Γιάννης Μπέζος: «Η ανύπαρκτη παιδεία το μεγαλύτερο αγκάθι της Ελλάδας» – Συνέντευξη στο «Καρφί»
Της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου
«Η… αγνή αγάπη προς τους νέους είναι δημιούργημα των κομμάτων της Αριστεράς για να εκμεταλλευτούν τις ψήφους τους και μόνο, ενώ, σύμφωνα με τους πολιτικούς, ό,τι υπάρχει κάτω από 18 ετών είναι για πέταμα» αναφέρει αφοπλιστικά στο «Καρφί» ο ηθοποιός Γιάννης Μπέζος, στέλνοντας παράλληλα μήνυμα σε όλους τους πολιτικούς ότι η δημοκρατία είναι καθημερινή άσκηση! Με το χαμόγελο στα χείλη αλλά και με πικρία στα μάτια μάς υποδέχτηκε στο σπίτι του, όπου και μας μίλησε μεταξύ άλλων για τους… ταλιμπάν Έλληνες μαθητές που καίνε τα βιβλία τους στο τέλος της σχολικής χρονιάς, για τους ατάλαντους ηθοποιούς αλλά και για το… ταμείο του, που τώρα πια είναι μείον!
Ποιο θεωρείτε ως το μεγαλύτερο «αγκάθι» της Ελλάδας;
Την ανύπαρκτη παιδεία. Κανείς από τους «ειδήμονες» δεν έχει καταλάβει ότι ένα παιδάκι πρέπει να πάει στο σχολείο για να αγαπήσει τις γνώσεις, για να αποκτήσει αναλυτική σκέψη και για να μάθει να αμφιβάλλει, και όχι για το πότε θα μπει στο πανεπιστήμιο να καταξιωθεί αυτό και η οικογένειά του. Στην Ελλάδα, με το που θα γεννηθεί ένα παιδί, πρέπει να του εγγυηθείς και την προσωπική του επιτυχία. Μας προκαλούν τρόμο οι τζιχαντιστές και όχι τρόμο οι ταλιμπάν που υπάρχουν στη χώρα μας. Και αναφέρομαι σε εκείνους τους «μάγκες» μαθητές που στο τέλος της σχολικής χρονιάς καίνε τα βιβλία τους. Αυτό δεν λέγεται απρέπεια και ασέβεια αλλά ταλιμπανισμός!
Άρα η ζωή δεν ανήκει στους νέους;
Η ζωή ανήκει σε όλους. Όμως, από την άλλη, αναγνωρίζω ότι είμαστε λαός των άκρων. Κάποτε θαυμάζαμε το παλιό, ενώ τώρα τους νέους και καθετί νέο. Οτιδήποτε νέο, όμως, δεν σημαίνει απαραίτητα και καλό. Όλη αυτή η αγάπη για τους νέους ξεκινά από την πολιτική και κυρίως από τα κόμματα της Αριστεράς, τα οποία «θαυμάζουν» τους ανθρώπους από τα 18 και πάνω, γιατί εκεί είναι οι ψήφοι. Οτιδήποτε κάτω από αυτή την ηλικία είναι για… πέταμα.
Ζούμε την εποχή του «δήθεν»;
Πάντα το ζούσαμε. Και πριν και τώρα και αύριο. Όλα γύρω μου είναι δήθεν! Όλα ξεκινούν από την πολιτική και τους πολιτικούς. Βέβαια, οι πολιτικοί δεν κατεβαίνουν από τον Άρη, εκλέγονται και, άρα, αντικατοπτρίζουν μια κουλτούρα, ένα κομμάτι της ζωής που λέγεται παιδεία. Από τη στιγμή λοιπόν που θα εκλέξουμε τους πολιτικούς που μας είναι αρεστοί και τους βάλουμε στις καρέκλες τους, ξεκινάμε να τους βρίζουμε. Είναι ένα βασικό γνώρισμα του Έλληνα: θέλει απαραίτητα κάποιον να βρίζει. Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Για αυτά που ζούμε σήμερα, έχουμε συμβάλει όλοι ανεξαιρέτως. Κανένας Έλληνας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Απλώς, ρίχνουμε το βάρος των λαθών σε αυτούς που φαίνονται, γιατί έτσι μας βολεύει. Όταν, όμως, ψηφίζεις κάποιον ή αποφασίζεις για κάτι, είσαι υπεύθυνος για αυτό. Η δημοκρατία είναι καθημερινή άσκηση.
Υπάρχουν σήμερα πολιτικοί που μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων;
Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο νομοθέτης δίνει το δικαίωμα σε κάποιον να είναι στην καρέκλα του για τέσσερα χρόνια. Αν δηλαδή δεις ότι αυτός που έχεις επιλέξει δεν είναι αυτό που θέλεις, δεν σου κάνει, βρε αδερφέ, τον γκρεμίζεις… δεν τον ξαναψηφίζεις.
Ας έρθουμε και λίγο στην ηθοποιία. Πώς μπορεί ένας νέος ηθοποιός να φτάσει στην καταξίωση;
Με το ταλέντο. Δυστυχώς γεννιέσαι με το ταλέντο… δεν το αποκτάς στη διαδρομή. Καλλιεργείς την κουλτούρα σου, την υποκριτική σου, μαθαίνεις να διαχειρίζεσαι το ρόλο σου… αλλά ως εκεί. Για να είσαι λοιπόν μαγικός και να βγάλεις το κουνέλι από το καπέλο, πρέπει να υπάρχει το κουνέλι. Σκέψου μια αλάνα που παίζουν τα παιδιά ποδόσφαιρο. Παίζουν όλα μαζί, το ένα όμως ξεχωρίζει. Αυτό το ένα γεννήθηκε με ταλέντο!
Και ποιος κρίνει αν ένας ηθοποιός έχει ταλέντο;
Μετά από 36 χρόνια στο χώρο μπορώ να πω ότι ο μεγαλύτερος κριτής ενός ηθοποιού είναι ο χρόνος στην αρχή και το κοινό στη συνέχεια. Το βάθος του χρόνου καθορίζει αν κάποιος θα μείνει στο χώρο. Το κοινό, όπως το λέει και η λέξη, είναι κοινό, δεν κάθεται να σκεφτεί ιδιαίτερα, ιδίως το κοινό της τηλεόρασης, που καταναλώνει ό,τι του «πασάρεται». Ο χρόνος όμως είναι αμείλικτος. Από την άλλη, δεν πρόκειται να πάρει κάποιος έναν ηθοποιό ατάλαντο ή επειδή έχει «μέσο». Μέσο στη δουλειά μας δεν υπάρχει. Μολονότι από τις σχολές βγαίνουν κάθε χρόνο περίπου 250 άτομα, δεν αξίζουν παρά μόνο οι δέκα. Μπορεί να φαίνομαι κακός, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ως χώρα είμαστε μια φάμπρικα παραγωγής ηθοποιών που βγαίνουν από τις σχολές και δεν ξέρουν πού πάνε τα τέσσερα… Είναι ατάλαντοι. Το ότι έχουν ένα χαρτί ανά χείρας δεν μου λέει τίποτα.
Θα δουλεύατε χωρίς λεφτά;
Όχι. Πρέπει να πληρώνομαι για αυτό που κάνω. Προσφέρω το έργο μου χωρίς λεφτά, όταν κρίνω ότι πρέπει να βοηθήσω. Ας πούμε, έκανα μέσα στο καλοκαίρι μια ταινία για τον κινηματογράφο, που θα βγει στις αίθουσες το Δεκέμβριο. Είναι μια ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Η κόρη του Ρέμπραντ» χωρίς οικονομικά ανταλλάγματα. Θέλω να πω ότι για μένα αποφασίζω εγώ και σε όποιον αρέσει!
Μπορεί να έχετε κάνει πολύ θέατρο, όμως η μεγάλη αναγνώριση ήρθε από την τηλεόραση. Σας πειράζει αυτό;
Ναι. Και πάλι θα πω πράγματα που θα στενοχωρήσουν κάποιους, όμως ευελπιστώ ότι και κάποιοι θα ξεκουνηθούν. Η τηλεόραση δεν έχει κοινό, έχει κάποιους που κάθονται στον καναπέ τους και βλέπουν ένα κουτί και παράλληλα τρώνε ή κάνουν άλλα πράγματα. Μακάρι το κοινό του θεάτρου –που είναι άλλη υπόθεση– να ήταν το κοινό της τηλεόρασης. Θα ήταν αλλιώς τα πράγματα και για μας που αγαπάμε το θέατρο, αλλά ταυτόχρονα θα σήμαινε και κάτι σημαντικό για την ποιότητά μας και το επίπεδό μας ως λαού.
Πώς αποφορτίζεστε από τη δουλειά;
Με πολλούς τρόπους. Όπως με το μπάσκετ. Παίζω 50 χρόνια και συνεχίζω. Παράλληλα, διαβάζω πάρα πολύ και ακούω μουσική. Όχι αυτά τα… ντάμπα ντούμπα που καταναλώνουν οι νέοι, αλλά τα παλιά ρεμπέτικα τραγούδια, ενώ μου αρέσει και η κλασική μουσική. Μου αρέσει η μουσική που μου «χαϊδεύει» τα αυτιά, μου κάνει συντροφιά και με ξεκουράζει. Δεν μπορώ τους θορύβους και τα δήθεν. Σιχαίνομαι για παράδειγμα τη λαϊκή ποπ μουσική, που είναι πολύ της μοδός και συνδυάζεται με εικόνα. Τη θεωρώ εξάμβλωμα και μου αρέσει που έχει ξεκινήσει η κατάρρευσή της. Επίσης μου αρέσουν οι μεγάλες ορχήστρες αλλά και η τζαζ.
Είστε πλούσιος;
Σχεδόν όσα έχω κερδίσει από την τηλεόραση τα έχω… φάει στο θέατρο. Έχω ζήσει πολύ ωραία πράγματα και κυρίως έζησα όπως ήθελα εγώ. Αυτή είναι η μεγαλύτερη υπεράσπιση που έχω προσφέρει στον εαυτό μου. Δεν ξεκίνησα με λεφτά. Στη διαδρομή τα έκανα, ενώ σήμερα δεν έχω λεφτά. Έπαιρνα πολλά χρήματα από την τηλεόραση, τα έριξα όλα στο θέατρο και το καταχάρηκα. Τα έφαγα. Αν θέλεις να κάνεις μια παραγωγή σοβαρή και παράλληλα να τηρήσεις όλα αυτά που λένε οι συμβάσεις εργασίας, δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλεις λεφτά. Όποιος πει το αντίθετο, να μου τον φέρετε. Τώρα βέβαια έχουμε πάει στο άλλο άκρο με την κατάργηση των συμβάσεων.
Πέρυσι, ας πούμε, με την «Αντιγόνη», μια ακριβή παράσταση, έχασα πολλά λεφτά. Το σημαντικό είναι ότι ήξερα ότι θα συμβεί αυτό, αλλά ήθελα να την κάνω. Στη σούμα λοιπόν είμαι χαμένος και μάλιστα αρκετά. Αν ήθελα, θα μπορούσα να είχα βγάλει ακόμα περισσότερα λεφτά από την τηλεόραση, αλλά δεν θα ήμουν εγώ, θα ήμουν κάποιος άλλος. Και επίσης ξέρω ότι τα εύκολα λεφτά… εύκολα τρώγονται.
Δεν ανήκετε σε αυτούς που επεκτείνονται και σε άλλες δουλειές για να διαφυλάξουν το μέλλον τους;
Μου λένε κάποιοι: Γιατί δεν ανοίγεις ένα εστιατόριο; Θα τα «κονομήσεις» και από εκεί. Όλα αυτά τα θεωρώ γελοία. Η ζωή μου είναι η δουλειά μου και πάνω σε αυτήν επιδιώκω να κάνω τα καλύτερα.
Άρα τα μοδάτα και τα ακριβά δεν σας ενδιαφέρουν;
Σιχαίνομαι γενικότερα τις «μοντερνιές» και τις μίνιμαλ καταστάσεις. Για παράδειγμα, κάποιοι ακούν το όνομα «Μπέζος» και σκέφτονται ένα υπερπολυτελές σπίτι. Όχι. Θέλω το σπίτι να είναι μαζεμένο, σε γήινες αποχρώσεις και να αποπνέει ζεστασιά. Μου αρέσει πολύ το παραδοσιακό σπίτι. Μπορεί σήμερα να κάποιοι να φοβούνται και να τρομάζουν με λέξεις όπως παράδοση, σπίτι, οικογένεια κ.λπ. ή κάποιοι να μιλάνε για έθνος και ανάθεμα αν ξέρουν τι σημαίνει, αλλά θεωρώ ότι όλες αυτές οι έννοιες θα πρέπει να επανέλθουν στη ζωή μας, όχι όμως σαν «ξεσήκωμα» του παρελθόντος. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να ανακαλύψουμε τη γοητεία του πράγματος. Δηλαδή πώς πρέπει να είναι ένα σπίτι, έτσι ώστε μέσα σε αυτό να είμαστε δημιουργικοί.
Παραδοσιακός στο σπίτι, αλλά μοντέρνος στη σχέση σας με την κόρη σας;
Η κόρη μου, η Ηρώ, εδώ και πολλά χρόνια δεν ζει μαζί μου. Πιστεύω ότι τα παιδιά πρέπει να φεύγουν από το στενό κλοιό της οικογένειας νωρίς, γιατί έτσι ωριμάζουν περισσότερο. Η Ηρώ είναι σήμερα 26 ετών. Δυστυχώς, όμως, τα περισσότερα παιδιά φεύγουν από το σπίτι διότι αισθάνονται τους γονείς εχθρούς και όχι ως… απαραίτητους αντιπάλους για να πηγαίνουν και αυτά μπροστά.
Θα κάνετε μια σύγκριση ελληνικών και τούρκικων σειρών;
Τα τούρκικα σίριαλ είναι καλύτερα από τα ελληνικά. Τα περισσότερα είναι δυνατές παραγωγές, τα οποία όμως δεν τα βλέπω γιατί δεν προλαβαίνω. Έχουν ισχυρή παραγωγή, αν και η θεματολογία τους μου είναι αδιάφορη, καθώς τη θεωρώ παρωχημένη, αλλά σε γενικές γραμμές είναι καλές δουλειές. Τα ελληνικά σίριαλ, από την άλλη, είναι ξεπατικωσούρες, αμερικανιές.
Ποια είναι η άποψή σας για την ελληνική τηλεόραση;
Η χειρότερη. Δεν πιστεύω ότι τα δεινά της ελληνικής τηλεόρασης ξεκινάνε από τα κακογραμμένα ελληνικά σίριαλ, αλλά από τον κακό της εαυτό. Δεν είναι τόσο η έλλειψη χρημάτων –που πραγματικά κάποιες φορές υπήρχε– όσο η προχειρότητα, η έλλειψη γούστου, η ανύπαρκτη αισθητική.
Επαγγελματικά τι έχουμε να περιμένουμε φέτος από τον Γιάννη Μπέζο;
Φέτος θα παίξω μόνο στο θέατρο σε μια τραγικο-κωμωδία, την οποία και σκηνοθετώ εγώ. Πρόκειται για μια κωμωδία των Γιαννακόπουλου-Σακελλάριου «Ένας ήρωας με παντόφλες» στο θέατρο Βρετάνια. Έργο παλιό, γραμμένο το 1947 και παιγμένο από τον Λογοθετίδη. Ένα εύλογο ερώτημα είναι γιατί τώρα να καταπιαστώ με αυτό το έργο, το τόσο παλιό. Καταρχήν όλα τα παλιά έργα δεν είναι κατ’ ανάγκη και καλά. Υπάρχουν όμως έργα παλιά, πραγματικά διαμάντια. Ένα τέτοιο διαμάντι είναι και αυτό το έργο, το οποίο και θεωρώ ως το καλύτερο της συγγραφικής δυάδας. Ήδη έχουμε ξεκινήσει πρόβες, καθώς σκοπεύουμε να κάνουμε πρεμιέρα στις 10 Οκτωβρίου.
Τα σχόλια είναι κλειστά.