Ειδησεογραφικό site

«Τα κορμιά έπεφταν από τα κάγκελα σαν πορτοκάλια» – Πως έζησε ο φωτορεπόρτερ Αριστοτέλης Σαρρηκώστας την είσοδο των τανκς στο Πολυτεχνείο

135

Toυ Δημήτρη Φανού

Ήταν 3 παρά 5 τα ξημερώματα… Είχε ήδη μπει η 17η Νοέμβρη και ο λοχίας πάνω στο τανκ, που διακρίνεται στην ιστορική φωτογραφία, απαντούσε στον ασύρματο καταφατικά: «Μάλιστα, μάλιστα…» Και αμέσως κλείνει τον ασύρματο και δίνει εντολή στο χειριστή για όπισθεν και περιστροφή του πυργίσκου με το πυροβόλο!

Χωρίς να συνειδητοποιεί ότι εκείνες τις κρίσιμες και επικίνδυνες στιγμές κατέγραφε το σημαντικότερο κομμάτι της νεότερης πολιτικής ιστορίας του τόπου, ο φωτορεπόρτερ Αριστοτέλης Σαρρηκώστας αποτέλεσε το ρεαλιστικότερο κομιστή των κορυφαίων εκείνων γεγονότων στις επόμενες γενιές.

Στην αρχή πιστέψαμε πως το άρμα αποχωρεί

Σήμερα, 41 χρόνια μετά, ο Έλληνας φωτογράφος του Αssociated Press, έχοντας την απόλυτη αίσθηση του ρόλου του εκείνες τις κορυφαίες στιγμές, μας τις μεταφέρει με τρόπο αφοπλιστικό: «Βλέποντας το πυροβόλο να περιστρέφεται και να παύει να στοχεύει το Πολυτεχνείο, όλοι νομίσαμε ότι το άρμα φεύγει, αποχωρεί. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από μέσα μου. Ήδη, όμως, η τραγική διάψευση είχε αρχίσει να ξετυλίγεται τη μοιραία εκείνη νύχτα έξω από την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Το “μάλιστα, μάλιστα” του λοχία δεν ήταν για καλό…»  Η αναπάντεχη εξέλιξη είχε «πιάσει» το νεαρό, τότε, φωτορεπόρτερ εξαπίνης, όπως ο ίδιος ομολογεί. Το τανκ όρμησε με ταχύτητα προς την πύλη του Πολυτεχνείου. «Μάρσαρε τόσο που γέμισε ο τόπος καυσαέριο ώστε να μην μπορούμε να δούμε τίποτα πίσω από το μαύρο σύννεφο καπνού. Κι αυτά που λένε ότι απλώς το άρμα έκανε μια αργή και προσεκτική κίνηση προς τα εμπρός, να τα αφήσουν… Εμένα να ρωτήσουν» είπε με έκδηλη πίκρα και αγανάκτηση, ακόμα και σήμερα, ο γνωστός ως «ο φωτογράφος του Πολυτεχνείου»…

Περίμενα ο ένστολος να με πυροβολήσει, αλλά δεν έριξε

Και η περιγραφή του ραγίζει καρδιές… «Άρχισα την ίδια στιγμή να τραβάω. Ήμουν στην άκρη της Πατησίων, στη συμβολή της με τη Στουρνάρη. Προσπαθούσα να σταθεροποιήσω το χέρι μου γιατί με είχε καταλάβει ταραχή». Και πώς αλλιώς θα μπορούσε, αφού οι σκηνές που αντίκρισε ήταν περισσότερες και τραγικότερες από αυτές που πρόλαβε να συλλάβει ο φωτογραφικός φακός του.

«Είδα τα παιδιά (φοιτητές) που στέκονταν πάνω στα κολονάκια αριστερά και δεξιά της πύλης, να πέφτουν σαν πορτοκάλια. Τότε το τανκ κάνει και δεύτερη όπισθεν και ξαναμπαίνει πιο δυνατά. Φεύγω αμέσως τρέχοντας με όση δύναμη και ταχύτητα είχα και πάω στο κέντρο της Πατησίων, απέναντι ακριβώς από την πύλη, για να έχω καλύτερη οπτική γωνία. Τραβάω κι από κει ώσπου βλέπω τρεις ενστόλους, κρατώντας ένα ξύλινο δοκάρι ο καθένας, να έρχονται καταπάνω μου. Ήμουν ερασιτέχνης πυγμάχος και με δύο κινήσεις αποφεύγω τις απόπειρες των δύο να με χτυπήσουν στο κεφάλι! Με πέτυχαν ξυστά στους ώμους. Βλέπω τον τρίτο να βγάζει περίστροφο. Το βάζω στα πόδια περιμένοντας να πυροβοληθώ, αλλά δεν έριξε… Απίστευτες στιγμές!»

Έφαγα άγριο ξύλο από έναν αστυφύλακα…

Το θρίλερ δεν εξαντλήθηκε σε εκείνη την τραγική νύχτα. Απλώς αυτή αποτέλεσε την κατάληξη ενός αιματηρού τετραημέρου.

«Όπου κι αν γύριζες στο κέντρο της Αθήνας, έβλεπες ξύλο. Αλύπητο ξύλο. Φωτογραφίζαμε συνέχεια σπασμένα κεφάλια. Βάζαμε λεμόνι και βαζελίνη στα μάτια για τα δακρυγόνα και προχωρούσαμε. Ο ρόλος και η δράση της Αστυνομίας ήταν βρόμικα. Χτυπούσαν με σφαίρες από καουτσούκ και τα νοσοκομεία δέχονταν συνεχώς τραυματίες. Οι ελεύθεροι σκοπευτές από τα μπαλκόνια και τις ταράτσες πυροβολούσαν κατά το δοκούν. Το έργο των συναδέλφων δημοσιογράφων ήταν πολύ δύσκολο. Πολλών τους έσπασαν τα κεφάλια με εκείνα τα ξύλινα χοντρά δοκάρια. Είχα φάει κι εγώ ξύλο έξω από τα “ΝΕΑ”. Φωτογράφιζα τον ξυλοδαρμό μιας κοπέλας από έναν εύσωμο αστυφύλακα, που την είχε πιάσει από τα μαλλιά και κόντευε να της σπάσει το χέρι. Την αφήνει και ορμάει αφηνιασμένος σε μένα. Στο τέλος και ενώ είχα κουλουριαστεί για να αποφύγω τις μπουνιές, με όλη τη δύναμη του σώματός του μου ρίχνει μια κλοτσιά στα γεννητικά όργανα. Πέφτω κάτω. Ο Κακαουνάκης και ο Δημαράς ήταν οι δύο που με πήγαν στο νοσοκομείο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτόν τον τύπο με τη στολή, τον Α50…»

…και μετά μου έκανε μήνυση για τεντιμποϊσμό

Οι μέρες ήταν ύπουλες… Τίποτε δεν ήταν αθώο και κανέναν δεν μπορούσες να εμπιστευτείς. Όταν τον πήγαν στο νοσοκομείο, παρά την κατάστασή του, διέκρινε, όπως λέει, άρβυλα κάτω από τις άσπρες νοσοκομειακές μπλούζες. Προσπαθούσαν οι «νοσοκόμοι» να του αποσπάσουν κάποια «ενδιαφέρουσα» πληροφορία για το… ποιόν του και τον ρωτούσαν με επιμονή τι ακριβώς του συνέβη και γιατί…

Το περιστατικό αυτό, που θυμάται με διαχρονική αποστροφή και αηδία, έλαβε λίγες μέρες αργότερα στοιχεία που το κατέστησαν ιλαροτραγικό. Εκείνος ο ένστολος τραμπούκος υπέβαλε μήνυση εναντίον του για παρεμπόδιση εργασίας, απελευθέρωση κρατουμένου και τεντιμποϊσμό! Ο Σαρρηκώστας απαλλάχθηκε λόγω αμφιβολιών…  Ο ίδιος βέβαια ούτε καν σκέφτηκε να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Ποια δικαιοσύνη;

Οι ώρες τρόμου πριν από την εισβολή!

«Κάπως έτσι, φτάνουμε στη 16η Νοεμβρίου. Ένα πλυσταριό στην ταράτσα ενός κτιρίου το είχα μετατρέψει σε εργαστήριο. Πήγα να εμφανίσω τις φωτογραφίες της ημέρας. Ξαφνικά ακούω έναν υπόκωφο συνεχή ήχο. Ήταν από ερπύστριες».

Σε λίγο θα έφτανε στο Πολυτεχνείο. Ήταν εκεί γύρω στις 10 και σε λίγες ώρες θα βίωνε τις πιο τραυματικές εμπειρίες της ζωής του. Αλλά κι από εκείνη την ώρα τα γεγονότα που πρόδιδαν όσα θα ακολουθούσαν συνέθεταν μια ατμόσφαιρα τρομοκρατική! Όπως λέει, στους κεντρικούς δρόμους της περιοχής αλλά και στα στενάκια έβλεπες γνωστές φάτσες πολιτών (παρακρατικών), που έκαναν face control σε όποιον δεν τους άρεσε.

«Κάποια στιγμή, να σου και φτάνει ο εισαγγελέας και με ντουντούκα καλεί τους φοιτητές, οι οποίοι είναι στα παράθυρα, να κατέβουν με τη δέσμευση ότι δεν θα τους πείραζε κανένας και θα πήγαιναν στα σπίτια τους. Καμιά 30αριά κατέβηκαν και βγήκαν έξω. Τους έβαλαν ανά δυάδες με τα χέρια στο κεφάλι και τους οδήγησαν από την είσοδο της Στουρνάρη μέχρι την Πατησίων. Εκεί τους σακάτεψαν στο ξύλο. Τους έσπασαν τα κεφάλια και τους έστειλαν στο νοσοκομείο».

Ήταν εκεί γύρω τις 12 τα μεσάνυχτα. Η αιματηρή εισβολή του άρματος μάχης στο προαύλιο του ιδρύματος ήταν θέμα χρόνου. Τελικά πραγματοποιήθηκε τρεις ώρες μετά.

Την επόμενη μέρα η ατμόσφαιρα θύμιζε κρανίου τόπο, νεκροταφείο… Η φωτογραφία του Σαρρηκώστα με τη διαλυμένη, από την εισβολή του τανκ, Μερσεντές του πρύτανη «δήλωνε» με τον τραγικότερο τρόπο όσα είχαν προηγηθεί τη νύχτα.

«Η Μερσεντές ήταν πίσω από τα κάγκελα. Σε αυτό το σημείο υπήρχαν παιδιά. Τα είδα με τα μάτια μου. Δευτερόλεπτα πριν από την εισβολή του άρματος» κατέληξε με χαμηλωμένη φωνή και υγρά, πλέον, μάτια, «ριγμένα» στο πάτωμα!

Ο πόνος ζωγραφισμένος στα πρόσωπα των φαντάρων

Πρωταγωνιστικό πόλο αυτής της μοιραίας βραδιάς αποτελούσαν οι στρατιώτες που ήταν στο Πολυτεχνείο, σε αυτό τον άχαρο και αποκρουστικό ρόλο. Δεν θα άντεχε κανείς να μη ρωτήσει τον αυτόπτη μάρτυρα και φωτορεπόρτερ γι’ αυτούς: Πώς ήταν οι φαντάροι; Τι αποκομίσατε απ’ αυτούς; Είχαν αμηχανία;

Και χαμογελώντας πικρά, απάντησε: «Η αμηχανία δεν λέει τίποτα μπροστά σε αυτό που έβλεπα. Ήταν ζωγραφισμένος στα μάτια τους ο πόνος. Ήταν συγκινημένοι. Άκουγαν από μέσα τα παιδιά, τους φοιτητές να τους καλούν να έρθουν κοντά τους, να τους στηρίξουν και στο τέλος τέλος να μην τους χτυπήσουν… κι εκείνοι έδειχναν να συντρίβονται, να λυπούνται… Ήταν έκδηλο αυτό. Υπήρχαν βέβαια και οι πωρωμένοι».

21η Απριλίου – Άρματα στη Β. Αμαλίας, στις 7 το πρωί

Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας ήταν ενάμιση μήνα παντρεμένος όταν στις πεντέμισι το πρωί της 21ης Απριλίου του ’67 ξύπνησε από το επίμονο κουδούνισμα της μητέρας του. Τον πληροφόρησε για το νέο και ο λόγος που έσπευσε κοντά του ήταν η ανησυχία της γι’ αυτόν.

«Κατεβαίνω στην κεντρική πλατεία Παγκρατίου, αλλά ήταν γεμάτη  αστυνομικούς. Είχαν κλείσει τη διέλευση προς το κέντρο και είχαν διακόψει τη συγκοινωνία και τα δρομολόγια των λεωφορείων. Παρακάλεσα τον επικεφαλής λέγοντάς του ότι θέλω να πάω στη δουλειά μου. Μου απάντησε ότι σήμερα δεν δουλεύει κανένας. Τελικά, με άφησε και πέρασα. Όταν έφτασα στο κέντρο, είδα τα ανάκτορα και τον Κήπο να έχουν κατακλυστεί από στρατιώτες. Τρέχω στην Ακαδημίας 23, που ήταν το εργαστήριό μου, για να πάρω τις μηχανές μου. Αρχίζω να  φωτογραφίζω τα τανκς που περνούσαν μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Η ώρα ήταν 7 το πρωί. Δεν κυκλοφορούσε άνθρωπος. Ήταν νέκρα. Στο κεντρικό μπαλκόνι της Βουλής ήταν στημένο ένα πολυβόλο. Η ατμόσφαιρα σου προκαλούσε ανατριχίλα…»

Με τρόπο που θα ενέπνεε τον πιο ευφάνταστο σεναριογράφο κινηματογραφικής περιπέτειας και αφού πέρασε από μια προσωρινή σύλληψη από την οποία τον γλίτωσε ένας γνωστός του αστυφύλακας, έσπευσε στο παλιό αεροδρόμιο για να στείλει το υλικό του στο γραφείο του Αssociated Press, στη Ρώμη. Πλησίασε κάποιον επιβάτη στο check-in των εισιτηρίων και του ζήτησε να αφήσει το φάκελο με τις φωτογραφίες σε συνάδελφό του στο ιταλικό αεροδρόμιο. Εκείνος με πολλή δυσκολία δέχτηκε και πήρε το φάκελο, αφού υπέδειξε πριν στον πεισματάρη και ριψοκίνδυνο φωτορεπόρτερ να πάει μέχρι τις σκάλες του αεροπλάνου και να του τον δώσει εκεί.

ΜΙΑ ΖΩΗ «ΚΛΙΚ»
sarrikostas
Ο φωτορεπόρτερ Αριστοτέλης Σαρρηκώστας ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία το 1961 στο Πρακτορείο Φωτογραφικών Επικαίρων «Ένωση». Το 1964 αποδέχτηκε πρόταση συνεργασίας με το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της καριέρας του, το 1998. Στη διάρκεια της επαγγελματικής του πορείας αποτύπωσε κάθε είδους γεγονότα της πολιτικής, κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής της Ελλάδας, ενώ το 2008 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια με το μετάλλιο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος της Τιμής.

Ο «φωτογράφος του Πολυτεχνείου» ζει και απολαμβάνει συναισθηματικά τους καρπούς της επικίνδυνης αλλά και τόσο σημαντικής δράσης του, σε ένα όμορφο σπίτι στη Γλυφάδα, όπου και τον συναντήσαμε πλημμυρισμένο, αλλά και κάποιες στιγμές «πνιγμένο» από τις αναμνήσεις του.

Η μόνη βράβευσή του, αλλά και συγχρόνως πολύ σημαντική, ήταν η απονομή από τον Κάρολο Παπούλια του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος Τιμής.

ΕΚΘΕΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

Ένα νοερό ταξίδι στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας από το 1961 μέχρι και τη Μεταπολίτευση, μέσα από το φακό του φωτορεπόρτερ του Associated Press Αριστοτέλη Σαρρηκώστα, είναι η έκθεση φωτογραφίας που διοργανώνεται στο Παλαιό Δημαρχείο της Γλυφάδας από τις 15 μέχρι τις 24 Νοεμβρίου, με αφορμή την 41η επέτειο του Πολυτεχνείου. Τίτλος της έκθεσης «41η επέτειος του Πολυτεχνείου», καθώς δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην εξέγερση των φοιτητών, με την παρουσίαση ανέκδοτων, αποκλειστικών φωτογραφιών του κ. Σαρρηκώστα από τα γεγονότα εκείνου του Νοέμβρη. Ωστόσο, μεταξύ των περίπου 100 φωτογραφιών που θα εκτεθούν, ο επισκέπτης θα δει φωτογραφίες από τη βασιλική οικογένεια, την αποστασία, την επταετία, τις δύο εξεγέρσεις στη Νομική, τη σύλληψη Παναγούλη μετά την απόπειρα δολοφονίας Παπαδόπουλου, αλλά και την άφιξη και την ορκωμοσία Καραμανλή.

Μας μάγεψε με το λόγο του ο Παναγούλης

panagoylhsΜια από τις ιστορικές φωτογραφίες του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα κατά τη διάρκεια αυτής της ταραγμένης και γκρίζας περιόδου για την Ελλάδα αφορούσε τη δεύτερη σύλληψη της ηρωικής προσωπικότητας που πολέμησε τη χούντα όσο λίγοι. Του Αλέκου Παναγούλη…

Ο Παναγούλης είχε αποδράσει από τις φυλακές Μπογιατίου τον Ιούνιο του 1969, βοηθούμενος από τον ίδιο το φρουρό του, Γιώργο Μωράκη, ο οποίος υπηρετούσε τη θητεία του.

Συνελήφθησαν και οι δύο, τρεις μέρες μετά, στο διαμέρισμα του ξαδέλφου του Παναγούλη, στα Πατήσια. Εκεί η χούντα κάλεσε τους δημοσιογράφους για να τους τον παρουσιάσει σαν λάφυρο…

«Στην αρχή ήταν νευρικός. Είχε θυμό και απέναντί μας. Μου έκανε εντύπωση. Όταν όμως οι δημοσιογράφοι άρχισαν να τον ρωτούν και να συζητούν μαζί του, ηρέμησε, κάλμαρε και συνέβη ό,τι συνέβαινε κάθε φορά σε συνομιλητή του. Μας μάγεψε όλους με τον ποιητικό του και ευγενικό του λόγο».

«Δεν υπήρχε μέσα μου φόβος, μόνο αγωνία»

Η αυτονόητη ερώτηση σε έναν άνθρωπο που έχει καταγράψει ζωτικό κομμάτι της νεότερης πολιτικής ιστορίας, εκθέτοντας τη ζωή του σε κίνδυνο κάθε στιγμή, δεν θα μπορούσε παρά να έχει να κάνει με το συναίσθημα του φόβου: Τι υπερίσχυσε στο πλαίσιο αυτής της δράσης σας; Ο φόβος ή η συγκίνηση για τα τεράστια σε σημασία γεγονότα;

«Πιστέψτε με, δεν υπήρξε φόβος. Κάθε στιγμή, τα πάντα επισκιάζονταν από την αγωνία για το αν θα καταφέρω να απαθανατίσω τη στιγμή και να προστατέψω το υλικό μου να μη μου το κατάσχουν. Τα μέσα δημοσιότητας, τότε, ήταν φτωχά και ελάχιστα. Τη στιγμή της εισβολής, ας πούμε, του τανκ δεν μπορούσαν να την έχουν πολλοί και δεν θα μπορούσε να υπάρχει εύκολα. Εάν αυτές οι φωτογραφίες έλειπαν, κανείς δεν ξέρει αν θα ήταν όλα ίδια σήμερα σε σχέση με την ιστορική μνήμη αλλά και με τις εξελίξεις τότε».

Τα σχόλια είναι κλειστά.