Ειδησεογραφικό site

Ηλίας Ανδριόπουλος στο «Καρφί»: Σπάνιες οι αρετές των Ελλήνων

99

Της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου

«Oμορφιά, ευγένεια και ευαισθησία είναι τα πλέον απαραίτητα που έχει ανάγκη να ανασύρει από τη λήθη, για να ξαναβρεί την ψυχή του ο ελληνισμός. Διαφορετικά δεν θα δούμε προκοπή και με λυπεί αφάνταστα που δεν μιλά κανείς από την πολιτική τάξη για τέτοια ζητήματα» λέει στο «Καρφί» ο μουσικοσυνθέτης Ηλίας Ανδριόπουλος. Λάτρης του έντεχνου λαϊκού ρεύματος, μας μίλησε μεταξύ άλλων για τη διαδρομή του στη μουσική, για τα ευτυχισμένα παιδικά καλοκαίρια του στην Ηλεία, για τη στάση ζωής που κρατά απέναντι στα δεινά, αλλά και για την ελπίδα του ότι πάντα στη ζωή θα υπάρχουν ρομαντικοί νέοι που θα ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο.

Έχετε ασπαστεί και προσχωρήσει στο έντεχνο λαϊκό ρεύμα. Γιατί σε αυτό και όχι κάπου αλλού; Ποια ανάγκη και ποιες ευαισθησίες σάς οδήγησαν σε αυτό;

Όταν αναφερόμαστε στο «έντεχνο λαϊκό ρεύμα», εννοούμε τη σύζευξη λαϊκών και έντεχνων στοιχείων της μουσικής, αλλά και ενός προχωρημένου λόγιου στίχου, προκειμένου να έχουμε ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα, που να ικανοποιεί σύγχρονες ευαισθησίες και –αν θέλετε– γενικότερους προβληματισμούς γύρω από την εποχή μας. Βέβαια, αυτό το είδος διαφέρει από το λαϊκό τραγούδι, το οποίο κινείται σε άλλη κατεύθυνση, καλύπτοντας περισσότερο την περιοχή της διασκέδασης και λιγότερο της ακρόασης. Επίσης το έντεχνο ρεύμα της μουσικής ανοίγει ορίζοντες και δίνει τη δυνατότητα σε έναν καλό συνθέτη να προεκτείνει τους προβληματισμούς του, κάτι που δεν του επιτρέπει η απλή φόρμα ενός τραγουδιού. Αυτός είναι ο λόγος που ασπάστηκα αυτό το ρεύμα και γράφω με τον τρόπο που γράφω τη μουσική μου.

Ο λόγος σας είναι ποιητικός και συνάμα μουσικός. Τι προσπαθείτε να προσδιορίσετε μέσα από αυτόν και εντέλει να αποτυπώσετε στη συνείδηση των ανθρώπων;

Παίρνοντας υπόψη μου την άκρως εμπορευματοποιημένη, βιομηχανοποιημένη πλευρά της παγκόσμιας μουσικής, που υποτάσσει και εξουσιάζει αισθητικά και πνευματικά τις μάζες, μετατρέποντάς τις σε καταναλωτές ενός πλαστικού, βάρβαρου ήχου και έχοντας πίσω μου ως Έλληνας μια μεγάλη μουσική ποιητική παράδοση, επέλεξα να μιλήσω καλλιτεχνικά, με τον τρόπο που γνωρίζετε. Δηλαδή με τις πιο λεπτές αποχρώσεις της μουσικής και των στίχων, που κινητοποιούν νεοελληνικές ευαισθησίες, όσες τέλος πάντων δεν έχουν καταποντιστεί από τη φθορά και την αλλοτρίωση. Όμως ακόμα και έτσι, πάντα κάτι μένει στην ψυχή των ανθρώπων που μπορεί να ευαισθητοποιήσει μια καλή μουσική.

Πού πλάστηκε η καλλιτεχνική σας φύση και πώς την ορίζετε σήμερα αυτή;

Νομίζω στα παιδικά και στα εφηβικά μου χρόνια. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ευτυχισμένα καλοκαίρια έζησα στις σταφίδες και στα πλατάνια της Ηλείας τη δεκαετία του ’60. Τι εικόνες, τι αρώματα και τι συναισθηματικές φορτίσεις έχουν συσσωρευτεί μέσα μου από εκείνο τον καιρό! Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος της μουσικής μου εμπεριέχει ελληνοκεντρικές εικόνες, εμποτισμένες από το ολύμπιο φως, τη γαλήνη και τη στοχαστική ηρεμία των τοπίων που μεγάλωσα.

Ποια είναι η στάση ζωής που κρατάτε απέναντι στα δεινά;

Θα σας έλεγα ότι με πονά και με στενοχωρεί βαθύτατα αυτό που συμβαίνει στην πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια. Ελπίζω κάτι να γίνει και να σταματήσει αυτό το κακό. Εκείνο όμως που με εξοργίζει περισσότερο απ’ όλα είναι οι ύβρεις, οι εκβιασμοί, οι απειλές και οι λοιδορίες που εκτοξεύονται από τους ξένους. Είναι ανεπίτρεπτο. Έχουν ξεπεράσει κάθε όριο οι Ευρωπαίοι πολιτικοί, οι τραπεζίτες και οι εκπρόσωποι των διεθνών συμμοριών του χρήματος. Ο ελληνικός λαός διαθέτει σπάνιες αρετές και προτερήματα και δεν είναι γεμάτος ελαττώματα, όπως μας λένε οι «κύριοι» αυτοί. Και τέλος πάντων τα ελαττώματά μας είναι ανώδυνα σε σχέση με εκείνα των Γερμανών!

Από τους ερμηνευτές που έχετε συνεργαστεί, ποιους ξεχωρίζετε; Υπάρχει κάποιος με ιδιαίτερη θέση στην καρδιά σας και γιατί;

Γι’ αυτούς που με έχουν τιμήσει με τη συνεργασία τους, κρατώ μια γλυκιά ανάμνηση και μια θέση για τον καθένα τους στην καρδιά μου. Να μιλήσω για την Μπέλλου, τον Καλογιάννη, την Πρωτοψάλτη των πρώτων χρόνων, τη Βενετσάνου, τον Κώστα Καράλη, τη Δημητριάδη, τον Αριστείδη Μόσχο. Τελευταία τον Μανώλη Μητσιά και τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, που πέρα από την καλλιτεχνική μας συνεργασία με δένει μαζί τους και μια ζεστή φιλία, και ας με συγχωρήσουν και κάποιοι που δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Με τους ερμηνευτές των έργων και των τραγουδιών μου με δένει μια συναισθηματική σχέση και τους θεωρώ δικούς μου ανθρώπους.

Ξεχωρίζετε σήμερα νέους ανθρώπους από τον κύκλο σας με ιδανικά, οράματα και ελπίδα;

Κοιτάξτε, πάντα υπάρχουν ρομαντικοί νέοι, ανάλογα με την εποχή τους, που συνεπαίρνονται από οράματα, ελπίζοντας με ενθουσιασμό σε έναν καλύτερο κόσμο. Έτσι προχωράει η ζωή. Αρκεί όλα αυτά να είναι γνήσια και όχι ψεύτικα. Βέβαια στον καιρό μας έχουν λιγοστέψει οι οραματιστές και έχουν υποχωρήσει οι μεγάλες και ευγενικές ιδέες.

Ποιες δημιουργίες σας θεωρείτε ότι προσδιορίζουν την εθνική μας ταυτότητα;

Νομίζω πως όλα μου τα έργα διακατέχονται από ένα αίσθημα ελληνικότητας. Στέκομαι όμως στις «Ωδές» του Ανδρέα Κάλβου και στο τελευταίο μου, τον «Πρώτο Ύμνο».

Ως συγγραφέας έχετε γράψει τα βιβλία «Αφήγηση των ήχων» και «Αντι-Ηχήσεις», ενώ τον Απρίλιο του 2013 κυκλοφόρησε το δοκίμιο «Το αίνιγμα μιας γενιάς – Μεταπλάσεις». Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να στείλετε μέσα από αυτά τα έργα;

Ήθελα, μέσω των τριών δοκιμίων που αναφέρατε, να κάνω γνωστές στους φίλους της μουσικής μου τις θέσεις, τις απόψεις και τις αγωνίες μου για διάφορα θέματα που με απασχολούν και με προβληματίζουν. Όπως είναι η τέχνη, η μουσική, ο ελληνισμός και η ελληνικότητα, η δικαιοσύνη, η πολιτική –όπως φριχτά τη βιώνουμε– και ό,τι τέλος πάντων συνθέτει τη ζωή ενός σκεπτόμενου ανθρώπου.

Θα μας πείτε τους σημαντικότερους σταθμούς της ιστορικής σας διαδρομής;

Η πρώτη σημαντικότατη στιγμή ήταν τον Μάρτιο του 1975 στο θέατρο «Ακροπόλ», όταν ο Μάνος Κατράκης με παρουσίαζε μέσα από την πρώτη συναυλία μου, ως νέο συνθέτη, στο αθηναϊκό κοινό. Έκτοτε έχουν ακολουθήσει εκδόσεις σημαντικών έργων μου, όπως τα «Λαϊκά προάστια», τα «Γράμματα στο Μακρυγιάννη», οι «Προσανατολισμοί», οι «Ωδές», οι «Αργοναύτες» κ.ά., όπως και πολύ ξεχωριστές εμφανίσεις μου και εδώ και στο εξωτερικό, που όλα αυτά συνθέτουν την καλλιτεχνική μου φυσιογνωμία και αποτελούν σημαντικούς σταθμούς της πορείας μου. Αλλά, ξέρετε, το πιο συναρπαστικό από όλα είναι που ο κόσμος επιμένει και εξακολουθεί να αγαπά τα τραγούδια και τη μουσική μου. Μεγαλύτερη τιμή και ικανοποίηση από αυτό δεν θα μπορούσε να υπάρξει για έναν συνθέτη. «Τα τραγούδια του Ανδριόπουλου» έλεγε παλιότερα ο Γεωργουσόπουλος «είναι τραγούδια της παρέας. Της εκλεκτής όμως παρέας, με το συλλογικό και καθαρό συναίσθημα του εμείς».

Προσπαθείτε μέσα από το έργο σας να δώσετε ένα στίγμα ευγένειας και ομορφιάς που να εκφράζει τον ελληνισμό. Πόσο ταιριάζουν τα συγκεκριμένα στοιχεία στο σήμερα της Ελλάδας και των Ελλήνων;

Καίρια ερώτηση. Αυτά τα στοιχεία που αναφέρατε –ομορφιά, ευγένεια και θα πρόσθετα και ένα τρίτο, ευαισθησία– είναι τα πλέον απαραίτητα που έχει ανάγκη να ανασύρει από τη λήθη, για να ξαναβρεί την ψυχή του ο ελληνισμός. Διαφορετικά δεν θα δούμε προκοπή και με λυπεί αφάνταστα που δεν μιλά κανείς από την πολιτική τάξη για τέτοια ζητήματα.

Τα σχόλια είναι κλειστά.