Ειδησεογραφικό site

Του Θεοδόση Μπουντουράκη: Το 4ο μνημόνιο: Βαρύ και μακροχρόνιο

1.608

 

Πρόσφατα η ΕΚΤ ανήγγειλε τη σταδιακή μείωση της ποσοτικής χαλάρωσης και τελικά την πλήρη κατάργησή της, το τέλος του 2018. Ο Μάριο Ντράγκι ξεκίνησε την ποσοτική χαλάρωση πριν τρία χρόνια, όταν διαπίστωσε ότι η ευρωζώνη ευρίσκετο στα πρόθυρα της ύφεσης, η οποία εκτός από τις προφανείς οικονομικές επιπτώσεις, θα μπορούσε να απειλήσει ακόμη και την ευρύτερη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έτσι κατάφερε να δημιουργήσει ανάπτυξη της τάξεως του 2%-3% η οποία μεταξύ άλλων είχε και ευεργετικές συνέπειες επί της ευρωπαϊκής συνεκτικότητος, η οποία πρόσφατα ταλανίζεται από ακραίες εθνικιστικές κραυγές, όπως οι προερχόμενες από την Ιταλία.

Η Ελλάδα των κυβερνήσεων του Αλέξη Τσίπρα έχασε την ευκαιρία να συμμετάσχει σε αυτό το γενναιόδωρο πρόγραμμα χρηματοδότησης της ΕΚΤ και απλώς έβλεπε τα τραίνα να περνούν, ή άλλως όταν έβρεχε λεφτά εμείς κρατούσαμε ομπρέλα. Αντ’ αυτού εμείς φορτωθήκαμε με τεράστια μνημονιακά δάνεια, κατά την περίοδο που άλλοι εταίροι της ευρωζώνης, έπαιρναν καθαρές εισροές από την ΕΚΤ.

Τώρα που η ποσοτική χαλάρωση τελειώνει, και τα επιτόκια της ευρωζώνης θα αρχίσουν να ανεβαίνουν, εμείς θα πρέπει να βγούμε στις αγορές. Όπως είναι φυσικό τα επιτόκια των ομολόγων θα αυξηθούν με αποτέλεσμα η χώρα μας να δανείζεται με μεγαλύτερο συγκριτικά κόστος απ’ ό,τι θα επετύγχανε στο παρελθόν.

Το άλλο σημαντικό θέμα είναι το δημόσιο χρέος. Αν προχωρήσει η ελάφρυνση-αναδιάρθρωση του χρέους, εν μέσω διαφωνιών Γερμανών, Γάλλων και ΔΝΤ, αυτή σίγουρα θα συνδεθεί με την υλοποίηση από ελληνικής πλευράς συγκεκριμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα ισοδυναμούν με 4ο μνημόνιο χωρίς όμως την φθηνή χρηματοδότηση των προηγουμένων τριών μνημονίων. Ούτως ή άλλως, με δεδομένο το τεράστιο ύψος του ελληνικού χρέους, θα υπάρχει επιτήρηση από πλευράς δανειστών για πολλά χρόνια στο μέλλον. Αν σ’ αυτήν προσθέσουμε και την προαναφερθείσα επιτήρηση λόγω πιθανής ελάφρυνσης του χρέους, τότε τα πράγματα δείχνουν ότι βαίνουμε προς μια ασφυκτική και ενδελεχή επιτήρηση, στενότερη από αυτές των προηγηθέντων μνημονίων.

Βέβαια η κυβέρνηση αν και φυσικά τα γνωρίζει όλα αυτά, ευαγγελίζεται ότι μετά τον Αύγουστο του 2018 θα έχει λυμένα τα χέρια της να εφαρμόσει τις δικές της διορθωτικές πολιτικές και να αποκαταστήσει τις αδικίες των μνημονίων. Αυτό προφανώς μεταφράζεται σε διανομές επιδομάτων προς τις κοινωνικές τάξεις που η κυβέρνηση θέλει να προσελκύσει εκλογικά, καθώς και στην επίταση της προσπάθειας για περαιτέρω κομματικοποίηση του κράτους και της δημόσιας διοίκησης την οποίαν ήδη και τώρα επιχειρεί, πλην όμως τότε θα εγκαταλείψει κάθε πρόσχημα.

Φυσικά οι δανειστές μας τα διαβλέπουν όλα αυτά με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ήδη σοβαρή δυσπιστία τους προς την ελληνική κυβέρνηση, δεδομένης της προφανούς προθέσεώς της να επανέλθει σε άκρως πελατειακές πρακτικές, οι οποίες είχαν ελαττωθεί λόγω των μνημονιακών επιταγών. Η εμμονή της κυβέρνησης με τα υπερπλεονάσματα τα οποία πρόσφατα ψήφισε η κυβερνητική πλειοψηφία στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, αποκαλύπτει την σαφή πρόθεσή της να προσφέρει επιδόματα και φοροελαφρύνσεις στους φίλους και συμπαθούντες κατά τον γνωστό λαϊκιστικό τρόπο της διάκρισης μεταξύ δικών μας και ξένων.

Αυτό άλλωστε δεν το κρύβουν πολλοί κυβερνητικοί βουλευτές, οι οποίοι με κάθε ευκαιρία κλείνουν το μάτι προς τους επίδοξους ψηφοφόρους, υποσχόμενοι διαφόρων ειδών δωράκια και διορισμούς προς το ποίμνιον. Πολλές φορές η κατάσταση είναι για γέλια.

Ο Τσακαλώτος προσπαθεί να τηρεί τα προσχήματα στη Βουλή, ενώ διάφοροι βουλευτές  οργιάζουν δεξιά και αριστερά υποσχόμενοι μπαξίσια και ρουσφέτια.

Το χειρότερο όμως είναι ότι όλοι αυτοί οι κύριοι δεν αντιλαμβάνονται ή δεν ενδιαφέρονται, για το γεγονός ότι τα τεράστια υπερπλεονάσματα τα οποία επιδιώκει η κυβέρνηση, σκοτώνουν την ανάπτυξη. Για παράδειγμα ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2017 θα μπορούσε να είναι υπερδιπλάσιος του πραγματοποιηθέντος, αν δεν υπήρχε το υπερπλεόνασμα αυτής της χρονιάς. Όσο υπερφορολογείς και στίβεις την οικονομία για να πετύχεις το υπερπλεόνασμα, τόσο πνίγεις την ανάπτυξη διότι την αποστερείς από τους απαραίτητους πόρους.
Έχουμε κατά κόρον τονίσει ότι για να επανέλθουμε σε ικανοποιητικούς και σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, χρειάζονται πρωτίστως επενδύσεις της τάξεως του 20% του ΑΕΠ κάθε χρόνο τουλάχιστον, και όχι υπερπλεονάσματα. Οι επενδύσεις προϋποθέτουν αύξηση της αποταμίευσης, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία, και επιμονή στις διαρθρωτικές αλλαγές στην Διοίκηση, στην Δικαιοσύνη, στη Φορολογία και σε άλλους νευραλγικούς τομείς . Και πέραν αυτών φυσικά προϋποθέτουν και την πλήρη εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος από τα κόκκινα δάνεια, ώστε να μπορέσει αυτό να επανέλθει στην απρόσκοπτη χρηματοδότηση της οικονομίας. Και φυσικά και την πλήρη άρση των capital controls, τα οποία εκτός από την ουσιαστική σημασία τους, προσδίδουν και μια πολύ δυσάρεστη τριτοκοσμική οσμή στην οικονομία μας αλλά και στην καθημερινότητά μας.

 

 

ΠΗΓΗ: capital.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.