Ειδησεογραφικό site

Oι S-400, ο «σουλτάνος» και το διαζύγιο με την Ευρώπη

33

Του Σταύρου Λυγερού

Είναι πλέον ορατό δια γυμνού οφθαλμού πως η Τουρκία διολισθαίνει απομακρυνόμενη από τη Δύση.

Ως αποτέλεσμα αυτού Ουάσιγκτον και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν την Άγκυρα πολύ διαφορετικά απ’ ότι στο παρελθόν. Τα σημάδια είναι πολλά και σχεδόν καθημερινά προστίθενται νέα.Εκ των πραγμάτων, μάλιστα, η εν λόγω αλλαγή έχει βαρυσήμαντες γεωπολιτικές επιπτώσεις, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα και καθοριστικά τον Ελληνισμό.

Είναι δεδομένο πως η Δύση δεν θέλει να χάσειτην Τουρκία. Από την άλλη πλευρά, όμως, συνειδητοποιεί ότι τονεοοθωμανικό σύστημα εξουσίας του Ερντογάν έχει καταστεί καθεστώς.Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν έκλεισε την μεγάλη παρένθεση του κεμαλισμού και έχει επαναφέρει την Τουρκία στην παραδοσιακή κοίτη της. Το κατάφερε, επειδή η “βαθιά Τουρκία” μόνο επιφανειακά είχε προσχωρήσει στις δυτικότροπες κεμαλικές προδιαγραφές.
Υπενθυμίζουμε ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν έγινε κυβέρνηση το 2002, όταν η οξύτατη οικονομική κρίση εκείνης της εποχής καταβαράθρωσε τα μέχρι τότε κόμματα εξουσίας. Το κόμμα αυτό προέρχεται από τον χώρο του πολιτικού Ισλάμ, που παραδοσιακά εκπροσωπούσε ο Ερμπακάν, αλλά καινοτόμησε ιδεολογικά-πολιτικά. Έκανε σημαία του αφενός τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, αφετέρου τον οικονομικό φιλελευθερισμό.

Η Δύση αντιμετώπισε τους νεοοθωμανούς σαν εκσυγχρονισμένο φιλοδυτικό πολιτικό Ισλάμ.Τους αποκαλούσε “ισλαμοδημοκράτες” και θεωρούσε πως θα λειτουργούσαν σαν μοντέλο για τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο.Γι’ αυτό και υποστηρίξειτην κυβέρνηση Ερντογάν, προστατεύοντάς την από τις συνομωσίες του κεμαλικού κατεστημένου.
Η πολιτική εδραίωση των νεοοθωμανών δεν θα είχε επιτευχθεί, χωρίς τις αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες τους. Και αυτές δεν θα είχαν καταστεί δυνατές εάν δεν είχε συντελεστεί η αλματώδης οικονομική ανάπτυξη. Την ανάπτυξη αυτή προκάλεσε η μαζική εισροή άμεσων δυτικών επενδύσεων. Και αυτές δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί εάν η Δύση δεν είχε πολιτικά “ευλογήσει” την κυβέρνηση Ερντογάν.

Όταν –με τη βοήθεια της αδελφότητας Γκιουλέν– ο Ερντογάν κέρδισε τον εσωτερικό πόλεμο εναντίον του κεμαλικού“βαθέος κράτους”, άρχισε να ξεδιπλώνει τη δική του ατζέντα και σιγά-σιγά να αυτονομείται. Η Ουάσιγκτον χρησιμοποίησε το δίκτυο του Γκιουλέν στον σκληρό πυρήνα του τουρκικού κράτους για να τον επαναφέρει στη γραμμή, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τροφοδοτήσειμία δυναμική ρήξης.

Ο “σουλτάνος” κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της αδελφότητας Γκιουλέν και πήρε ακόμα μεγαλύτερες αποστάσεις από τις ΗΠΑ, θεωρώντας ότι τον υπονομεύουν. Το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 ήταν ουσιαστικά η χαριστική βολή στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Όταν ο Ερντογάν κατηγορεί δημοσίως σαν υποκινητή τον Γκιουλέν, εμμέσως πλην σαφώς κατηγορεί τη CIA.

Για να φθάσουν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις στο ναδίρ αποφασιστικό ρόλο είχε παίξει το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον επένδυσε στον κουρδικό παράγοντα.Ας σημειωθεί ότι η Τουρκία ξεκίνησε την εμπλοκή της στη Συρία, αναλαμβάνοντας με τις ευλογίες των δυτικών την εργολαβία να ανατρέψει (μέσω κυρίως τζιχαντιστών) το καθεστώς Άσαντ και να εγκαθιδρύσει ένα ελεγχόμενο από την ίδια σουνιτικό καθεστώς. Πίστευε τότε ότι όχι μόνο θα είχε αυτό το υψηλό γεωπολιτικό κέρδος, αλλά και θα συνέτριβε τους Κούρδους της Συρίας (παρακλάδι του ΡΚΚ).

Τα γεγονότα δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες του Ερντογάν. Στο Ιράκ, κατόπιν απαίτησης τόσο της Βαγδάτης όσο και του (υπό τον Μπαρζανί) αυτόνομου κουρδικού κρατιδίου, οι Τούρκοι αποκλείσθηκαν από την επιχείρηση κατάληψης της Μοσούλης από το Ισλαμικό Κράτος. Ως εκ τούτου, έμειναν εκτός νυμφώνος.Δεν θα συμμετάσχουν στη διαπραγμάτευση για το μελλοντικό καθεστώς στην περιοχή εκείνη.

Σε λίγες ημέρες, μάλιστα, οι Κούρδοι στο βόρειο Ιράκ θα πραγματοποιήσουν δημοψήφισμα για την ανακήρυξητης ανεξαρτησίας τους, καθιστώντας dejure αυτό που εδώ και πολλά χρόνια ισχύει defacto. Οι Αμερικανοί δεν έχουν επισήμως συμφωνήσει, αλλά και δεν αποτρέπουν. ΟΝετανιάχου δήλωσε επισήμως πως υποστηρίζει την ανεξαρτησία του κουρδικού κρατιδίου, ενώ θετική στάση υιοθετούν ολοένα και περισσότεροι Ευρωπαίοι.

Οι Τούρκοιέχουν πάθει νευρική κρίση, δεδομένου ότι στην επικράτεια του κουρδικού κρατιδίου έχει συμπεριληφθεί και η πετρελαιοφόρος περιοχή του Κιρκούκ, την οποία εποφθαλμιούν. Εκτοξεύουν απειλές για αντίποινα, αλλά το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να κλείσουν τον αγωγό που μεταφέρει το κουρδικό πετρέλαιο στο τουρκικό λιμάνι Τσεϊχάν.Κατ’ αυτό τον τρόπο να στερήσουν από την κυβέρνηση του Μπαρζανί πολύτιμα έσοδα.

Τα πράγματα δεν πάνε καλύτερα για τον Ερντογάν στη Συρία.Η Ουάσιγκτον κάνει παιχνίδι αποκλειστικά με τις Δημοκρατικές Δυνάμεις Συρίας, οι οποίες είναι ένας συνασπισμός τοπικών δυνάμεων με κορμό τους Κούρδους, οι οποίοι ανήκουν στο τοπικό παρακλάδι του ΡΚΚ. Οι Τούρκοι ζήτησαν να συμμετάσχουν στην κατάληψη της Ράκα (άτυπη πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους στη βορειοανατολική Συρία), αλλά αποκλείσθηκαν και από αυτή την επιχείρηση.

Το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μία περιοχή εντός της Συρίας, η οποία ξεκινάει από ένα τμήμα των τουρκοσυριακών συνόρων και φθάνει νοτίως μέχρι την Αλ Μπαμπ. Με τον τρόπο αυτό εμπόδισαν προς το παρόν τη συνένωση του κουρδικού καντονίου του Αφρίν (στα βορειοδυτικά της Συρίας) με την ελεγχόμενη από τους Κούρδους βορειοανατολική Συρία.

Όταν συνειδητοποίησε ότι παρά τις πιέσεις του οι Αμερικανοί όχι μόνο δεν εγκατέλειψαν τον κουρδικό παράγοντα στη Συρία, αλλά και τον εξόπλισαν, ο Ερντογάν στράφηκε πιο αποφασιστικά προς τη Μόσχα. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, μάλιστα,έπεσε στην αγκαλιά της, παρότι η ανταπόκριση του Πούτιν παρέμεινε σχετικά συγκρατημένη.
Πρόθεση της Άγκυρας ήταν να απωθήσει στρατιωτικά τους Κούρδους ανατολικά του Ευφράτη, αλλά τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Ρώσοι δεν το επέτρεψαν. Είναι, επίσης, ενδεικτικό ότι άναψαν κόκκινο φως και στην πραγματοποίηση τουρκικής επίθεσης στο κουρδικό καντόνι του Αφρίν.

Με απόφαση Ουάσιγκτον και Μόσχας οι τουρκικές δυνάμεις αποκλείσθηκαν και από τη σχεδιαζόμενη επιχείρηση για την εκκαθάριση της περιοχής του Ιντλίμπ (βορειοδυτική Συρία) από τους τζιχαντιστές της Αλ Νούσρα (τοπικό παρακλάδι της Αλ Κάιντα). Μετά τον συνδυασμένο βομβαρδισμό από Ρώσους, Αμερικανούς και Γάλλους, στην επιχείρηση εκκαθάρισης θα συμμετάσχουν από Βορρά οι κουρδικές δυνάμεις που σταθμεύουν στο καντόνι του Αφρίν και από το Νότο Ρώσοι κομάντος επικουρούμενοι από δυνάμεις του Άσαντ.
Αν και είναι δεδομένοςο αμερικανορωσικόςγεωπολιτικός ανταγωνισμόςστο συριακό μέτωπο, οι δύο μεγάλες δυνάμεις φροντίζουν να συνεννοούνται για να αποφεύγουν αντιπαραθέσεις. Η Ρωσία, λοιπόν, δεν θα έλθει σε κόντρα με τις ΗΠΑ για να ικανοποιήσει τον Ερντογάν. Είναι προφανές ότι μία τουρκική επίθεση εναντίον των Κούρδων είτε στην πόλη Μανμπίτζ είτε στο καντόνι του Αφρίν θα τίναζε στον αέρα την εκστρατεία εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, επειδή θα υποχρέωνε τους Κούρδους μαχητές να επιστρέψουν στα εδάφη τους για να τα υπερασπίσουν.

Οι Αμερικανοί μεθοδεύουν και άλλα πλήγματα εναντίον του Ερντογάν. Ασκήθηκαν διώξεις εναντίον σωματοφυλάκων του για το επεισόδιο που είχαν προκαλέσει με διαδηλωτές κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Τούρκου προέδρου στον Λευκό Οίκο. Το σημαντικότερο είναι ότι άσκησαν δίωξη εναντίον του πρώην Τούρκου υπουργού Οικονομικών ΤζαφέρΤσαγαλγιάν και του πρώην προέδρου της τουρκικής τράπεζας Halkbank Σουλεϊμάν Ασλάν για την υπόθεση λαθρεμπορίου με το Ιράν του Ιρανοαζέρου επιχειρηματία Ριζά Ζαράμπ, στον οποίο το καθεστώς έχει δώσει την τουρκική ιθαγένεια.

Δεν πρόκειται για απλή υπόθεση. Οι Αμερικανοί στηρίζονται σε πόρισμα Τούρκων εισαγγελέων (διασυνδεδεμένων με την Αδελφότητα Γκιουλέν), το οποίο κατονομάζει τον ίδιο τον Ερντογάν σαν «αρχηγό εγκληματικής οργάνωσης» και εμπλέκει και άλλους πρώην υπουργούς του.
Αντιδρώντας στα πλήγματα που δέχεται, ο Τούρκος πρόεδρος πέφτει ακόμα πιο βαθιά στην αγκαλιά της Ρωσίας και εν μέρει της Κίνας, προσδοκώντας να βρει εκεί τα ερείσματα για να εξισορροπήσει τις δυτικές πιέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, εγγράφεται και η συμφωνία για την αγορά του προηγμένου ρωσικού αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-400.

Οι αντιδράσεις και στην Ουάσιγκτον και στο ΝΑΤΟ και σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες γι’ αυτή τη συμφωνία καταδεικνύουν πως η απόσταση που χωρίζει την Τουρκία από τη Δύση συνεχώς μεγαλώνει. Η επιθετική ρητορική του Ερντογάν εναντίον χωρών-μελών της ΕΕ με αφορμή την απαγόρευση προεκλογικών συγκεντρώσεων εν όψει του τουρκικού δημοψηφίσματος (Απρίλιος 2017) έχει, άλλωστε, καταστήσει αγεφύρωτο το χάσμα και στις στενά ευρωτουρκικές σχέσεις.
Ειδικά οι σχέσεις Βερολίνου-Άγκυρας έχουν φθάσει στο ναδίρ. Ο Τούρκος πρόεδρος κατηγορεί τη γερμανική πολιτική ηγεσία για «ναζιστικές πρακτικές» και έχει καλέσει τους πολυάριθμους Τούρκους μετανάστες να μην ψηφίσουν Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες. Δεν έμεινε, άλλωστε, μόνο στα λόγια. Οι τουρκικές αρχές είχαν απαγορεύσει τη μετάβαση Γερμανών βουλευτών να επισκεφθούν το γερμανικό στρατιωτικό απόσπασμα που έδρευε στη βάση του Ιντσιρλίκ και κάθε τόσο συλλαμβάνουν αυθαιρέτως Γερμανούς πολίτες με διάφορες κατηγορίες.
Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να γεφυρώσει το χάσμα, το Βερολίνο πέρασε στην αντεπίθεση. Ανακοίνωσε την πρόθεσή του να σταματήσει τις ήδη πρακτικά παγωμένες ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την ΕΕ. Η Μέρκελ ενημέρωσε σχετικά τον Γιούνκερ και ήδη έχει καταγραφεί και επισήμως η θέση πως «οι ενέργειες των τουρκικών αρχών καθιστούν αδύνατον η Τουρκία να γίνει μέλος της ΕΕ».

Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας; Τυπικά δεν έχει αλλάξει τίποτα. Στην πραγματικότητα, όμως, έχει αλλάξει ο τρόπος, με τον οποίο οι δυτικοί βλέπουν πλέον την Τουρκία. Κι αυτό αλλάζει τον τρόπο που βλέπουν την Ελλάδα. Αυτό ισχύει κυρίως για τους Αμερικανούς, οι οποίοι έχουν πιο σφαιρική ματιά και όχι τη στενά οικονομίστικη ματιά της ΕΕ. Η Ελλάδα αναδεικνύεται σε χώρα πρώτης γραμμής.

Αυτό σημαίνει ότι αρχίζουν να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα όχι αποκλειστικά ως μια τυπική χώρα-μέλος της ΕΕ, αλλά ως χώρα με ειδικό γεωπολιτικό ενδιαφέρον. Αυτό φάνηκε από τα τελευταία χρόνια της θητείας του Ομπάμα. Οι Αμερικανοί δεν θέλουν να σπάσει ο ελληνικός κρίκος που αποδεικνύεται ολοένα και πιο σημαντικός για το δυτικό σύστημα ασφαλείας.
Τα τρία μέτωπα που απασχολούν την αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι το μέτωπο έναντι της Ρωσίας και της Κίνας, οι ευρωαμερικανικές σχέσεις και η Μέση Ανατολή.Το δεύτερο και το τρίτο μέτωπο τα συνδέει ο κρίκος Ελλάδα. Πολύ περισσότερο τώρα που η Τουρκία του Ερντογάν διολισθαίνει απομακρυνόμενη από τη Δύση.

Οι εξελίξεις αυτές αναβαθμίζουν τη σημασία της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή. Ηύπαρξη των δύο τριγώνων (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος) συμβάλει σ’ αυτό. Υπενθυμίζουμε ότι ο πρόεδροςΤράμπ έχει ρητά πει ότι θεωρεί το Ισραήλ και την Αίγυπτο βασικούς παίκτες στην περιοχή.Με άλλα λόγια, υπάρχουν οι υποδοχές για να αναπτυχθεί ένας γεωπολιτικός ρόλος για την Ελλάδα, ο οποίος θα έχει τις ευλογίες της Ουάσινγκτον και εκ των πραγμάτων θα επηρεάσει και τη στάση της Ευρωζώνης.Στην  ιστορία οι ευκαιρίες είναι λίγες και απαιτείται επεξεργασμένη στρατηγική για να αξιοποιηθούν.

 

ΠΗΓΗ: protothema.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.