Ειδησεογραφικό site

Το τίποτα ως κάτι

73

 

 

 

 

 

Του Ανδρέα Παππά

image

Κατά τη θητεία μου στην ανανεωτική αριστερά, πριν από πολλά χρόνια, δεν είχα καταλάβει ποτέ ποιες ακριβώς ήταν οι απόψεις του συντρόφου Κουβέλη. Ήταν τα χρόνια που είχε γίνει ευρύτερα γνωστός, με την εκλογή του στη θέση του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας. Ως έμπειρος λοιπόν περί τα συνδικαλιστικά, αναλάμβανε συχνά να προεδρεύσει στα διάφορα κομματικά σώματα και όργανα (συνέδρια, σύνοδοι κεντρικής επιτροπής, κ.ά.). Δεν μπορώ να πω, σε αυτό ειδικά ήταν επαρκής. Νηφάλιος, ενίοτε υποτονικός, ήξερε πάντως πότε να δίνει τον λόγο σε ποιον, πώς να οργανώνει σωστά μια ψηφοφορία, και άλλα τέτοια. Κατά τα άλλα, ως προς την ουσία των κατά καιρούς συζητούμενων, σιγή ιχθύος. Ποτέ δεν τον είχα ακούσει να εκφράζεται ρητά, αποφασιστικά, υπέρ της άποψης Α και κατά της άποψης Β. Μου έδινε πάντα την εντύπωση ότι στο σχολείο θα πρέπει να ήταν ή απουσιολόγος ή αυτός που δίνει το σπόγγο στον καθηγητή αφού πρώτα τον έχει πλύνει καλά.

Δεν λέω ότι θα έπρεπε να μαλλιοτραβιέται, ή «να τρώει τα (πάντα περιποιημένα) μουστάκια του». Απλώς, να, μια φορά να τον ακούσω να υπερασπίζεται με θέρμη μιαν άποψή του, βρε αδελφέ!

Το 1989, όταν πια η Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ) είχε αγαπηθεί με το ΚΚΕ και με τους Κωνσταντοπουλαίους και αρκετοί από μας είχαμε ήδη «πάει σπίτια μας», ο σύντροφος Κουβέλης έγινε μάλιστα και υπουργός Δικαιοσύνης, στη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – Συνασπισμού.

Έπειτα από περίπου είκοσι χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων κατείχε περίοπτη θέση στο στελεχικό απαράτ του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ (υπηρετώντας, μεταξύ άλλων, πιστά το κόμμα υπό προέδρους-πολιτικούς ογκόλιθους, όπως ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και ο Αλέκος Αλαβάνος), και αφού το 2008 διεκδίκησε ακόμα και την προεδρία κόντρα στον ανερχόμενο τότε Αλέξη Τσίπρα, το 2010 ο πάντα «προσεκτικός» Φώτης Κουβέλης αποφάσισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αρμένιζε στραβά. Τέθηκε τότε επικεφαλής της εξόδου που επιχείρησε μια ομάδα στελεχών προερχόμενων κυρίως από την πάλαι ποτέ ανανεωτική αριστερά. Έτσι, εγεννήθη ημίν κόμμα ονόματι Δημοκρατική Αριστερά (ΔΗΜΑΡ). Θες η συγκυρία που την ευνόησε, καθώς το ΠΑΣΟΚ είχε αρχίσει ήδη να βουλιάζει υπό το βάρος του πρώτου μνημονίου, θες επειδή υπήρχε πράγματι κάποιο (μικρό, έστω) κενό στο συγκεκριμένο σημείο του πολιτικού χάρτη, θες επειδή υπήρχαν και αξιόλογα πολιτικά στελέχη στην ηγετική της ομάδα, η ΔΗΜΑΡ στάθηκε στα πόδια της, με άκρως μάλιστα ικανοποιητικές για τα μέτρα της επιδόσεις (άνω του 6%) στις δυο διαδοχικές εκλογές του 2012.

Έλα, όμως, που ο σύντροφος Φώτης ήθελε να τα έχει με όλους καλά. Και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ. Και στη μοιρασιά 4:2:1 να μετέχει, και «η καρδιά του να χτυπάει αριστερά» (whatever that means). Και με τους ευρωπαϊστές/μεταρρυθμιστές/εκσυγχρονιστές, και με τους θαυμαστές του Μαδούρο. Αρνούμενος, έτσι, αρχικά να στηρίξει κυβέρνηση των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, οδήγησε τη χώρα σε δεύτερες απανωτές εκλογές. Λίγο πριν από τις νέες αυτές εκλογές, δήλωσε «δεν θα αφήσουμε τη χώρα χωρίς κυβέρνηση», με αποτέλεσμα κάποιες χιλιάδες πολίτες (μεταξύ αυτών και η αφεντιά μου) να ψηφίσουν ΔΗΜΑΡ. Έλα, όμως, που η ευαίσθητη «αριστερή ψυχή» του κυρ-Φώτη δεν άντεξε! Έτσι, η αριστερά «της ευθύνης» (sic), παρά τις αντιρρήσεις κορυφαίων στελεχών της, αποχώρησε ξαφνικά από την τρικομματική κυβέρνηση, ανατρέποντας τις κρίσιμες ισορροπίες στον κυβερνητικό συνασπισμό ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Από κει και πέρα, τα γεγονότα είναι αρκετά πρόσφατα, και επομένως λίγο-πολύ γνωστά. Δεν υπάρχει λόγος να τα παραθέσω, νομίζω. Θα μπορούσε, πάντως, να συμπυκνώσει κάποιος τη στάση και την πορεία του κυρ Φώτη κατά την περίοδο 2013-2014 στη φράση: «Κάνω ό,τι μπορώ και ό,τι περνάει από το χέρι μου προκειμένου να έρθει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία». Όπερ και εγένετο, με την ευγενική συνδρομή βέβαια του Φώτη Κουβέλη και του τότε κόμματός του, η οποία και κορυφώθηκε με την άρνησή τους να ψηφίσουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Δεκέμβριο του 2014.

Του είχε υποσχεθεί κάτι το παλιό του συντροφάκι ο Αλέξης;Θεωρούσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν «έρθει εν τη βασιλεία του», δεν θα τον ξεχάσει κι αυτόν; Πίστευε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια χαρά κόμμα και τα στελέχη του μια χαρά παιδιά (τότε, όμως, γιατί έφυγε το 2010;); Δεν ξέρω, ούτε προτίθεμαι να κάνω τον πολιτικό ντετέκτιβ. Δεν με πολυενδιαφέρει, άλλωστε, τι απ’ όλα αυτά ισχύει. Με ενδιαφέρει, όμως, πολύ ότι η χώρα έγινε βορά στα χέρια των Τσιπροκαμμένων με τον κυρ-Φώτη να σπρώχνει και με τα δυο του χέρια.

Και όμως, αυτός που, είτε με την πολιτική του μυωπία είτε με τις οπορτουνιστικές πιρουέτες του (το ένα δεν αποκλείει το άλλο, άλλωστε) διέλυσε ένα κόμμα του 6,5% οδηγώντας το στην ανυπαρξία, επισκέπτεται εν χορδαίς και τυμπάνω το Μέγαρο Μαξίμου, δίνει συνεντεύξεις, δημιουργεί ακόμα και την απαραίτητη κίνηση-σφραγίδα ώστε να είναι «έτοιμος», αν και όταν οι ανερμάτιστοι που μας κυβερνούν επιχειρήσουν να φρεσκάρουν λίγο τη βιτρίνα τους. Μα, θα μου πείτε, με τον κυρ-Φώτη; Από ολότελα –μιας και δεν βλέπω πια και πολλά ψάρια έτοιμα να τσιμπήσουν– καλό και το «τίποτα ως κάτι», θα σας απαντήσω.

Τα σχόλια είναι κλειστά.