Ανδρουλάκης για ακρίβεια: Εκτός από επιδοματικά μέτρα, χρειάζονται μακροπρόθεσμες πολιτικές ρύθμισης της αγοράς
«Η ενεργειακή κρίση πρέπει να αντιμετωπιστεί με δημόσια παρέμβαση, ρυθμιστικές και αναδιανεμητικές πολιτικές, για να εξασφαλιστούν αξιοπρεπείς όροι διαβίωσης για όλους τους πολίτες και να αποφευχθούν φαινόμενα ενεργειακής φτώχειας», γράφει σε άρθρο του στο Βήμα ο κ. Ανδρουλάκης.
Ασκώντας κριτική στην κυβέρνηση τονίζει ότι «σε ε ό,τι αφορά τις βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις, τα περισσότερα κράτη νομοθέτησαν μέτρα στήριξης για την καταβολή επιδόματος θέρμανσης στις πιο αδύναμες ομάδες του πληθυσμού. Στην Ελλάδα όμως, οι εξελίξεις βρήκαν απροετοίμαστη την κυβέρνηση. Κινούμενη στη λογική του εφησυχασμού, η ΝΔ έλαβε το προηγούμενο διάστημα οριζόντια μέτρα στήριξης των νοικοκυριών, ενώ στον προϋπολογισμό του 2022 δεν περιλήφθηκαν σημαντικές παρεμβάσεις για τη συγκράτηση των τιμών στην ενέργεια».
Σε άλλο σημείο αναφέρεται στα νέα έκτακτα μέτρα επιδοματικού χαρακτήρα που έλαβε η κυβέρνηση τονίζοντας ότι «η επιδοματική πολιτική όμως στην ενέργεια δεν μπορεί να είναι οριζόντια, αλλά στοχευμένη, με κοινωνικά και εισοδηματικά κριτήρια και διαρκή αξιολόγηση από τις ρυθμιστικές αρχές».
Τέλος, επισημαίνει στη σημασία της αύξησης του κατώτατου μισθού. «Η άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό μέτρο στήριξης της μισθωτής εργασίας, ειδικά για τους χαμηλόμισθους. Άλλωστε, η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η θεσμοθέτηση και η σταδιακή αύξησή του μπορεί να συμβάλει τόσο στην καταπολέμηση της φτώχειας, όσο και στην αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου», σημειώνει.
Το άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη
Για μία δίκαιη πολιτική κατά της ακρίβειας
Η πανδημία έχει προκαλέσει τεράστιο κοινωνικο-οικονομικό κόστος.
Πριν ακόμη κλείσει τον κύκλο της, οι εθνικές κυβερνήσεις καλούνται πάλι να λάβουν έκτακτα μέτρα με σκοπό τη μείωση της επιβάρυνσης των νοικοκυριών λόγω του πληθωρισμού, εν μέσω ενός δύσκολου χειμώνα.
Η κρίση ακρίβειας οξύνει τις ήδη έντονες ανισότητες, διότι πλήττει τα πιο ευάλωτα στρώματα, που αναγκάζονται να ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος από το διαθέσιμο εισόδημά τους σε ανελαστικές δαπάνες (θέρμανση, τρόφιμα, καύσιμα). Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη άγγιξε τον Νοέμβριο το 4,9% όπου οι 3,5 ποσοστιαίες μονάδες της αύξησης των τιμών οφείλονται άμεσα ή έμμεσα στην αλματώδη άνοδο του κόστους της ενέργειας.
Στη χώρα μας, ο πληθωρισμός εκτινάχτηκε τον Δεκέμβριο στο 5,1%. Κατά την ΕΛΣΤΑΤ, οι καταναλωτές επιβαρύνονται ιδιαίτερα από τις αυξήσεις στο φυσικό αέριο (+135,7%), στο πετρέλαιο θέρμανσης (+34,1%), στα καύσιμα (+21,7%) και στο ηλεκτρικό (+37,8%). Την κρίση επιτείνει η αυξανόμενη αναλογία του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα, που καθιστά τη χώρα μας ιδιαίτερα ευάλωτη στις διακυμάνσεις του. Η Ελλάδα μάλιστα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που αυξήθηκε η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο μέσα στην κρίση κόστους.
Στο δυσμενές αυτό πλαίσιο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσανατολίστηκαν σε πολιτικές αντιμετώπισης της ακρίβειας, άμεσες και μακροπρόθεσμες. Η ενεργειακή κρίση πρέπει να αντιμετωπιστεί με δημόσια παρέμβαση, ρυθμιστικές και αναδιανεμητικές πολιτικές, για να εξασφαλιστούν αξιοπρεπείς όροι διαβίωσης για όλους τους πολίτες και να αποφευχθούν φαινόμενα ενεργειακής φτώχειας.
Σε ό,τι αφορά τις βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις, τα περισσότερα κράτη νομοθέτησαν μέτρα στήριξης για την καταβολή επιδόματος θέρμανσης στις πιο αδύναμες ομάδες του πληθυσμού. Στην Ελλάδα όμως, οι εξελίξεις βρήκαν απροετοίμαστη την κυβέρνηση. Κινούμενη στη λογική του εφησυχασμού, η ΝΔ έλαβε το προηγούμενο διάστημα οριζόντια μέτρα στήριξης των νοικοκυριών, ενώ στον προϋπολογισμό του 2022 δεν περιλήφθηκαν σημαντικές παρεμβάσεις για τη συγκράτηση των τιμών στην ενέργεια.
Παράλληλα, οι τιμές καταναλωτή αυξάνονται πάνω από τρεις φορές συγκριτικά με τις προβλέψεις του κυβερνητικού επιτελείου, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει πως η ακρίβεια θα είναι παρούσα ολόκληρο το 2022 – και όχι μόνο τους πρώτους μήνες, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Έτσι, η ΝΔ εξαναγκάστηκε να λάβει εκ των υστέρων νέα έκτακτα μέτρα επιδοματικού χαρακτήρα. Η επιδοματική πολιτική όμως στην ενέργεια δεν μπορεί να είναι οριζόντια, αλλά στοχευμένη, με κοινωνικά και εισοδηματικά κριτήρια και διαρκή αξιολόγηση από τις ρυθμιστικές αρχές.
Χώρες όπως η Ιταλία, η Γερμανία, η Ισπανία, το Βέλγιο, η Πορτογαλία και η Κύπρος, νομοθέτησαν επιπλέον τη μείωση φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ στην ενέργεια. Παρά τις αντιφατικές δηλώσεις μελών της κυβέρνησης, η Νέα Δημοκρατία επιλέγει να μην ακολουθήσει ανάλογες πολιτικές μείωσης φόρων και ΦΠΑ σε βασικά αγαθά διατροφής και ενέργεια. Ωστόσο, το κόστος είναι ήδη μεγάλο: η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά ανάμεσα στις πιο ακριβές χώρες της Ευρώπης στη χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας. Στην εγχώρια αγορά υπάρχουν σημαντικές στρεβλώσεις ολιγοπωλιακού χαρακτήρα. Όσο δεν αντιμετωπίζονται, τόσο διαβρώνουν το εισόδημα των πολιτών και μειώνουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Εκτός λοιπόν από επιδοματικά μέτρα, χρειάζονται μακροπρόθεσμες πολιτικές ρύθμισης της αγοράς, που δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος. Για παράδειγμα, η Πορτογαλία παρουσιάζει σήμερα ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα πληθωρισμού στην ΕΕ, ακριβώς επειδή θωράκισε εγκαίρως την οικονομία της. Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση έδωσε έμφαση στον θεσμικό ρόλο της πορτογαλικής Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, η οποία μείωσε τo 2019 τις τιμές του ηλεκτρικού κατά 3,5%, ενώ και για το 2022 προβλέπονται σημαντικές μειώσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού δικτύου για τα νοικοκυριά και τη βιομηχανία.
Πιο μακρόπνοα, είναι απαραίτητο να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης, με σκοπό τη διάχυση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ και την ενεργειακή αυτονομία. Μέσω της δημιουργίας ενεργειακών κοινοτήτων παντού, με χιλιάδες φωτοβολταϊκά στις στέγες, είναι εφικτό οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι, οι μικροπαραγωγοί αλλά και οι πιο ευάλωτοι Έλληνες να παράγουν μεγάλο μέρος της ενέργειας που καταναλώνουν. Η πράσινη μετάβαση πρέπει να είναι και δίκαιη και συμμετοχική.
Τέλος, ιδιαίτερη σημασία για την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών έχει η αύξηση του κατώτατου μισθού, όπως κάνουν ήδη πολλές χώρες (Πορτογαλία, Τσεχία, Αγγλία, Ρουμανία κ.ά.). Άμεσα, όχι σε βάθος χρόνου για να κρατάει η κυβέρνηση όμηρους τους εργαζομένους σε προεκλογικούς σχεδιασμούς.
Η χώρα μας είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο ο καθαρός μέσος μισθός είναι χαμηλότερος απ’ ό,τι το 2010.
Η άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό μέτρο στήριξης της μισθωτής εργασίας, ειδικά για τους χαμηλόμισθους. Άλλωστε, η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η θεσμοθέτηση και η σταδιακή αύξησή του μπορεί να συμβάλει τόσο στην καταπολέμηση της φτώχειας, όσο και στην αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γερμανία, όπου παρά τις ανησυχίες για απώλεια θέσεων εργασίας, η απασχόληση συνέχισε να αυξάνεται και μετά τη θεσμοθέτηση του κατώτατου ωρομισθίου το 2015.
Μετά από δέκα και πλέον χρόνια αλλεπάλληλων κρίσεων, η σοσιαλδημοκρατία είναι η πιο αξιόπιστη πολιτική δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο, μαζί με την αποτελεσματική ρύθμιση των αγορών και ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος
Τα σχόλια είναι κλειστά.