Ειδησεογραφικό site

Του Κων. Μαριόλη: Ο… τυφώνας «πολιτικό ρίσκο» επέστρεψε και απειλεί την οικονομία

2.011

 

Όταν τον περασμένο Μάρτιο, ο Ζολτ Ντάρβας, αναλυτής του think tank, Bruegel, υποστήριζε σε συνέντευξή του στο liberal.gr, ότι το ταμειακό απόθεμα που ήθελε να χτίσει η κυβέρνηση δεν αρκεί για να αποκρούσει η Ελλάδα τους δυνητικούς κινδύνους και ότι η χώρα κινδυνεύει να χρειαστεί νέο μνημόνιο σύντομα, πολλοί έσπευσαν να πουν ότι πρόκειται για τη… γνωστή καταστροφολογία που έχει στόχο να βλάψει το κυβερνητικό έργο.

Σήμερα, δύο μήνες μετά τη λήξη του μνημονίου, Ιταλία και Ελλάδα αποτελούν τις δύο βασικές εστίες πολιτικού κινδύνου στην Ευρώπη. «Πνιγμένη» στα εσωτερικά της προβλήματα, η ελληνική κυβέρνηση δείχνει ανήμπορη να προστατεύσει την οικονομία. Ιστορικοί επιχειρηματικοί όμιλοι εγκαταλείπουν τη χώρα, επιχειρηματικά project βαλτώνουν και το χρηματιστήριο παραπαίει.

Ειδικά στη Λ. Αθηνών τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Οι… ξαφνικές ανησυχίες για τις τράπεζες και τα «κόκκινα» δάνεια έδωσαν τη σκυτάλη στις κυβερνητικές τριβές με αφορμή το Σκοπιανό με τον Γενικό Δείκτη να σημειώνει τέσσερις διαδοχικές εβδομάδες απωλειών και να… επιστρέφει στον Φεβρουάριο του 2017. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση συνειδητοποιεί ότι η έξοδος στις αγορές είναι ανέφικτη και θέλει να βάλει στο παιχνίδι τις τράπεζες, να τις φορτώσει με κρατικά ομόλογα και να φωνάξει ότι πέτυχε την έξοδο στις αγορές.

Μόνο που στόχος θα έπρεπε να είναι η προσέλκυση ξένων επενδυτών και όχι η ενίσχυση του ομφάλιου λώρου μεταξύ κράτους-τραπεζών. Η υπερβολική «εσωτερική» χρηματοδότηση του δημοσίου μέσω των τραπεζών ήταν ένα λάθος του οποίου τις επιπτώσεις θα πληρώνουμε για πολλά χρόνια.

Και ενώ η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει την ΕΚΤ να επιτρέψει την αύξηση του ορίου αγοράς κρατικών ομολόγων για τις ελληνικές τράπεζες κατά 5 δισ. ευρώ, οι τραπεζικές μετοχές μετράνε 22 πτωτικές στις τελευταίες 35 συνεδριάσεις (από τη Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου έως την περασμένη Παρασκευή), με τον τραπεζικό δείκτη να έχει καταγράψει απώλειες άνω του 5%, όχι μία, ούτε δύο αλλά έξι φορές.

Αυτό που άλλαξε τις τελευταίες εβδομάδες είναι ότι στη δεδομένη αβεβαιότητα σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας και την ανησυχία για επανάληψη των λαθών του παρελθόντος, ήρθε να προστεθεί ο πολιτικός κίνδυνος. Ένας κίνδυνος που θα μπορούσε να αποκρουστεί αν ήταν μόνο εξωτερικός και προερχόταν αποκλειστικά από την Ιταλία.

υστυχώς, το πολιτικό ρίσκο είναι πλέον ορατό και στη χώρα μας, καθώς οι κυβερνητικές παλινωδίες και οι επιλογές του Αλ. Τσίπρα σε καίρια ζητήματα, όπως αυτό των τραπεζών, είναι που δεν αφήνουν ομόλογα και μετοχές να ανακάμψουν μετά το μίνι-κραχ στις αρχές του μήνα.

Είναι μία περίοδος κατά την οποία οι αναφορές στην πιθανότητα πολιτικής και οικονομικής ολίσθησης, συνέχισης του αποκλεισμού από τις αγορές, εξάντλησης του κεφαλαιακού «μαξιλαριού» και επιστροφής σε προβληματικές καταστάσεις-μνημόνια, κάνουν ολοένα περισσότερο την εμφάνισή τους.

Πριν από σχεδόν δύο εβδομάδες ήταν ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS που κατέτασσε μόνο την Ελλάδα στην κατηγορία «μέτριου κινδύνου» για έξοδο από το ευρώ, ενώ την περασμένη εβδομάδα η Capital Economics έκανε λόγο για κίνδυνο νέου μνημονίου πριν το τέλος του 2020 στην περίπτωση που ο Αλ. Τσίπρας συνεχίσει την παροχολογία ενόψει εκλογών.

Η επιστροφή του πολιτικού κινδύνου αποτελεί τεράστιο πισωγύρισμα για τη χώρα. Από την ημέρα που ο κ. Τσίπρας πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών και βάφτισε «ναι» το ηχηρό «όχι» του δημοψηφίσματος, κάνοντας γνωστό σε ολόκληρη την υφήλιο τον όρο «kolotoumba», ο πολιτικός κίνδυνος στις εκθέσεις επενδυτικών σπιτιών και οίκων αξιολόγησης δεν σχετιζόταν τόσο με την έξοδο από το ευρώ αλλά κυρίως με την κόπωση από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Γνωρίζοντας οι αγορές ότι το κόμμα που προηγείται στις δημοσκοπήσεις είναι φιλοευρωπαϊκό και με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφαρμόζει κατά γράμμα – έστω και με μεγάλες καθυστερήσεις – το τρίτο μνημόνιο, ο κίνδυνος να αλλάξει ρότα η Ελλάδα περιορίστηκε σημαντικά.

Τόσο πολύ που οι πιθανότητες ενός Grexit συνέκλιναν με αυτές του Italexit, κυρίως μετά τις εκλογές του περασμένου Μαρτίου στην Ιταλία και τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας από δύο κατ’ εξοχήν ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, το Κίνημα Πέντε Αστέρων και τη Λέγκα του Βορρά.

Όμως, οι επενδυτές είχαν πάντοτε στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι ο Αλ. Τσίπρας θα έβρισκε την ευκαιρία να ξαναγίνει ο «επαναστάτης» που θέλει να εφαρμόζει μόνο φιλολαϊκές πολιτικές και πάει κόντρα στο κατεστημένο.

Με τις εθνικές εκλογές να πλησιάζουν ολοένα περισσότερο, μετά την παραίτηση του Ν. Κοτζιά και την υπερψήφιση της συνταγματικής αναθεώρησης από τη Βουλή των Σκοπίων, ο Έλληνας πρωθυπουργός προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ προεκλογικών υποσχέσεων και οικονομικής πραγματικότητας και στέλνει λάθος μηνύματα στις αγορές.

Μετά την υποβάθμιση της Ιταλίας από τη Moody’ s, εκφράζονται φόβοι ότι το επιτόκιο δανεισμού της γειτονικής μας χώρας θα εκτιναχθεί – στην περίπτωση που συνεχιστεί η κόντρα με τις Βρυξέλλες – πάνω από το 4%, συμπαρασύροντας τα ελληνικά επιτόκια σε δυσθεώρητα επίπεδα.

 

ΠΗΓΗ: liberal.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.