Ο «ζεν πρεμιέ» των γηπέδων, ο «πράσινος» που δοξάστηκε στο Λιμάνι
«Ο Πετρόπουλος ο γόης/ του γηπέδου Δον Ζουάν/ στην τριπλέτα καουμπόης/ και στα θηλυκά Ταρζάν» τραγουδούσε χορωδία στην ταινία «Οι άσοι του γηπέδου» σε στίχους Ναπολέοντα Ελευθερίου
του Αντώνη Παληού
Ήταν από τους προπονητές που ξεχώριζε μέσα στα γήπεδα για το κομψό και καλόγουστο ντύσιμό του με ζιβάγκο, φουλάρια, ακριβά κοστούμια, καπαρντίνες, δερμάτινα σακάκια. Δεν θα τον έβλεπες με φόρμες στον πάγκο ποτέ. Έκανε καριέρα ως ποδοσφαιριστής και προπονητής.
Από το Βασίλης το Λάκης, όπως συνηθίζεται στην Ελλάδα, γεννήθηκε σαν σήμερα 29 Αυγούστου του 1932 στην Αθήνα. Έπαιξε ποδόσφαιρο στον Παναθηναϊκό τη δεκαετία του ’50, με τον οποίο κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1953 και το Κύπελλο Ελλάδας το 1955. Στο τέλος της καριέρας του κέρδισε άλλους δύο τίτλους, τις δύο πρώτες περιόδους της Α΄ Εθνικής (1959-60, 1960-61). Το 1961 σταμάτησε το ποδόσφαιρο και ξεκίνησε προπονητική καριέρα. Υπήρξε βοηθός προπονητή στον Παναθηναϊκό μέχρι το 1968 του Στέφαν Μπόμπεκ και του Μπέλα Γκούτμαν. Ανέλαβε τα ηνία του Παναθηναϊκού τη διετία 1968-1970 οδηγώντας την ομάδα του «τριφυλλιού» στο νταμπλ το 1969 και σε ένα ακόμα πρωτάθλημα το 1970. Ουσιαστικά, ήταν ο δημιουργός της ομάδας που τον επόμενο χρόνο έκανε τον άθλο του «Γουέμπλεϊ» υπό την καθοδήγηση του Φέρεντς Πούσκας.
Η χρυσή τριετία στο Λιμάνι
Ωστόσο, το σπουδαιότερο «δημιούργημά» του ήταν ο Ολυμπιακός της περιόδου 1972-1975, έστω και αν δεν θα έμενε, όπως και ο Γουλανδρής, μέχρι το τέλος της σεζόν 1974-75. Η πλειονότητα των οπαδών του Ολυμπιακού δεν γούσταραν στην αρχή τον προπονητή Λάκη Πετρόπουλο. Γιατί ήταν παλαίμαχος ποδοσφαιριστής και πρώην προπονητής του ΠΑΟ. Ο Γουλανδρής όμως δεν τον έβλεπε ως «βάζελο» αλλά ως έναν πολύ καλό προπονητή και ως έναν αξιοπρεπέστατο άνθρωπο. Ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που τον περιστοίχιζαν στον Ολυμπιακό και ο οποίος δεν του ζητιάνευε δανεικά κι αγύριστα κάθε τρεις και λίγο.
Ο Πετρόπουλος ήταν άνθρωπος μετρημένος, λιγομίλητος, λάτρης της πειθαρχίας σε όλα τα επίπεδα, εμψυχωτικός και φυσικά άριστος γνώστης της τακτικής. Κατάφερε να διατηρήσει τις ισορροπίες μέσα στην ομάδα βρίσκοντας ρόλους για όλους ανεξαιρέτως τους παίκτες του, εμφύσησε άπαντες με νοοτροπία άκρως επαγγελματική και -το δυσκολότερο κομμάτι του έργου του- έδιωξε κακήν κακώς από τους κύκλους γύρω από την ομάδα κάθε παρασκηνιακό, ύποπτο ή άχρηστο.
Με το που αναλαμβάνει τον Ολυμπιακό, ο Λάκης Πετρόπουλος διαγιγνώσκει αμέσως δύο πράγματα: ο Δεληκάρης είναι ο πιο ταλαντούχος ποδοσφαιριστής που θα μπορούσε να βρει στην επιθετική γραμμή της ομάδας και ταυτόχρονα από τους πιο προβληματικούς χαρακτήρες. Το δεύτερο κομμάτι, ειδικά, ο Πετρόπουλος δεν το βλέπει με καθόλου καλό μάτι και δεν είναι λίγες οι φορές που εισηγείται στη διοίκηση βαρύτατα πρόστιμα για να συνετίσει τα όχι και λίγα νυχτοπερπατήματα και τους κατά καιρούς βεντετισμούς του.
Τελικά, η δουλειά του δεν θα αργήσει να φανεί. Φυσικά, δεν είναι καθόλου εύκολη, ωστόσο τόσο αυτός όσο και ο πρόεδρος της ομάδας επανέφεραν με πανηγυρικό τρόπο τον Ολυμπιακό στην κορυφή.
Καθιερώνει στην ομάδα παίκτες όπως Κυράστα, Κρητικόπουλο, Σταυρόπουλο, Γαλάκο και βρίσκει λύση στο παζλ της ενδεκάδας με τους μεγάλους άσους Υβ, Αργυρούδη, Περσίδη, Λοσάντα, Βιέρα αλλά και Κελεσίδη, Γκλέζο, Γιούτσο, Συνετόπουλο, Καραβίτη κ.ά.
Επόμενη επιτυχημένη προπονητική του περίοδος ήταν το 1982 στον Παναθηναϊκό, με τον οποίο κατέκτησε το Κύπελλο, ενώ έχασε το πρωτάθλημα σε αγώνα μπαράζ στον Βόλο από τον Ολυμπιακό του Παναγούλια. Εργάστηκε επίσης στον ΠΑΟΚ, τον οποίο οδήγησε στον τελικό Κυπέλλου το 1978, στη βελγική Σερκλ Μπριζ το 1978-79, στον Πανιώνιο το β΄ μισό του 1979-80 και αρχές 1980-81, στον ΟΦΗ το 1984-85. Διετέλεσε ομοσπονδιακός προπονητής σε τέσσερις διαφορετικές περιόδους.
Το 1956 ο Λάκης Πετρόπουλος συμμετείχε στην ταινία «Οι άσσοι του γηπέδου» (γνωστή και ως «Κυριακάτικοι Ήρωες») μαζί με άλλους γνωστούς ποδοσφαιριστές της εποχής, όπως ο Ανδρέας Μουράτης, ο Κώστας Λινοξυλάκης, ο Στάθης Μανταλόζης κ.ά.
Πέθανε στις 30 Ιουνίου 1996 σε ηλικία 64 χρόνων από καρδιακή προσβολή στη διάρκεια περιοδείας βετεράνων ποδοσφαιριστών στις ΗΠΑ.
Είπαν…
Αλέφαντος: «Από όλους τους Έλληνες προπονητές πάντως, αυτόν που ξεχωρίζω στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι ο Λάκης Πετρόπουλος. Διότι θήτευσε δίπλα στον Μπόμπεκ και πήρε πολλά από εκείνον. Δεν είναι τυχαίες οι επιτυχίες του και στον Παναθηναϊκό και στον Ολυμπιακό».
Κελεσίδης: «Ήταν πολύ μπροστά απ’ την εποχή του. Έπαιζε από τότε 4-4-2 με τα ακραία μπακ να παίζουν σχεδόν όλη την πλευρά και με Υβ Τριαντάφυλλο, Κρητικόπουλο μπροστά».
Κωνσταντίνου: «Τον γνώρισα το 1963 όταν πήγα στον Παναθηναϊκό. Ήταν ένας προπονητής που πίστεψε σε μένα και με αξιοποίησε. Είναι ο προπονητής που ήρθα σε ρήξη μαζί του το 1980 αλλά είναι χαραγμένος σε όλη μου την ποδοσφαιρική πορεία με τα θετικά του και τα αρνητικά του.
Οφείλω να πω πως πάνω απ’ όλα ήταν ένας μεγάλος προπονητής. Από την πρώτη μέρα που τον έβλεπες έλεγες πως ήταν γεννημένος νικητής.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου που οι τελευταίες του στιγμές ήταν στην αγκαλιά μου. Πράγμα συγκλονιστικό για μένα».
Αντωνιάδης: «Με έστειλε το καλοκαίρι του 1969 για μπαλέτο (!) και στίβο για να βελτιώσω τις κινήσεις μου και κυρίως την εκρηκτικότητά μου. Αυτός με καθιέρωσε στον Παναθηναϊκό».
Τα σχόλια είναι κλειστά.