Ειδησεογραφικό site

Του Νίκου Βιτώρου: Ένα νέο πολιτικό θάρρος

2.040
Είναι απαραίτητο να πιστέψουμε σε μία νέα προοδευτική πολιτική τάξη

Είναι προφανές ότι, παρά την κυβερνητική προπαγάνδα, η έξοδος από το τεχνικό σκέλος των μνημονίων δεν σημαίνει την υπέρβαση της κρίσης. Αντίθετα, η χώρα αναγκάζεται να στραφεί στις αγορές προκειμένου να χρηματοδοτηθεί, αντιμετωπίζοντας, χωρίς δίκτυ ασφαλείας πλέον, ένα τερατώδες δημόσιο χρέος, με «προίκα» την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, την ιδιαίτερα υψηλή ανεργία και μία άκαμπτη, δυσλειτουργική δημόσια διοίκηση. Οι πολυθρύλητες «μεταρρυθμίσεις» της μνημονιακής εποχής εξάντλησαν χρήσιμο πολιτικό κεφάλαιο, περιοριζόμενες σχεδόν αποκλειστικά σε οριζόντιες παρεμβάσεις περικοπής μισθολογικού και συνταξιοδοτικού κόστους, με ελάχιστες (και ανεπαρκείς) ουσιαστικές παρεμβάσεις διαρθρωτικού χαρακτήρα. Με άλλα λόγια: Έγιναν ισοπεδωτικές δημοσιονομικές διορθώσεις, χωρίς να τολμήσουμε να αλλάξουμε τις νοσηρές όψεις ενός μοντέλου οικονομίας και διοίκησης που είχε αποτύχει δραματικά.

Είναι εξίσου αυτονόητο, για οποιονδήποτε επιχειρεί να εξετάσει το ελληνικό πρόβλημα με όπλο την κοινή λογική, ότι η ουσιαστική υπέρβαση της καθίζησης της χώρας θα έρθει μέσα από την υλοποίηση μίας προγραμματικής πλατφόρμας που θα βασίζεται στις απαραίτητες, θαρραλέες διαρθρωτικές αλλαγές του χρεωκοπημένου μας μοντέλου και προτεραιότητα την ιδιωτική οικονομία, τη σταθερή (χαμηλή) φορολογία με κίνητρα για επενδύσεις, τον εξορθολογισμό του δημοσίου τομέα και την υγιή ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.

Με αυτές τις συνθήκες, ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει ο λεγόμενος «προοδευτικός» χώρος που, με γνώμονα τις παραδοσιακές χωροθετήσεις, εκπροσωπείται από το πολιτικό κέντρο, δεν είναι η εμμονική υπεράσπιση των ιδεολογικών αναφορών των περασμένων δεκαετιών. Αντιθέτως, το ζητούμενο είναι μία νέα δέσμη συγκεκριμένων ιδεών και άμεσα υλοποιήσιμων προτάσεων που μπορούν (και πρέπει) να καθορίσουν την ατζέντα της επόμενης κυβέρνησης.

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η χώρα έχει ανάγκη από το άνοιγμα ενός νέου ιστορικού κύκλου. Και η ανάγκη αυτή δεν εξαντλείται στη χάραξη μίας διαφορετικής πολιτικής ή την υιοθέτηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Πρέπει να αφήσουμε οριστικά πίσω μας τις διαιρέσεις που απηχούν τα πολιτικά διλήμματα και τις ιστορικές καμπές του παρελθόντος, θέτοντας τις σωστές βάσεις της νέας πολιτικής αντιπαράθεσης. Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε το τι είναι προοδευτικό, θέτοντας τα ερωτήματα που αντιστοιχούν στις μεγάλες αποφάσεις και τα διακυβεύματα των καιρών μας. Πόσο «προοδευτικός» είναι σήμερα ο αντιαμερικανισμός του ’70; Η προστασία των συντεχνιακών προνομίων που καθηλώνουν την οικονομία; Η εμμονή στην άκαμπτη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων; Ο αποκλεισμός της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από την ανώτατη εκπαίδευση; Για να αναφέρουμε λίγα μόνον από τα μεταπολιτευτικά «προοδευτικά» φετίχ.

Στην αποδρομή μίας κυβερνητικής περιόδου κατά την οποία το εθνολαϊκιστικό μόρφωμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αναπαρήγαγε μεγεθυμένα όλα τα σφάλματα του μεταπολιτευτικού μοντέλου, προάγοντας προκλητικά την ευνοιοκρατία και τον κομματισμό, δηλητηριάζοντας την κοινωνία με φτηνά ιδεολογήματα και διχαστικά ψευδο-διλήμματα, αλλά και κλονίζοντας βίαια τη θεσμική ακεραιότητα της χώρας, ο χρόνος δε θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλος για την αλλαγή της σελίδας.

Είναι απαραίτητο να πιστέψουμε σε μία νέα προοδευτική πολιτική τάξη, η οποία υπερβαίνει τις παραδοσιακές κατατάξεις στην κλίμακα αριστεράς – δεξιάς και διαπερνά οριζόντια τους κομματικούς σχηματισμούς, αποτελούμενη από εκείνα τα πολιτικά στελέχη που προκρίνουν την ανάγκη για ριζικές αλλαγές στο θεσμικό, πολιτικό, παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Ελάχιστα χρειάζεται να αναφερθεί ότι σε αυτήν τη νέα πολιτική τάξη δεν μπορούν να συγκαταλέγονται όσοι μέχρι και την ύστατη στιγμή υπερασπίζονται την αδιέξοδη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που επιχειρεί να καθηλώσει την κοινωνία στο διχασμό και τη συντήρηση.

Πρέπει να ανταμώσουμε και να βάλουμε στην άκρη τις παρωχημένες ιδεολογικές περιχαρακώσεις, για να διαμορφώσουμε έναν νέο πολιτικό χάρτη, προσαρμοσμένο στις πραγματικές προκλήσεις του σήμερα. Και, κυρίως, πρέπει να αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχει πλέον πολιτικός χρόνος ή άλλη ιστορική ευκαιρία, εκτός από τη σημερινή. Η χώρα πρέπει να βγει από την κρίση με πολιτική ηγεσία που θα την οδηγήσει με γενναιότητα στην υπέρβαση των αγκυλώσεων και τη νέα εποχή.

Ή, για την ακρίβεια: Μόνο τότε θα βγει από την κρίση.

Η επιλογή ενός αεί αντιπολιτευόμενου κεντρώου χώρου, με τη σημαία μίας κατ’ επίφαση και μόνο «προοδευτικότητας», που θα αποποιηθεί την ευθύνη της συμμετοχής στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής, αποτελεί μία στρατηγική εθνικής συντριβής και σηματοδοτεί την απώλεια ενός momentum ιστορικών διαστάσεων. Ο ρόλος των πολιτικών που πιστεύουν στη ριζοσπαστική αλλαγή της Ελλάδας δεν είναι να εγκλωβίζονται σε κομματικά στεγανά, ούτε, φυσικά, να πετροβολούν χαιρέκακα την αυριανή κυβέρνηση, με όρους παρωχημένης μικροπολιτικής αντιπολίτευσης. Η αποστολή τους, αντίθετα, είναι να τολμήσουν να συνθέσουν τις προοδευτικές ιδέες και να τις «σπείρουν» στην κοινωνία των πολιτών τη στιγμή που οι συνθήκες για την καλύτερη δυνατή καρποφορία είναι σωστές. Η πραγματική πρόκληση για τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις θα είναι να κρατήσουν γερά το πηδάλιο της χώρας, στην περίπτωση που οι εκπρόσωποι της παλαιάς κομματικής αντίληψης θα επιδιώξουν να λαφυραγωγήσουν την εξουσία και να στρέψουν το καράβι ξανά στα παλιά, γνώριμα, αλλά δυσώδη νερά.

Σύμφωνα με τον Αλμπέρ Καμί, «όποιος δε βρίσκει το θάρρος, βρίσκει πάντα μία φιλοσοφία, για να το δικαιολογήσει». Ο –αληθινά– προοδευτικός χώρος δεν έχει ανάγκη από τέτοια ευκαιριακά ιδεολογήματα που θα δικαιολογούσαν την άρνησή του να στηρίξει μία μελλοντική κυβέρνηση ανάταξης της χώρας. Ο προοδευτικός χώρος δε δικαιούται να μείνει αμέτοχος και να αποδράσει από την ιστορική του ευθύνη. Πρέπει, περισσότερο από ποτέ, να σκεφτούμε με άξονα την Ελλάδα των επομένων δεκαετιών και όχι τις βολικές πολιτικές στρατοπεδεύσεις του παρόντος – που είναι ήδη παρελθόν.

Πηγή: athensvoice.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.