Κινδυνεύει η κυβέρνηση από την κατάρα της δεύτερης τετραετίας, δηλαδή από μια προϊούσα φθορά που μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδα, απρόβλεπτες εξελίξεις ή ακόμα και σε πρόωρες εκλογές; Πολλοί υποστηρίζουν πως ναι, καθώς μετά την εκλογική νίκη του 2023 με ποσοστό 41%, η κυβέρνηση δείχνει να έχει χάσει τον προσανατολισμό της και να εμφανίζει σημάδια στασιμότητας ή και υποχώρησης από τη διακηρυγμένη μεταρρυθμιστική της ατζέντα.
Του Ευτύχη Παλλήκαρη
Ήδη οι πρώτες ενδείξεις των φθινοπωρινών μετρήσεων δείχνουν κάμψη των ποσοστών της ΝΔ αλλά και μεγάλα ποσοστά δυσαρέσκειας της κοινής γνώμης κυρίως για τα θέματα της ακρίβειας και της καθημερινότητας. Ωστόσο, η κυβερνητική δυσκαμψία είναι η μία μόνο όψη του νομίσματος για να υιοθετήσουμε αβασάνιστα την «κατάρα της δεύτερης τετραετίας» ως δεδομένη για κάθε κυβέρνηση και μη αντιστρεπτή πορεία.
Η αλήθεια είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που έχει εκδηλωθεί πάνω από μία φορά στον πολιτικό βίο μετά την μεταπολίτευση. Η προϊούσα φθορά μιας κυβέρνησης μετά από μια δεύτερη εκλογική της νίκη ήταν η μία από τις δύο προσφιλείς θεωρίες για την εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων στην κυβέρνηση. Η άλλη ήταν η περίφημη θεωρία του ώριμου φρούτου. Με βάση αυτήν, η αντιπολίτευση δεν βίαζε την πτώση της αντίπαλης κυβέρνησης, αντίθετα περίμενε να επωφεληθεί από τη φθορά της για να αναλάβει με μια εκλογική νίκη αυτοδυναμίας τα κυβερνητικά ηνία.
Σήμερα όμως γνωρίζουμε πρωτόγνωρες πολιτικά συνθήκες. Οι διαφορές με παλιότερες ανάλογες πολιτικές περιπτώσεις είναι πολύ μεγάλες σε σχέση με αυτό που συμβαίνει σήμερα.
Ας αναφερθούμε σε δύο περιπτώσεις που χαρακτηρίστηκαν από τη λεγόμενη κατάρα της δεύτερης τετραετίας. Η πρώτη αφορά την δεύτερη θητεία διακυβέρνησης από τον Κώστα Σημίτη, με τα σημάδια φθοράς πολύ έντονα από την αρχή. Η δεύτερη περίπτωση αφορά την εκλογική νίκη του Κώστα Καραμανή το 2007, με τη δεύτερη θητεία διακυβέρνησης του τόπου από τη ΝΔ, τις παραμονές της μεγάλης κρίσης που ξέσπασε λίγο αργότερα. Και στις δύο περιπτώσεις όμως ο κοινός παρονομαστής ήταν ότι υπήρχε εναλλακτική λύση διακυβέρνησης από τον έναν ή τον άλλον πόλο του δικομματικού συστήματος. Μάλιστα στις περιπτώσεις αυτές, η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση διατηρούσε σαφές δημοσκοπικό προβάδισμα, σχεδόν από την επομένη της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης. Με άλλα λόγια, η κατάρα της δεύτερης τετραετίας προδίκασε την εναλλαγή στην εξουσία, στο πλαίσιο του δικομματισμού.
Αυτή είναι μια κεφαλαιώδης διαφορά με το σήμερα. Η κυβέρνηση της ΝΔ διανύει το δεύτερο χρόνο της δεύτερης τετραετίας χωρίς να υπάρχει απέναντί της αξιόμαχη αντιπολίτευση! Ο ΣΥΡΙΖΑ σπαράσσεται από την εσωκομματική του κρίση με διαλυτικά φαινόμενα ενώ το ΠΑΣΟΚ, μακριά από τις δόξες του παρελθόντος, αναζητεί για μια ακόμα φορά μέσω των εσωκομματικών διαδικασιών αξιόπιστη ηγεσία και πρόγραμμα ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μιας αξιόμαχης κεντροαριστεράς.
Με διαλυμένο το δικομματικό μοντέλο και την αντιπολίτευση αποδυναμωμένη και κατακερματισμένη, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια δυσλειτουργική κυβέρνηση και μετέωρες βασικές μεταρρυθμιστικές εξαγγελίες, την ώρα που τα σύννεφα συγκεντρώνονται στον οικονομικό ορίζοντα. Η αναποτελεσματικότητα και η αμηχανία για μια φυγή προς τα εμπρός έχει ως αποτέλεσμα να διαχέεται η δυσφορία και η απογοήτευση στην κοινή γνώμη, χωρίς όμως να ενισχύονται τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αυτή η εξίσωση όμως δεν ισοδυναμεί με την περιβόητη «κατάρα» δηλαδή με την φθορά της κυβέρνησης μέχρι τελικής πτώσεως. Μια κυβερνητική ανάκαμψη είναι πιθανή, ωστόσο χωρίς μεταρρυθμιστική ατζέντα και όραμα, ακόμα και το πολιτικό κεφάλαιο του Κυριάκου Μητσοτάκη φθείρεται αργά αλλά σταθερά. Μια αντιστροφή της πορείας για την κυβέρνηση παραμένει ζητούμενο και απαιτεί υπερβάσεις, που προς το παρόν δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα. Όσο για τη μάχη για την καθημερινότητα, θα έχει βάση και αντίκρισμα εφόσον εδράζεται σε στέρεα οικονομικά θεμέλια, όπως για παράδειγμα στην υπερπροσπάθεια που απαιτείται για την απορρόφηση των κονδυλιών του Ταμείου Ανάκαμψης που καθυστερεί δραματικά.
Χρόνος δεν υπάρχει- και ας επιχαίρουν κάποιοι στο Μαξίμου ότι η αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ δίνει άνεση χειρισμών και πιθανές αναβολές γι αυτά που πρέπει να γίνουν χτες. Από την άλλη, τα βλέμματα στρέφονται στις εσωκομματικές διεργασίες του ΠΑΣΟΚ και στις εκλογές του Οκτωβρίου-την ίδια περίοδο που θα συντελείται ένα ακόμη {τελικό;] δράμα στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Η έκβαση της εσωκομματικής αναμέτρησης, σε αντίθεση με το κόμμα της νυν αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα σημάνει το τέλος μιας διαδικασίας που άρχισε με το κλείσιμο του εκλογικού κύκλου και μπορεί να σηματοδοτήσει την αξιοποίηση, μετά από καιρό, μιας πολιτικής συγκυρίας για ένα restart με όρους ανανέωσης και εξωστρέφειας. Θα μπορούσε αυτό να είναι η απαρχή μιας αναζήτησης προϋποθέσεων για «επανίδρυση» του χώρου της Κεντροαριστεράς, με όρους κυβερνησιμότητας; Κανείς δεν μπορεί να το προεξοφλήσει. Γενικότερα, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει πώς θα αντιδράσει ένα πολιτικό σύστημα, που δέχεται εκ νέου ένα έντονο κύμα αμφισβήτησης και απαξίωσης. Συνεπώς και η θεωρία της κατάρας της δεύτερης τετραετίας μοιάζει με μοντέλο του μακρινού παρελθόντος της εποχής του δικομματισμού παρά σχετίζεταιμς το τι μέλλει γενέσθαι προσεχώς στο πολιτικό σκηνικό.
Τα σχόλια είναι κλειστά.