Γιώτα Νέγκα: “Η τρομοκρατία των πολιτικών με φοβίζει” – Συνέντευξη στο”Καρφί”
Της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά» είναι οι στίχοι που αφιερώνει η τραγουδίστρια Γιώτα Νέγκα στην Ελλάδα του σήμερα, ρωτώντας αφοπλιστικά τον εαυτό της και μένα πώς είναι δυνατόν όλα να συνεχίζουν κανονικά, αλλά τίποτα να μην είναι ίδιο. Ξετυλίγοντας την πορεία της, μας μίλησε, μεταξύ άλλων, για τα πρώτα της μουσικά ακούσματα, το βλέμμα του αείμνηστου Δημήτρη Μητροπάνου που φυλά στην καρδιά της, την καλύτερη συμβουλή που πήρε ποτέ για το τραγούδι, τη σχέση της με το χρήμα, αλλά και το «Καινούριο φιλί» που δίνει στο «Σταυρό του Νότου».
Πότε ξεκίνησες επαγγελματικά το τραγούδι;
Στα 17 μου – πήγαινα ακόμη σχολείο. Είχαμε πάει οικογενειακώς σ’ ένα κέντρο και ζήτησα από τον τραγουδιστή να πω ένα τραγούδι. Είπα το «Όλα σε θυμίζουν» και το «Φεύγω». Μετά από δύο ημέρες, γυρίζοντας από το σχολείο, βρήκα στο σπίτι μας τον ιδιοκτήτη του κέντρου, που μου ζήτησε να πηγαίνω στο κατάστημά του και να τραγουδώ. Αυτό ήταν! Ένα όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα – με διάλεξε η μουσική!
Η οικογένειά σου είχε κάποια σχέση με το τραγούδι;
Καμία άμεση. Όμως το τραγούδι ποτέ δεν έλειπε από το σπίτι και τη γειτονιά μου στο Αιγάλεω. Θυμάμαι ότι, όταν τραγουδούσαν ο παππούς και ο πατέρας μου, παράταγα το παιχνίδι και καθόμουνα στα πόδια τους για να τους κάνω σιγόντο. Άκουγα αυτά που άκουγε και ο πατέρας μου: Καζαντζίδη, Νταλάρα, Αλεξίου, Μοσχολιού, Μπέλλου, Νίνου. Το καλό ήταν ότι, με πατέρα από την Πάτρα και μάνα από την Αρκαδία, έμαθα από νωρίς τον πυρήνα της ελληνικής μουσικής, που θεωρώ ότι είναι τα λαϊκά και τα δημοτικά τραγούδια.
Κατατάσσεις τον εαυτό σου στα ταλέντα;
Δεν έχω κάνει μουσικές σπουδές. Δεν ξέρω αν είμαι ταλέντο. Ξέρω όμως ότι, για να αναδειχθεί όλο το μεγαλείο που κρύβει ένα ταλέντο, θέλει την κατάλληλη τεχνική. Επίσης, όλα αυτά τα χρόνια στο χώρο κατάλαβα ότι, αν δεν προσέξεις το ταλέντο σου, ή την υγεία της φωνής σου –πείτε το όπως θέλετε–, μπορεί να τα χάσεις από λάθος χειρισμούς. Αυτό πήγα να πάθω και εγώ από τις κακές συνθήκες της δουλειάς, μέχρι που ένας άνθρωπος από το Εθνικό Ωδείο, η Άννα Διαμαντοπούλου, κατάφερε με τις κατάλληλες τεχνικές να επαναφέρει την υγεία της φωνής μου.
Χωρίς μουσικές σπουδές, πώς παίζεις τόσα όργανα;
Ένας τραγουδιστής δεν είναι μόνο ένας τραγουδιστής. Όταν λατρεύεις ένα επάγγελμα, αναζητάς δρόμους για να φθάσεις στην καρδιά του. Έτσι, άρχισα να πειραματίζομαι με διάφορα μουσικά όργανα και σήμερα παίζω κιθάρα, λίγο πιάνο, λίγα κρουστά. Θα ήθελα πάντως κάποια στιγμή να μάθω και κανονάκι. Υπάρχει ένας δάσκαλος, ο Πάνος Δημητρακόπουλος, που το παίξιμό του είναι ικανό να σε σηκώσει στα ουράνια.
Εσύ τι συμβουλεύεις τους νέους καλλιτέχνες;
Να ανακαλύψουν το σώμα και την ψυχή τους, έτσι θα καταλάβουν και τη δύναμη που κρύβει η φωνή τους. Αναγνωρίζω ότι σήμερα τα περισσότερα γίνονται με ταχύτητα φωτός και οι προκλήσεις είναι πολλές. Όμως δεν πρέπει να αφήσουν να χαθεί η συνέχεια από την παλιά σχολή.
Ποια είναι η σχέση σου με το χρήμα; Υπάρχει κάποια κακή συνήθεια που θέλεις να κόψεις;
Με το χρήμα δεν είχα ποτέ καλή σχέση, ίσως γιατί ανήκω σε αυτούς που μπορούν να τα βγάλουν πέρα και με λίγα έως πολύ λίγα. Πάντα λογάριαζα τα έξοδά μου και πάντα είχα την ικανότητα να ξεχωρίζω τα πραγματικά από τα πλασματικά έξοδα. Η κακή συνήθεια που θέλω να κόψω είναι το κάπνισμα. Είναι μια συνήθεια που «έχει κλειδώσει» μέσα στο μυαλό μου και προσπαθώ να τη βγάλω.
Σήμερα, όπου τίποτα δεν είναι όπως παλιά, τι σε φοβίζει περισσότερο;
Η τρομοκρατία που ξεκινά από τους πολιτικούς. Αρνούμαι να με τρομοκρατούν. Οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μας βρίσκονται στα όρια της κατάθλιψης ή έχουν ήδη περάσει το κατώφλι, ακριβώς γιατί κατάπιαν αυτή την τρομοκρατία. Ναι, όλοι ζοριζόμαστε, αλλά πιστεύω ότι θα τα βγάλουμε πέρα.
Πού μας υποδέχεσαι φέτος;
Στο «Σταυρό του Νότου» με τον Θέμη Καραμουρατίδη και το «Καινούριο φιλί». Είναι το βασικό τραγούδι του ομώνυμου δίσκου μου από τη Feelgood Records. Το «Καινούριο φιλί» δεν είναι ένας αμιγώς λαϊκός δίσκος. Είναι ένας δίσκος που κυλάει νεράκι και αφήνει τα ίχνη του από το ένα κομμάτι στο άλλο – τα περισσότερα από τα τραγούδια θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τη δική τους πορεία.
Έχεις τραγουδήσει με πολλούς καλλιτέχνες. Υπάρχει κάποιος που ξεχωρίζεις;
Ναι, ο Δημήτρης Μητροπάνος. Πάντα πίστευα ότι στο τραγούδι οδηγήθηκα από μία εσωτερική ανάγκη. Αυτό το πιστεύω μού το επιβεβαίωσε ο μεγάλος καλλιτέχνης. Όταν έτυχε να βρεθώ μαζί του στην ίδια πίστα και συνάντησα την εκφραστικότητα των ματιών του, το δυνατό παλμό της φωνής του, τα ρίγη που έβγαιναν στο μέτωπό του και δονούσαν όλο το κορμί του, όλα αυτά μαζί ήταν το πιστεύω μου. Ότι δηλαδή πρέπει πρώτα να δονείται ο καλλιτέχνης που τραγουδά ένα τραγούδι και αυτή τη δόνηση με μαγικό τρόπο να την περνά στον κόσμο που τον ακούει. Το τραγούδι είναι μια δημιουργία, ένας τοκετός, στον οποίο μετέχουν τρεις άνθρωποι, ο στιχουργός, ο μουσικός που το μελοποιεί και ο τραγουδιστής. Αίσθηση που μου έχει αφήσει και η Χαρούλα Αλεξίου. Πάντως, έχω μέσα μου όλους τους λαϊκούς τραγουδιστές. Από όλους φυλάω κομμάτια τους στην καρδιά μου. Κρατάω το λυρισμό της Τζένης Βάνου, περπατάω στα πατήματα της Πόλυς Πάνου, αγκαλιάζω την εκφραστικότητα της Χαρούλας Αλεξίου και το βάθος της φωνής της Ελένης Βιτάλη. Τους αγαπάω όλους.
Και από ποιον καλλιτέχνη έχεις πάρει την καλύτερη συμβουλή;
Από την Ελευθερία Αρβανιτάκη, την οποία είχα πάει να δω σε μια συναυλία. Καταρχήν από κοντά επιβεβαίωσα το ήθος, την αισθητική, το κριτήριο και τη γνώση που πίστευα ότι έχει η συγκεκριμένη γυναίκα. Όταν λοιπόν με είδε στο καμαρίνι της, αν και δεν τα είχαμε πει ποτέ, σηκώθηκε, με αγκάλιασε και μου είπε: «Ρεπερτόριο… Bρες τραγούδια σημαντικά. Αυτό που έχεις είναι ένα δώρο που πρέπει να τιμήσεις και να σεβαστείς».
Τα σχόλια είναι κλειστά.