Ειδησεογραφικό site

Το πρωθυπουργικό μονοπώλιο του κόκκινου τηλεφώνου

43

Του Μάκη Μυλωνά

Η εξωτερική πολιτική αποτελεί διαχρονικά ένα συναρπαστικό πεδίο γνώσεων, πληροφοριών κι απόψεων, όπου πολύ συχνά η λεπτή γραμμή μεταξύ μύθου και πραγματικότητας είναι δυσδιάκριτη.

Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, ένας από τους πιο δημοφιλείς αστικούς μύθους ήταν η ύπαρξη ενός «κόκκινου τηλεφώνου», στο οποίο θεωρητικά μιλούσαν απευθείας ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και ο επικεφαλής της Σοβιετικής Ένωσης. Στην πραγματικότητα, ενώ όντως υπήρξε κι εξακολουθεί να υπάρχει μια τέτοια γραμμή επικοινωνίας, η σύνδεση δεν ήταν ποτέ τηλεφωνική και ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν κόκκινες συσκευές τηλεφώνων.

Ένας ακόμα δημοφιλής αστικός μύθος θέλει τον πολυμήχανο Χένρυ Κίσινγκερ να αναρωτιέται κάποτε για το σε ποιον άραγε θα πρέπει να τηλεφωνήσει αν θέλει να μιλήσει «με την Ευρώπη», μια αποστροφή που πράγματι περιγράφει με εύστοχο τρόπο τη χαώδη πολυφωνία της Ε.Ε σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα, ο δαιμόνιος Αμερικανός δεν είπε ποτέ κάτι τέτοιο -εξάλλου ο διχασμός των Ευρωπαίων εξυπηρετούσεμάλλον καλύτερα τους σχεδιασμούς του.

Δεν είναι όμως τυχαίο ότι τους δυο αυτούς μύθους συναντά κανείς πολύ συχνά σε διαλέξεις, σεμινάρια και εγχειρίδια εξωτερικής πολιτικής, ακριβώς γιατί η επίκληση τους αποτελεί έναν αποτελεσματικό τρόπο να εξηγήσει κανείς κάτι φοβερά θεμελιώδες, δηλαδή την ανάγκη να υπάρχει την κρίσιμη στιγμή ένας συγκεκριμένος άνθρωπος στην άκρη του τηλεφώνου, χωρίς ενδιάμεσους και διαρροές.

Άραγε, υπάρχει σήμερα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ένα τέτοιο αξιόπιστο κανάλι επικοινωνίας; Κι αν ναι, θα σηκώσει αυτός που πρέπει το τηλέφωνο στην Αθήνα;

Αυτόνομες πολιτικές ατζέντες

Δυστυχώς, η εξωτερική πολιτική της χώρας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα θύματα των αναμενόμενων δυσλειτουργιών της παρά φύσιν κυβερνητικής συνεργασίας ενός άγουρου κόμματος της Αριστεράς με ένα τυχοδιωκτικό κόμμα της άκρας Δεξιάς. Για πρώτη φορά στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Εξωτερικών και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας προέρχονται από τρεις διαφορετικούς πολιτικούς χώρους  και συχνά μοιάζουν να υπηρετούν διαφορετικές πολιτικές ατζέντες.

Ο Πάνος Καμμένος δεν διατηρεί μονάχα το υπουργικό χαρτοφυλάκιο της Εθνικής Άμυνας αλλά παράλληλα είναι και επικεφαλής ενός ακροδεξιού προσωποκεντρικού κόμματος που ισορροπεί διαρκώς μεταξύ κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και πολιτικής εξαφάνισης. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες συγκέντρωσαν μόλις 3,69% στις προηγούμενες εθνικές εκλογές και θα δώσουν μάχη ψήφο-ψήφο για να εκπροσωπηθούν και στην επόμενη Βουλή. Πόσο νηφάλια και παραγωγικά μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα του υπουργού Εθνικής Άμυνας κάποιος που έχει βασίσει την πολιτική του καριέρα στις κραυγές, στις υπερβολές και στην αμφισβήτηση του πατριωτισμού και της ηθικής ακεραιότητας κάθε πολιτικού αντιπάλου του;

Αποτελεί άραγε εθνική γραμμή η άποψη ότι η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) «δύναμη επίθεσης που όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου, θα είναι η μονάδα που θα σηκώσει πάλι τη σημαία της λευτεριάς στα κατεχόμενα εδάφη»; Αποτελούν τμήμα κάποιας συγκεκριμένης εθνικής στρατηγικής οι συνεχείς επισκέψεις στα Ίμια και οι επαναλαμβανόμενες απαξιωτικές αναφορές στη διαχείριση του θερμού επεισοδίου του 1996; Αποτελούν τρόπο άσκησης εξωτερικής πολιτικής τα διαδοχικά δημόσια «μολώνλαβέ» προς την Τουρκία; Ή όλα αυτά διατυπώνονται απλώς προς τέρψη του εκλογικού ακροατηρίου του κόμματος του κ. Καμμένου;

Από την άλλη, ο Νίκος Κοτζιάς αγαπά να αναφέρει σχεδόν σε κάθε συνέντευξη του ότι δεν αποτελεί μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που αφελώς υποτιμούν οι περισσότεροι αναλυτές αλλά και τα κόμματα της Αντιπολίτευσης. Ο κ. Κοτζιάς είναι επικεφαλής της κίνησης Πράττω, η οποία συνέπραξε με τον ΣΥΡΙΖΑ στον δρόμο προς την κατάκτηση της εξουσίας, αφού πρώτα ο ίδιος ο νυν υπουργός Εξωτερικών είχε ασκήσει κριτική στον ανερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ για την αδυναμία του να διατυπώσει πατριωτικές ιδέες. Τελικά, ο Νίκος Κοτζιάς φαίνεται ότι κατάφερε να γοητεύσει τον Αλέξη Τσίπρα, όπως παλαιότερα κι άλλους πρωθυπουργούς, και κάπως έτσι ο ίδιος βρέθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Νίκο Τόσκα (ο οποίος μεταπήδησε αργότερα με λίστα στη Β’ Αθηνών). Την κίνηση Πράττω έχει δηλώσει ότι εκπροσωπεί κοινοβουλευτικά και η βουλευτής Α’ Πειραιώς και Νήσων του ΣΥΡΙΖΑ Γεωργία Γεννιά, συνολικά δηλαδή τουλάχιστον 3 από τους 154 βουλευτές της σημερινής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Κατά δημοσιογραφικές πληροφορίες, υπάρχει τουλάχιστον ακόμα μια βουλευτής επαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ που εξαρτά τις πολιτικές επιλογές της από τις αποφάσεις της κίνησης Πράττω.

Αναμφίβολα, ο Νίκος Κοτζιάς είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει σε βάθος τα ζητήματα της εθνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να ασκείται με όρους επιστημονικού εργαστηρίου αλλά ούτε και δια της επικλήσεως στην αυθεντία. Τα καθήκοντα του υπουργού Εξωτερικών πρέπει πάντοτε να ασκούνται υπέρ των εθνικών συμφερόντων, όχι υπέρ της δοκιμής στην πράξη προσωπικών θεωριών. Η θητεία στο υπουργείο Εξωτερικών δεν μπορεί να αποτελεί περίοδο συλλογής στοιχείων για κάποιο μελλοντικό bestseller. Ο υπουργός Εξωτερικών δεν μπορεί παρά να δεσμεύεται από κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιοκαι να αξιολογείται με μοναδικό κριτήριο το κατά πόσο το υπηρετεί. Ο υπουργός Εξωτερικών θα πρέπει να αποδέχεται να είναι μάξιμουμ ένα σημαντικό πιόνι, ίσως ο βασιλιάς, αλλά δεν θα πρέπει ποτέ να νιώθει ότι είναι ο ίδιος ο σκακιστής.

Χαμηλός βαθμός στη διαχείριση κρίσεων

Η άφιξη των 8 Τούρκων αξιωματικών στον Έβρο αποτέλεσε την πρώτη αληθινά απρόβλεπτη κρίση που κλήθηκε να διαχειριστεί η συγκεκριμένη κυβέρνηση, με τη χώρα να πληρώνει τελικά την απειρία του Αλέξη Τσίπρα. Ο πρωθυπουργός πιθανότατα πράγματι έδωσε στον ΤαγίπΕρντογάν μια υπόσχεση που δεν μπόρεσε να τηρήσει -και κυρίως δεν έπρεπε ποτέ να δώσει.Το τι ακολούθησε το γνωρίζουμε όλοι, με το Κράτος Δικαίου να υφίσταται πολλαπλά πλήγματα στην προσπάθεια κάποιων να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα.

Ιδιαίτερα προβληματική ήταν η στάση της ελληνικής κυβέρνησης και στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, όπου φαίνεται πια ότι υπήρξε μια αξιοσημείωτη διάσταση απόψεων μεταξύ του υπουργείου Εξωτερικών και του Μεγάρου Μαξίμου, κυρίως ως προς το πόσο ενεργός και πόσο «τραχύς» έπρεπε να είναι ο ρόλος της Ελλάδας σε μια ούτως ή άλλως δύσκολη διαπραγμάτευση.

Ακόμα πιο προβληματική ήταν όμως η συμπεριφορά της κυβέρνησης απέναντι στις τουρκικές επιλογές στον χώρο των Ιμίων, οι οποίες μόνο «απρόβλεπτες» δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας επέλεξε ξανά να δώσει το προσωπικό του σόου στα Ίμια, παρά τα όσα συνέβησαν με την κανονιοφόρο «Νικηφόρος», κι όταν λίγες μέρες μετά σημειώθηκε το σημαντικό επεισόδιο με το πλοίο «Γαύδος» του λιμενικού, η Αθήναεμφανώς σάστισε.

Ο Πάνος Καμμένος σιώπησε, το υπουργείο Εξωτερικών απάντησε με ιστορικά αμήχανο τρόποστη ρητή δήλωση του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας για το καθεστώς των Ιμίων και τελικά ήταν ο πρωθυπουργός της Τουρκίας εκείνος που έλαβε την πρωτοβουλία να συνομιλήσει με τον Αλέξη Τσίπρα και όχι η ελληνική πλευρά! Είναι δυνατόν να αποτελεί επίσημη εθνική γραμμή ότι το τουρκικό πλοίο επιχείρησε να διεμβολίσει το ελληνικό και να μην καλεί αμέσως ο Έλληνας πρωθυπουργός τον Τούρκο ομόλογο του; Είναι δυνατόν σε μια τέτοια κρίση να έχει χρόνο ο υπουργός Εξωτερικών να παραχωρήσει προσωπική συνέντευξη εφ’όλης της ύλης διάρκειας 90 (!) τηλεοπτικών λεπτών; Μόλις πριν 15 μέρες είχε μιλήσει, χωρίς αντίλογο, για άλλα 100 τηλεοπτικά λεπτά στην ΕΡΤ!

Η ευθύνη του πρωθυπουργού

Σήμερα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ή τουλάχιστον δεν δικαιούται να είναι ο άπειρος πολιτικός που λίγο-πολύ από το πουθενά παρέλαβε τα κλειδιά της χώρας τον Ιανουάριο του 2015. Έχει ήδη διατελέσει πρωθυπουργός για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι ο Γιώργος Παπανδρέου ή ο Αντώνης Σαμαράς κι αν εξαντλήσει τη θητεία του, θα έχει υπάρξει πρωθυπουργός για σημαντικά μεγαλύτερο διάστημα κι από ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας οφείλει εξ ορισμού να είναι αυτός που θα σηκώσει το κόκκινο τηλέφωνο, αποκλειστικά και μόνο ο δικός του αριθμός θα πρέπει να είναι ο αριθμός της Ελλάδας την κρίσιμη ώρα. Οφείλει να ελέγχει πλήρως την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, κυρίως γιατί αυτός και η κυβέρνηση του φέρουν πλήρη την ευθύνη απέναντι στο Έθνος και την Ιστορία.

Ο Αλέξης Τσίπρας οφείλει άμεσα να αναλογιστεί αν προσθέτουν κάτι στο εθνικό συμφέρον οι πράξεις και οι παραλείψεις των προσώπων που έχει επιλέξει να ασκούν την εθνική εξωτερική πολιτική. Για παράδειγμα, οφείλει να σκεφτεί στα σοβαρά αν πράγματι επιθυμεί επί των ημερών του να ασκεί αυτόνομα εξωτερική πολιτική και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά με τέτοια ένταση στη Μεταπολίτευση. Οφείλει επίσης να καταλήξει επιτέλους στο αν αποδίδει η στρατηγική του κατευνασμού απέναντι στην Άγκυρα, από το φρικτά θολό ποτάμι του Έβρου μέχρι τις θεσμικά ανεπίτρεπτες ακροβασίες στην υπόθεση των 8 Τούρκων αξιωματικών Επιβάλλεται να προβληματιστεί για το πόσο λογικό είναι να προλάβει να καλέσει ο Γιλντιρίμ στην Αθήνα κι όχι το να πάρει αυτός πρώτος στην Άγκυρα. Δέχθηκε σχετικές εισηγήσεις και τις απέρριψε; Ήταν προσωπική του απόφαση ή διάφοροι «γκουρού» γύρω του απέτυχαν ξανά να διαβάσουν σωστά τις δυναμικές στη λήψη αποφάσεων της απέναντι πλευράς;

Κυρίως όμως, σε προσωπικό επίπεδο, οφείλει να μην ξεχάσει ποτέ τι συνέβη την προηγούμενη φορά που υποτίμησε το υψωμένο δάχτυλο ενός υπουργού που λάτρευε τις κάμερες και πίστευε ότι τα ξέρει όλα. Κι αν στα δημοσιονομικά είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια το κόστος μιας ζημιάς, στην εξωτερική πολιτική η καταμέτρηση είναι πολύ πιο εύκολη, γι’ αυτό και δεν πρέπει να χρειαστεί να γίνει ποτέ.

πηγή: www.athensvoice.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.