

Το μεροκάματο του… κάδου – Ρεπορτάζ στο «Καρφί»

59

ΑΥΤΟΨΙΑ ΤΟΥ «Κ» ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΩΝ… ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΜΑΧΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΟΥΣ

Του Δημήτρη Φανού

Εκεί, γύρω στις 6 τα χαράματα, τους βλέπουμε πολυάριθμους, να είναι οι μόνοι που κινούνται στην πόλη, οι πρώτοι που δίνουν το σάλπισμα μιας δύσκολης μέρας αγώνα και μόχθου.

Παίρνουν τα ξεχαρβαλωμένα καροτσάκια τους μέσα στα οποία θα βάλουν την πραμάτεια τους και ξεκινούν για να τη βιοπάλη. Μια πραμάτεια που οι περισσότεροι από εμάς ούτε καν θα την άγγιζαν…

Τους λένε ρακοσυλλέκτες. Τους θεωρούν βγαλμένους από το …παρακάτω! Κι όμως. Πολλοί απ’ αυτούς έχουν ζήσει τις οικογένειές τους μέσα από τους κάδους των αχρήστων.. Παλιά είχαν και ενεργό σωματείο. Σήμερα αυτό έχει ατονίσει.

Τώρα στην κρίση, βλέπει με ευκρίνεια κανείς, να έχουν πολλαπλασιαστεί στους δρόμους της Αθήνας.

Σήμερα, δεν βλέπεις μόνο αυτές τις γνωστές φιγούρες που κινούνται επαγγελματικά και αεράτα προς τους κάδους και «βουτάνε» μέσα, προκειμένου να «ψαρέψουν» τη δύσκολη ψαριά…

Πρωί- πρωί «παρκάρουν» τα καροτσάκια τους «έξω» από τους αυτούς, μαύροι, μελαψοί, λευκοί, Ρουμάνοι και κάποιοι νεόπτωχοι Έλληνες!

Αρχίσαμε την προσέγγισή τους.. Λεπτή υπόθεση… Πώς να τους πλησιάσεις; Τι να τους πεις;

Από πού να αρχίσεις;

Η «περατζάδα» μας ξεκίνησε από το Κέντρο της Αθήνας, εκεί κοντά στον Σταθμό Λαρίσης.

Η Λουκία είναι από τη Ρουμανία, «στημένη» κάθε πρωί έξω από τον «Βερόπουλο» στην οδό Ψαρρών της πλατείας Βάθη. Επαιτεί έχοντας παραδίπλα, τον ανήλικο γιο της. Όταν ο πλησιέστερος κάδος, γεμίζει από τα άχρηστα του σούπερ μάρκετ, η Λουκία πηγαίνει και αρχίζει τη συλλογή. «Τα πηγαίνω στο μπαζάρ», λέει, «τα βάζω κάτω σε ένα πανί που απλώνω και τα πουλάω. Δεν βγαίνει τίποτα. Έτσι, ίσα μόνο για να ζούμε».

«ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΙΝΑ…»

Ανεβαίνοντας προς την οδό Λιοσίων, μια παρέα αντρών, των οποίων η πρώτη κιόλας θέα προδίδει ότι η ζωή τους είναι στο δρόμο και η ελπίδα τους «αναδύεται» μόνο μέσα από τον κάδο ανακύκλωσης, κάθεται στα σκαλοπάτια κάνοντας τσιγάρο και συζητάει για τη φτώχεια της.

Είναι ο Γιώργος, που έχει τέσσερα παιδιά, ο Ιάκωβος από την Ουκρανία που ζει μόνος του στην Καλλιθέα σε ένα παράπηγμα και ένας τρίτος που μόλις αντιλαμβάνεται το ρεπορτάζ μας, απομακρύνεται διακριτικά.

Η ώρα είναι 12 και ο Ιάκωβος, μας δείχνει μια σακούλα με τον επιούσιο της ημέρας, που εξοικονόμησε χάρη στη συλλογή πραγμάτων από τους μπλε κάδους.

«Εγώ ο,τι βρίσκω, δεν το πουλάω», λέει. «Το δίνω από δω κι από κει, σε αυτούς που μπορούν να το εκμεταλλευτούν ή να τα πάνε στη μάντρα (πιστοποίησης) και με τη σειρά τους μου δίνουν τρόφιμα».

Μανταρίνια, χόρτα και άλλα καθημερινής χρήσης πράγματα ήταν μέσα στη σακούλα που μας άνοιξε και για την ώρα μπορεί ο μαχητής της καθημερινότητας, να κάτσει για κανα τσιγάρο μέχρι να συνεχίσει το ιδιόμορφο σαφάρι της επιβίωσης μέσα στο κέντρο της Αθήνας.

Ο Ιάκωβος, μέσα σε λίγες λέξεις περιγραφής της σκληρής καθημερινότητάς του, καταφέρνει να γίνει συγκλονιστικός… «Εμείς δεν έχουμε ‘’μαύροι-άσπροι’’, ‘’ξένοι- δικοί μας’’, ‘’χριστιανοί ή μουσουλμάνοι’’. Ξέρουμε, ότι αν δεν είμαστε ενωμένοι, θα πεθάνουμε από την πείνα. Πρέπει να είμαστε ενωμένοι, να δουλεύουμε όλοι μαζί. Να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Όταν δε μπορούμε να πληρώσουμε κάτι που μας δίνει ο ένας, κάτι δηλαδή που βρήκε στους κάδους, του δίνουμε φαγητό ή του κάνουμε μια δουλειά… (ανταλλαγή υπηρεσιών)»! «Το ίδιο και αυτός σ’ εμας, όταν χρειαστεί…»

100.000 στην Ελλάδα οι ρακοσυλλέκτες

Οι ρακοσυλλέκτες και μικροέμποροι μετάλλου υπολογίζονται σήμερα στη χώρα μας, περί τις 100.000. Κινούνται στα όρια της νομιμότητας και γι’ αυτό αποτελούν συχνά αντικείμενο εκμετάλλευσης. Πωλούν τα υλικά που μαζεύουν, σε μικρές μάντρες αποθήκευσης. Μετά αυτά πωλούνται σε εμπόρους σκραπ, για να καταλήξουν σε βιομηχανίες και χαλυβουργίες.

«Πρέπει να ζήσω τα παιδιά μου»

Άλλη μια ρακοσυλλεκτρία από τη Ρουμανία, είναι η Βασιλίκα που συναντάμε στο δρόμο και ρίχνει μια ματιά στον κάδο, αλλά τίποτα… Συνεχίζει και σταματάει σε άλλο δρόμο, στην οδό Ακομινάτου. Εκεί, φαίνεται ότι έχει ενδιαφέρον. Πλησιάζουμε και τη ρωτάμε πώς τη λένε. Τρομάζει… Σαστίζει.. Της λέμε ότι κάνουμε ρεπορτάζ και δείχνει να χαλαρώνει. Χαμογελάει…

«Έχω παιδιά και πρέπει να ζήσω» μας λέει με τα πολύ φτωχά ελληνικά της. «Ο άντρας μου δε δουλεύει, δεν έχει δουλειά, εγώ τρέχω. Πηγαίνω τα πράματα στο παζάρι και τα πουλάω. Να, αυτό το βιβλίο (μας δείχνει ένα περιοδικό) είναι για μένα καλό. 5 λεπτά το κιλό το χαρτί, πουλάω. Πρέπει να τρέχω όλη μέρα για να βγάλω 10 – 15 ευρώ». Μέσα στο καροτσάκι της –απαραίτητο εργαλείο δουλειάς– βλέπουμε ένα «τηλέφωνο»–ντους, το οποίο θα το πάει για ανακύκλωση μαζί με ο,τι άλλο μαζέψει.

Στην οδό Ψαρρών, συναντάμε τον Στάβι από το Αφγανιστάν. Έχει δύο παιδιά. Είναι απ’ τους παλιούς σχετικά επαγγελματίες και κάνουν όπως λέει γύρω στα 20 χιλιόμετρα την ημέρα, πεζός. Αυτός βγάζει μεροκάματο. «Σήμερα ήμουνα στη Βούλα από τα χαράματα. Τη γύρισα όλη. Τώρα ήρθα εδώ κατά τις 12 (το μεσημέρι). Βγαίνει μεροκάματο, αλλά δουλεύω 12 ώρες κάθε μέρα. Μαζεύω πράματα που αξίζουν 30-40 ευρώ και τα πουλάω στην Ιερά Οδό στο παζάρι».

Τα σχόλια είναι κλειστά.