Του Χρήστου Χωμενίδη

Στις 23 Ιουλίου 1974, η Χούντα κυριολεκτικώς κατέρρευσε. Οι υπουργοί της εξαφανίστηκαν από προσώπου γης – κανείς τους δεν τολμούσε να αναλάβει την ευθύνη μιας απάντησης στην τούρκικη εισβολή στην Κύπρο που είχε εκδηλωθεί τρεις ημέρες πριν. Η γενική επιστράτευση που είχε κηρυχθεί, είχε καταλήξει σε ένα μεγαλειώδες φιάσκο, με τα κιβώτια στις αποθήκες των στρατοπέδων να αποδεικνύεται ότι περιείχαν αντί για όπλα πέτρες. Ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης -δοτός απ’ τον «αόρατο» δικτάτορα ΙωαννίδηΠρόεδρος της Δημοκρατίας- κάλεσε επειγόντως τους επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων. Συνεδρίασαν στην Ηρώδου Αττικού και αποφάσισαν να αναθέσουν τη μοίρα του τόπου σε πολιτική κυβέρνηση. Με την προτροπή και την επιμονή του Ευάγγελου Αβέρωφ απευθύνθηκαν στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Έχοντας προ ενδεκαετίας μετοικήσει στο Παρίσι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προβαλλόταν παγίως από κάποιους σαν χρυσή εφεδρεία. Κάθε άλλο ωστόσο παρά έχαιρε μέχρι το καλοκαίρι του 1974 πανεθνικής αποδοχής. Το Κέντρο και η Αριστερά τού χρέωναν τις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961, καθώς και τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963. Η βασιλόφρων Δεξιά δεν του συγχωρούσε τη ρήξη με το Παλάτι. Τα θετικά της οκταετούς πρώτης πρωθυπουργίας του είχαν μάλλον θολώσει στη μνήμη των Ελλήνων.

Ήταν επιπλέον ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ένας μονόχνωτος άνθρωπος, ο οποίος δεν διέθετε κανένα χάρισμα δημαγωγού. Επιβλητικό μεν παράστημα, πολύ κακή δε άρθρωση. Σπλάχνο εκ των σπλάχνων μεν του ελληνικού λαού με μία έμφυτη δε απόσταση, έως και ψυχρότητα, που απαγόρευε στον μέσο πολίτη να ταυτιστεί μαζί του. «Στέγνωσα την ψυχή μου για να κυβερνήσω…» έλεγε ο ίδιος. Ποιός -υπό κανονικές συνθήκες- θέλει έναν ηγέτη με στεγνή ψυχή;

Εάν ο δικτάτορας Παπαδόπουλος δεν είχε ανατραπεί από τον Ιωαννίδη, εάν η «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος που εξήγγειλε η κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη -και την οποίαν δεν απέρριπταν κατηγορηματικά ούτε ο Γεώργιος Ράλλης ούτε ο ηγέτης της Αριστεράς Ηλίας Ηλιού- είχε τελεσφορήσει, η Ιστορία θα γραφόταν τελείως διαφορετικά. Δεν αποκλείεται ο Κωνσταντίνος Καραμανλής να πέθαινε μισοξεχασμένος στη Γαλλία.

Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, μια ανεπανάληπτη σε όγκο και σε παλμό διαδήλωση, τον υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Με το που ορκίστηκε πρωθυπουργός, τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αντιμετώπισε το χάος. Τα εφιαλτικότερα ενδεχόμενα ήταν απολύτως ανοιχτά: Ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος, που θα κατέληγε σε εδαφικές απώλειες για εμάς στο Αιγαίο ή και στη Θράκη. Ένα πραξικόπημα αμετανόητων αξιωματικών και μια καινούργια, ακόμα σκληρότερη, δικτατορία. Μια κατάσταση παρατεταμένης ακυβερνησίας, με πόλους εξουσίας που θα συγκρούονταν μεταξύ τους χωρίς να υπακούουν στην κεντρική κυβέρνηση.

Επί πολλούς μήνες ο Κωνσταντίνος Καραμανλής βάδιζε σε τεντωμένο σκοινί. Συχνά-πυκνά διανυκτέρευε στα πιό απίθανα ενδιαιτήματα για να μην τον συλλάβουν καθ’ ύπνον κάποιοι άφρονες. Ακόμα συχνότερα ανακάλυπτε στο περιβάλλον του ύπουλους εχθρούς και στην πολιτικά αντίπερα όχθη απροσδόκητους φίλους. (Το «Καραμανλής Ή Τανκς» του Μίκη Θεοδωράκη αποενοχοποίησε κάμποσους οπαδούς της σκεπτόμενης Αριστεράς, τους επέτρεψε ψυχολογικά να ψηφίσουν «Νέα Δημοκρατία»…) Προχωρούσε ωστόσο ο Καραμανλής δίχως παλινωδίες και μοιραίους συμβιβασμούς, και εφάρμοζε ένα σχέδιο το οποίο δεν εξυπηρετούσε την παράταξή του αποκλειστικά. Ούτε και τη συγκεκριμένη μόνο συγκυρία. Ένα σχέδιο που δικαίως θα χαρακτηριζόταν εθνικό.
Ο απολογισμός της πρώιμης Μεταπολίτευσης στάθηκε εντυπωσιακός. Μέσα σε τρία μόλις χρόνια λύθηκαν προβλήματα που ταλάνιζαν επί δεκαετίες, επί αιώνες ακόμα, την Ελλάδα. Η βασιλική δυναστεία κηρύχθηκε -κατόπιν δημοψηφίσματος- οριστικά έκπτωτη. Το γλωσσικό ζήτημα κρίθηκε με την αναγόρευση της δημοτικής σε επίσημη γλώσσα του κράτους. Το ΚΚΕ νομιμοποιήθηκε. Η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας -που είχε ανακοπεί από το 1967- επιταχύνθηκε και κατέληξε στην ένταξη μας στην ΕΟΚ το 1980.

Βλέποντας τη μεγάλη εικόνα σήμερα, μιάμιση γενιά αργότερα, ουδείς καλόπιστος μπορεί να αρνηθεί ότι το 1974 η Ελλάδα γύρισε σελίδα, άφησε πίσω της αγκάθια και πληγές. Όπως είχε κάνει το 1909, με το Κίνημα στο Γουδί και την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Όπως θα έκανε το 1944, εάν δεν ακολουθούσε τη νίκη επί του ναζισμού ο ολέθριος Εμφύλιος.

Το ανάλογο επιβάλλεται να συμβεί οποτεδήποτε τελευτήσει το παρόν κυβερνητικό συνονθύλευμα – ελπίζω όχι κατόπιν εθνικής καταστροφής. Οι κύριες παθογένειες που ταλανίζουν την κοινωνία μας και την κρατάνε διαρκώς πίσω πρέπει να ξεπεραστούν δια της μεθόδου του γορδίου δεσμού.

Το Ασφαλιστικό να καταστεί με κάθε τρόπο και με κάθε σχεδόν κόστος βιώσιμο ώσπου τουλάχιστον να αποχωρήσουν απ’την αγορά εργασίας τα σημερινά παιδιά. Το Φορολογικό να ρυθμιστεί παγίως, ώστε να επανέλθει η εμπιστοσύνη και η διάθεση για επενδύσεις. Ο Δημόσιος Τομέας να εξυγιανθεί και να εκσυγχρονιστεί. Η Εκπαίδευση να εναρμονισθεί με τις ανάγκες μιάς Ελλάδας, η οποία δύσκολα θα επιβιώσει στον 21ο αιώνα εάν δεν παρέχει υψηλότατης ποιότητας υπηρεσίες και προϊόντα.

«Πώς θα συμβούν όλα τα παραπάνω;» θα ρωτήσετε, σε τόνο σαρκαστικό. «Ακόμα και αν υπήρχε ευρεία πλειοψηφία και ακόμα ευρύτερη κοινωνική συναίνεση, τα σημερινά ζητήματα είναι αφάνταστα περίπλοκα… Άλλο να απαλάσσεσαι από τους εν πολλαίς αμαρτίαις παρακμάσαντες Γλυξβούργους κι άλλο να επιβάλλεις την αξιολόγηση στους δημοσίους υπαλλήλους. Άλλο να καθιερώνεις τη γλώσσα του λαού και άλλο να πείθεις τον λαό τον ίδιο πως τα πανεπιστήμια δεν γίνεται να λειτουργούν σαν εργοστάσια παραγωγής υποτιμημένων πτυχίων…»

«Carpe diem!» θα σας απαντήσω. «Εάν δεν αδράξει την ημέρα η επόμενη κυβέρνηση, εάν δεν σκίσει τη γάτα -κατά το κοινώς λεγόμενο- ποιός ο λόγος να αναλάβει το πηδάλιο της χώρας; Πώς θα θυμόμασταν τον Καραμανλή της Μεταπολίτευσης άμα πολιτευόταν διστακτικά, ευλαβικά σεβόμενος ισορροπίες, «δυό βήματα εμπρός, ένα βήμα πίσω»; Τι θα είχε καταφέρει έτσι κι έβαζε νερό στο κρασί του; Σίγουρα κάποιοι τον συμβούλευαν να μη βαρέσει τη γροθιά στο μαχαίρι της Χούντας. Κάποιοι άλλοι να λάβει υπόψιν του τον αντιευρωπαϊσμό που εξέφραζε τότε σύσσωμη η αντιπολίτευση -πλην του ΚΚΕ εσωτερικού- με πρώτο και μαχητικότερο τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κώφευσε, όπως το συνήθιζε, στις νουθεσίες τους…»

Σε μια συγκέντρωση πριν από τις εκλογές του 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έθεσε στο πλήθος το εξής ερώτημα: «Αν δεν σκοπεύετε να με ψηφίσετε, τότε γιατί με καλέσατε από το Παρίσι;» Η φράση ήταν επί της ουσίας ψευδής. Κανείς απλός πολίτης δεν είχε εκφραστεί -στην αναμπουμπούλα επάνω- υπέρ ή κατά της ανάθεσης στον Καραμανλή της πρωθυπουργίας. Δεν διενεργήθηκε ψηφοφορία -ούτε καν δημοσκόπηση- προκειμένου να του παραδοθούν τα ηνία της χώρας.

Η φράση όμως λειτούργησε. Προβάλλοντας τον εαυτό του ως τη μόνη αξιόπιστη λύση (όπως και μάλλον ήταν), ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εξασφάλισε στις κάλπες ένα ιλιγγιώδες 54%, το οποίο του έλυσε τα χέρια. Ο ηγέτης δεν αρκεί να παρεμβαίνει, πρέπει να πλάθει την πραγματικότητα. Να την αφηγείται και να τη διαμορφώνει με βάση τις προτεραιότητες που ο ίδιος θέτει.

Εάν είναι ηγέτης…

* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας