Ειδησεογραφικό site

Ο «χουντικός» σερ Μπιθί, οι… ρουφιάνοι και ο Μίκης

 

Tην Πέμπτη κλείνουν ακριβώς 49 χρόνια από τότε… Είναι χαράματα της 21ης Απριλίου του 1967… Ο ραδιοφωνικός σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων μεταδίδει την παρακάτω ανακοίνωση: «Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας».

Το πραξικόπημα για το οποίο πολλοί μιλούσαν και το οποίο σχεδόν όλοι οσμίζονταν αλλά κανείς δεν πίστευε ότι θα συμβεί, είχε ήδη εκδηλωθεί…

Αντί άλλης ιστορικής αναφοράς στη μαύρη για τη Δημοκρατία επέτειο, εστιάζουμε σε μια άκρως… διδακτική ιστορία της εποχής. Μια ιστορία που εμμέσως πλην σαφώς αναδεικνύει το θλιβερό φαινόμενο που διαχρονικά παρατηρείται σε αυτό τον τόπο, να επιπλέουν -σχεδόν πάντα- και να κυριαρχούν «στα πράγματα» οι πρόθυμοι υπηρέτες της κάθε εξουσίας και να αναδεικνύονται πάντοτε σε «τιμητές» και θεματοφύλακες των κοινωνικών ιδανικών, της δημόσιας ηθικής και του δημοκρατικού δικαίου…
Όπως οι δωσίλογοι και οι μαυραγορίτες της Κατοχής μετά την απελευθέρωση και οι ευνοημένοι συνεργάτες του Απριλιανού επταετούς καθεστώτος… Πάντα προς ίδιον όφελος…
Πρωταγωνιστές μας εδώ ο Μίκης, ο Γρήγορης και οι αυτο-προσφερόμενοι καλοθελητές (κοινώς ρουφιάνοι) που κατάφεραν με τις διαβολές τους να πείσουν τον πρώτο πως πρέπει, για το… καλό του, να ρίξει στο… ανάθεμα τον δεύτερο. Πράγμα το οποίο, φευ, έκανε, βάζοντας σε θανάσιμη δοκιμασία τη σχεδόν καρμική σχέση ζωής που είχαν οι δυο τους και η οποία έφτασε στην κορύφωσή της με τη συνεργασία τους στα πολλαπλώς εμβληματικά έργα του νεώτερου ελληνικού πολιτισμού: Τον «Επιτάφιο», τη «Ρωμιοσύνη», την «Όμορφη Πόλη», το «Άξιον εστί»…

 

ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ

 

Δανειζόμαστε αποσπάσματα από το βιβλίο – λεύκωμα του «Αυτόπτη φωτομάρτυρα» Τάκη Πανανίδη που είχε κυκλοφορήσει το 2004 από τις εκδόσεις «Ντέφι»… Διατηρούμε τη σχεδόν… προφορική αφήγηση του συγγραφέα ως έχει με την ιδιότυπη γλαφυρότητα και τις υπερβολές της:

ΤΑ ΜΑΓΑΖΙΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ

 

Σε όλη τη διάρκεια της επταετίας τής χούντας, 1967-1974, δύο και μοναδικά ήταν τα κοσμικά κέντρα που διασκέδαζαν οι «αρχιεπαναστάτες». Η ΝΕΡΑΪΔΑ της Παμέλας και τα ΔΕΙΛΙΝΑ του Θωμά, που ήταν και τα προστατευόμενα από τη χούντα μαγαζιά.

Οι μόνιμοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες των δύο κέντρων ήταν ο Μπιθικώτσης, η Μοσχολιού, ο Πάριος, ο Νταλάρας, ο Διονυσίου, ο Κόκοτας, ο Καλατζής και ο πάντα δημοφιλής Χρηστάκης. Οι μοντέρνοι Δάκης, Πασχάλης, αδελφές Μπρόγιερ, Μίλλυ, Τζελσομίνα κ.ά. και οι μουσικοί Παπαδόπουλος, Καρνέζης, Χιονάς, Ψαρρός στα μπουζούκια, οι αδελφοί Λαβράνοι (Γεράσιμος, Νίκος και Γιώργος) στην ορχήστρα κ.ά.

Κάθε σεζόν άλλαζαν, πηγαινοερχόμενοι μία στα ΔΕΙΛΙΝΑ και μία στη ΝΕΡΑΪΔΑ και αντίστροφα (εκτός του Νταλάρα που δεν τραγούδησε ποτέ στη ΝΕΡΑΪΔΑ και ήταν πάντα στου Θωμά το μαγαζί και μετά την επταετία, με την Χαρούλα και τον Χάρρυ Κλυνν).

Εξ αιτίας αυτών των μετακινήσεων και παρά το μονοπώλιό τους, η Παμέλα και ο Θωμάς ήταν αιώνιοι άσπονδοι φίλοι.

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΒΟΛΟ

Αρχές δεκαετίας ’70, ο Λαδάς, ένας από τους αρχιπραξικοπηματίες, γίνεται διοικητής Κεντρικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Και μία Δευτέρα (αργία για τα κέντρα), διοργανώνει μεγάλη καλλιτεχνική γιορτή στο στάδιο του Βόλου (με ελεύθερη είσοδο), για την επέτειο της «21ης Απριλίου», με ένα τεράστιο πουλί με τον στρατιώτη επάνω στη σκηνή και τα άλλα εμβλήματα της χούντας. (Είχε προηγηθεί η άλλη πασίγνωστη γιορτή της χούντας στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με τους θρυλικούς καλλιτέχνες μας, Βέμπο και άλλους!)

Ο Λαδάς έχει προσκαλέσει όλους τους καλλιτέχνες τής ΝΕΡΑΪΔΑΣ και των ΔΕΙΛΙΝΩΝ. (Τα δύο κέντρα δούλευαν χειμώνα – καλοκαίρι, ήταν χειμερινά και θερινά).

Τα παιδιά πήραν τα αυτοκίνητά τους και «προσήλθαν ευγενώς προσφερθέντες», εκτός από την υποχρέωση που είχαν ορισμένοι.

Τον έναν τραγουδιστή μάλιστα, ο χουντικός υπουργός Ασλανίδης τον είχε μεταθέσει από τον Έβρο, όπου υπηρετούσε φαντάρος… στα ΔΕΙΛΙΝΑ της Γλυφάδας, όπου τραγουδούσε!

Δεν υπήρχε περίπτωση αμοιβής, γιατί η χούντα για τις γιορτές της δεν έδινε μία από τα δημόσια ταμεία. Άλλοι πληρώνανε. Οι τότε διαπλεκόμενοι χορηγοί, όπως και οι οργιάζοντες σημερινοί.

Το στάδιο Βόλου ήταν γεμάτο στις εξέδρες και στον αγωνιστικό χώρο, όπου είχε στηθεί η σκηνή. Κι άλλοι ήταν κρεμασμένοι στις μάντρες σαν τα σταφύλια, για­τί ο κόσμος τής επαρχίας διψούσε να δει από κοντά τα τότε «ιερά τέρατα». Δεν εί­χαν αρχίσει ακόμη τα προγράμματα στη Θεσσαλονίκη, ούτε οι «αρπαχτές» των καλ­λιτεχνών στην επαρχία.

Στην πρώτη σειρά, μπροστά στη σκηνή, ήταν όλα τα «μπουμπούκια» τής 21ης Απριλίου.

Τα παιδιά φόρεσαν τα βελούδινα και τα μεταξωτά τους και βγήκαν στη σκη­νή με φόντο το «πουλί».

Μεταξύ άλλων, ο Στράτος Διονυσίου είπε την Αφιλότιμη και τον Παλιατζή, ο Γιάννης Πάριος είπε το Τι θέλεις να κάνω και ο Γιώργος Νταλάρας είπε το Μέτοι­κο, αποσπώντας από τον κόσμο τα περισσότερα χειροκροτήματα απ’ όλους τους καλλιτέχνες! Οι εξέδρες χειροκροτούσαν ρυθμικά.

Μόλις κόπασαν οι επευφημίες και τα χειροκροτήματα του κόσμου, ο Ρουφογάλης φώναξε από την πρώτη σειρά,

Πείτε κανένα τού Θεοδωράκη!

Ο προνοητικός Λαδάς αμέσως τον έκοψε λέγοντας,

Όχι τώρα! Άστο για μετά…, φοβούμενος την «αντεπανάσταση» απ’ τον κόσμο και τη σύρραξη στις εξέδρες που «βράζανε» και μην τυχόν μείνει ο κόσμος μέχρι το πρωί τραγουδώντας Μίκη! (όπως εξήγησε μετά). Μετά τη γιορτή, όλους τους καλλιτέχνες, τους πήγανε σε μία εξοχική ταβέρνα, «κλεισμένη» αποκλειστικά για πάρτη τους. Κάθισαν όλοι σε ένα μεγάλο τραπέζι, βγάζοντας και τις αναμνηστικές φωτογραφίες (ορισμένοι καλλιτέχνες μαζί με τους «έτσι»), εκτός από τον Γιώργο Νταλάρα, που μαζί με τον Αντώνη Βαρδή κάθισαν σ’ ένα τραπέζι μόνοι τους, στην άκρη της ταβέρνας, αποφεύγοντας τους άλλους.

Η «ΑΣΘΕΝΕΙΑ» ΤΟΥ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗ

Ο Μπιθικώτσης δεν συμμετείχε στη γιορτή τής «Επαναστάσεως» στον Βόλο, διότι δήλωσε «ασθένεια» και κλείστηκε επί επτά ημέρες στην κλινική «Ο Παντοκράτωρ», στην οδό Μακεδονίας (δυο στενά πιο κάτω από το στούντιό μου της Μαυρομματαίων).

Στα ΔΕΙΛΙΝΑ, ο κόσμος τον ζητούσε. Έτσι, ο ιδιοκτήτης των ΔΕΙΛΙΝΩΝ, ο Θωμάς, ερχόταν κάθε μεσημέρι από τη Γλυφάδα με τη Μερσεντές, φέρνοντάς του το μαγειρευτό φαΐ τής κυρα-Ρίτσας μέσα στο κουμπωτό σιδερένιο κατσαρολάκι, για να «ψήσει» τον Μπιθικώτση να αφήσει την ασθένεια «μαϊμού» και να ’ρθεί στο μαγαζί, γιατί γινότανε το σώσε με τον κόσμο που τον ζήταγε!

Ο Μπιθικώτσης μόλις έβλεπε τον Θωμά, τον επέπληττε λέγοντάς του: «Στη μία η ώρα φέρνεις φαΐ σε Νοσοκομείο; Εδώ είμαστε άρρωστοι άνθρωποι!…Και μας φέρνουν τους δίσκους από τις έντεκα. Πάρ’ τα όπως τα ’φερες. Τώρα έφαγα…».

Και ο φουκαράς ο Θωμάς, αφού τραβούσε δύο ώρες τράφικ, τα μεσημέρια εκείνου του καλοκαιριού, μούσκεμα στον ιδρώτα άκουγε τον Γρηγόρη να του λέει: « Αυτά κάνεις και με συγχύζεις και ορίστε, αρχίσανε πάλι οι πόνοι και θα μείνω κάνα μήνα εδώ μέσα…».

 

Ο «ΧΟΥΝΤΙΚΟΣ» ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ…

Οι διασκεδάζοντες τότε στα κέντρα αρχιπραξικοπηματίες επέβαλαν και μεταγραφές τραγουδιστριών, ημετέρων τους και τις γκόμενες τους, στη ΝΕΡΑΪΔΑ και στα ΔΕΙΛΙΝΑ. Αλλά δεν φτουράγανε πάνω από 2-3 μέρες και μετά «τρώγανε κλωτσιές» και δρόμο!

Έτσι έφεραν και τον Γιώργο Οικονομίδη, ως παρουσιαστή τού προγράμματος των ΔΕΙΛΙΝΩΝ.

Μέσα στις δέκα μέρες που κάθισε όλες κι όλες, ο Οικονομίδης έγραψε και ένα τραγουδάκι για την «Επανάσταση», σε μουσική Κατσαρού και το είπαν ένα και μοναδικό βράδυ ο Μπιθικώτσης και η Μοσχολιού. Δεν το ξαναείπαν, ούτε ξανακούστηκε ποτέ από κανέναν άλλον, ούτε κανείς θυμάται μια λέξη ή νότα.

 

…Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ «ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟΙ»

Ήρθε η μεταπολίτευση και επέστρεψε και ο Θεοδωράκης από την εξορία στη βίλα του στο Βραχάτι. Εκεί κατέφθασαν τραγουδιστές και άλλοι και τα γνωστά λαμόγια που του είπαν ότι ο Μπιθικώτσης τραγούδησε στα ΔΕΙΛΙΝΑ τον ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ 21ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ, (βαφτίζοντας το τραγουδάκι τού Οικονομίδη ΥΜΝΟ!).

Έτσι, ο Μίκης, που εύκολα «ψηνόταν» απ’ τα λαμόγια, «καθαίρεσε» τον Μπιθικώτση και έβγαλε δίσκο τα ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ με τον Νταλάρα στη ΜΙΝΟS.

Ο Μίκης απέκλεισε τον Μπιθικώτση και από τη συναυλία για τη λύτρωση από τη χούντα στο «Καραϊσκάκη», με τους αντιστασιακούς τραγουδιστές! Τον απέκλεισε και από την πρώτη τού ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο Ηρώδειο (υπό τη διεύθυνσή του), δίνοντας τον ρόλο του στον Νταλάρα και κάνοντας τον Γρηγόρη το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς!!

Τέλος, για «τιμωρία» (;) τού Μπιθικώτση και ελπίζοντας και σε νέα φράγκα, έγινε η ιεροσυλία (μετά τον θάνατο του Ελύτη). Νέα εκτέλεση και έκδοση του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (!!), σε δίσκο με τον Νταλάρα. Ο δίσκος βέβαια πήγε άπατος, με τα γνωστά αποτελέσματα!

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Η συναυλία τού «Καραϊσκάκη» για τη λύτρωση από τη χούντα, με 45.000 θεατές, δεν ήταν με ελεύθερη είσοδο, ούτε για κανέναν ιερό σκοπό. Ήταν επιχείρηση (από τον μετά γνωστό διοργανωτή-επιχειρηματία συναυλιών), με τσουχτερά εισιτήρια, που πουλιόντουσαν στη μαύρη αγορά από τους μαυραγορίτες των γηπέδων (που μετά από επτά χρόνια «ξανάσκασαν μύτη») και με αμοιβές σε ορισμένους συμμετέχοντες καλλιτέχνες. ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

 

«ΕΓΩ, Ο ΣΕΡ…» ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΚΗ

 

Οι απαρχές της σχέσης του σερ Μπιθί με τον «ψηλό» έχουν τις ρίζες τους από κείνα τα σκληρά χρόνια του 1945 και άνθησαν στον χρόνο, οδηγώντας την ελληνική μουσική σε Αναστάσιμα μονοπάτια, με πρώτο σταθμό τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου…

Ιδού πώς τις κατέγραψε ο ίδιος ο Γρηγόρης στην αυτοβιογραφία του, την οποία κυκλοφόρησαν το 2002 οι εκδόσεις «Κοχλίας»:

Στη Μακρόνησο, έκανα κάποια μέρα πρόβα με την ορχήστρα μου στο τραγούδι του Μητσάκη «Το φανταράκι» και κάπου ήθελε ένα ακόρντο. Τους είπα: «Εδώ φα». Και πετάγεται ένα παιδί που ήταν ξαπλωμένο μ’ ένα βιβλίο στα χέρια και λέει: «Φα, πάει καλύτερα». Και τον ρωτάω: «Τι δουλειά κάνεις εσύ, ρε φίλε; Με τι ασχολείσαι;», και μου απαντά: «Σπουδάζω μουσική».

Αυτό το παιδί ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης… Ήταν η πρώτη μας συνά­ντηση και επαφή στη Μακρόνησο, πού να φανταζόμουν, εκείνη τη στιγ­μή, τι ρόλο θα έπαιζε στη ζωή μου (…)

Άλλη μια φορά που είχα άδεια από τη Μακρόνησο και πήγαινα για την Αθήνα, προκειμένου ν’ αγοράσω χορδές για τις κιθάρες και το μπουζούκι, ήμασταν με τον Μίκη στο ίδιο στρατιωτικό αυτοκίνητο. Εκείνος πήγαι­νε για νοσηλεία στο νοσοκομείο. Έκανε όμως πολλή ζέστη και σε κάποια στροφή έξω από το Μαρκόπουλο είδαμε μια μαρμαρένια βρύση να τρέχει, σταματήσαμε, του γέμισα ένα κύπελλο νερό και του το πρόσφερα (…)

Ήταν το 1959 όταν μου ζήτησαν να πάμε με το συγκρότημά μου σ’ ένα κέντρο στον Καναδά. Μου είχαν δώσει και προκαταβολή 35.000 δραχμές – πολύ μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή. Ήμουν στο σπίτι μου στο Περιστέρι και με φώναξαν στο μπακάλικο του Μανόλη. Με ζητούσαν στο τηλέφωνο. Το τηλέφωνο ήταν μακριά, κάπου 700 μέτρα. Πήγα και, μόλις σήκωσα το ακουστικό, στην άλ­λη άκρη της γραμμής ήταν ο κύριος Τάκης Λαμπρόπουλος, ο Τάκης ο Β’, όπως τον έλεγαν. Μόλις είχε αναλάβει γενικός καλλιτεχνικός διευθυντής στην Columbia. Μου είπε: «Γρηγόρη, σε θέλω οπωσδήποτε να έρθεις το απόγευμα στο γραφείο μου. Είναι μεγάλη ανάγκη και πολύ καλό για σένα». Εγώ του είπα ότι δεν μπορώ, γιατί φεύγω τουρνέ στον Καναδά. Όμως, το ίδιο απόγευμα ήρθαν στο σπίτι μου ο Λαμπρόπουλος με τον Γιάννη Ρίτσο, τον οποίο είχα ακούσει ως ποιητή, αλλά δεν τον γνώριζα. Μου λέει, τότε, ο Τάκης ο Λαμπρόπουλος: «Γρηγόρη, εγώ θα σου πληρώσω την προκαταβολή και ό,τι χρειαστεί, γιατί ο συνθέτης που έχει γράψει τη μουσική θέλει να τραγουδήσεις εσύ την ποίηση του Ρίτσου. Θα σου δώσω και 50.000 δραχμές ακόμη». Τους έδωσα ραντε­βού την άλλη μέρα στην οδό Λυκούργου, όπου ήταν τα γραφεία της Columbia κι ένα μικρό, πρόχειρο στούντιο. Ήταν εκεί ένας ψηλός και ο Μανόλης Χιώτης με το μπουζούκι του. Ο ψηλός στο πιάνο -δεν θυμόμουν καθόλου πως ήταν ο Θεοδωράκης- άρχισε να παίζει τα τραγού­δια, να μας παίζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Αυτές τις υπέροχες μελωδίες. Εμένα και του Χιώτη, όμως, δεν μας άρεσαν καθόλου στο πρώτο άκουσμα! Κλείσαμε το μάτι με τον Μανόλη και πήγαμε στην τουαλέτα. Και μου λέει: «Θα ξεφτιλιστούμε». Και του λέω: «Πάμε να συ­νεχίσουμε. Γιατί μου έχουν πει ότι ο “Επιτάφιος” περιέχει και δύο επι­πλέον τραγούδια». Το ένα ήταν «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ» και το άλλο «Μάνα μου και Παναγιά». Αν δεν ήταν αυτά τα δύο τραγούδια, θα είχα­με φύγει με τον Χιώτη. Όμως, αυτά τα τραγούδια μας… «τσίμπησαν», μας κράτησαν εκεί. Την άλλη μέρα που συναντηθήκαμε πάλι για πρό­βες με τον ψηλό, εγώ δεν τον θυμόμουνα καθόλου. Λέω στον Χιώτη: «Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα με τη “Μαργαρίτα Μαργαρώ” και το “Μάνα μου και Παναγιά”». Ο Μανόλης με κοιτάζει με σημασία και μου λέει: «Κι εγώ τα ίδια, ρε Γρηγόρη. Αυτός έχει ενδιαφέρον». Κι έτσι έμεινα χάρη στη «Μαργαρώ» και το «Μάνα μου και Παναγιά».

Κι όπως κάναμε πρόβα και αποχώρησε ο Χιώτης, κάποια στιγμή μου λέει ο Μίκης Θεοδωράκης: «Με θυμάσαι καθόλου;». «Κάτι σαν όνειρο σε θυμάμαι» του είπα. Και μου ξαναλέει: «Δεν είμαι εγώ, όταν κάνατε πρό­βα στη Μακρόνησο με τη λαϊκή ορχήστρα και έπαιζες το τραγούδι του Μητσάκη “Το φανταράκι” και συμφώνησα μαζί σου σε κάποιο ακόρντο ότι είχες δίκιο “Εδώ πάει φα”; Και με ρώτησες: “Τι δουλειά κάνεις, ρε φί­λε;”. Και σου είπα: “Είμαι μουσικός. Σπουδάζω στο Παρίσι”. Επίσης, δεν θα ξεχάσω ποτέ που μου έδωσες νερό ενώ εγώ διψούσα, στο Μαρκόπουλο. Εσύ πήγαινες για χορδές κι εγώ στο νοσοκομείο. Μου έχουν μείνει αυτά, Γρηγόρη».

Ε, τότε πια χαιρετηθήκαμε και προχωρήσαμε. Τελικά, δεν πήγα στον Καναδά. Τα κανόνισε όλα ο Τάκης Β’ Λαμπρόπουλος. Έτσι αρχίζουν κα­νονικά οι πρόβες για τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου, τη «Μαργαρώ» και το «Μάνα μου και Παναγιά» με τον Μανόλη Χιώτη και την ορχήστρα που δημιουργήθηκε σιγά-σιγά από τον Μίκη Θεοδωράκη. Μπήκαμε στο στού­ντιο και γράψαμε τα τραγούδια του «Επιταφίου» (…).

 

 

Τα σχόλια είναι κλειστά.