Ειδησεογραφικό site

Ο «ουσιό-δης σύμβουλος» και το λεξικό της μαστούρας

2.231

«Ήτανε δίκαιο… έγινε πράξη», όπως λέει και το τρέχον σλόγκαν του νυν «γκουβέρνου», το οποίο εκφράζει το νέο, διότι αν εξέφραζε το παλιό το σλόγκαν θα ήταν «Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται»…

Του Κούτα Μάρες

Όπως και να το κάνει κανείς, η συντελεσθείσα δημοσίευση στο ΦΕΚ του νόμου για τη «φαρμακευτική κάνναβη» αποτελεί δικαίωση αλλά και «προθάλαμο» για νομιμοποίηση της «ψυχαγωγικής», όπως ας πούμε (αν και δεν πρόκειται για ομοειδή θέματα) το «σύμφωνο συμβίωσης» για την «αναδοχή παιδιών» από ομόφυλα ζευγάρια. Γι’ αυτό και προτείνω η 15η Μαΐου (η ημερομηνία δημοσίευσης δηλαδή) να αναγνωριστεί ως η ανεπίσημη Παγκόσμια Ημέρα Χόρτου… Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί να επαναλάβω όσα έγραφα εισαγωγικώς προ καιρού: «Το παρόν λυρικόν έργο αποτελεί… οφειλόμενη τιμή στους εμπνευστές και τους πρωτεργάτες που συντέλεσαν ώστε να γίνει νόμος του κράτους (με αυτές τις προϋποθέσεις που έγινε και προσομοιάζει, εν τέλει, σε ελβετικό τυρί -όλο τρύπες- καπνιστό στον λαθραίο μπάφο) η νομιμοποίηση της «φαρμακευτικής κάνναβης» αλλά και στους επιμένοντες να κηρύττουν το… αυτοεκπληρούμενο «ηθικό πλεονέκτημα» της νυν «συνεταιρικής» διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και λέω… αυτοεκπληρούμενο γιατί υλοποιείται και εορτάζεται με οργιώδη «χορό επί κοιλίας» από διορισμένους συγγενείς και φίλους βουλευτών, υπουργών, υφυπουργών, γραμματέων, δημάρχων, κομματικών στελεχών, ακόμα και του πρωθυπουργού, σε όλο το φάσμα του ελληνικού Δημοσίου. Εκείνοι που «βολεύτηκαν» άλλοτε ως μετακλητοί, άλλοτε ως διπλοθεσίτες, άλλοτε ως διοικητές χωρίς προσόντα, άλλοτε ως σύμβουλοι χωρίς αντικείμενο και άλλοτε ως καθηγητές με φωτογραφικές διατάξεις. Ας θυμηθούμε τον τότε πρωταγωνιστή, τον οποίο σήμερα θα απολαύσουμε σε παλιές και νέες περιπέτειες:
(Αρχή ωραρίου. Ο ανειδίκευτος νυχτόβιος «ΟΥΣΙO-ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ» του Υπέρτατου Δεσπότου και Αρχαγγέλου του μεγάρου Μαξίμ[…οου] μπαίνει νωχελικά [όπως πάντα] στο δωμάτιο και κάθεται στο γραφείο του με στοχαστική διάθεση. Αν και άθεος, νιώθει την ανάγκη να απευθύνει μια πρωινή προσευχή [ως μάγκας που είναι] προς τον από [κομματικής] μηχανής Θεό, ευχαριστώντας τον για τα αναπάντεχα εφήμερα καλά που του πρόσφερε αλλά και τα επενδυτικά καινοτόμα πλάνα που του επέτρεψε να καταρτίσει με ορίζοντα το μέλλον, το οποίο αλλιώς θα ήταν για εκείνον σκοτεινό και τρόπος του λέγειν… νεφελώδες)
ΟΥΣΙO-ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Θεέ μου μεγαλοδύναμε/ που ‘σαι ψηλά εκεί απάνω/ ρίξε λιγάκι τουμπεκί,/ Θεούλη μου/ στον αργιλέ μου απάνω… Ανάμεσα στου Μέγαρου/ τις αψηλές καμάρες/ ανάβουμε τις λουλαδιές,/ Θεούλη μου/ σα να ‘τανε λαμπάδες…/ Κι όταν ανάψει ο αργιλές/ κι έρθουμε σε ντουμάνι/ βάλε όλους τους αγγέλους σου,/ Θεούλη μου/ να πουν το νάνι νάνι…
(Προσευχόμενος, το ήδη βαρύ κεφάλι του από το ξενύχτι, βαραίνει ακόμη πιο πολύ και τον παίρνει για λίγο ο ύπνος… Και την ώρα που νιώθει ένα γλυκό σάλιο να τρέχει από την άκρη των χειλιών του, πάνω που άρχισε να βλέπει όνειρα, πετάγεται ξαφνικά χωρίς λόγο… Απογοητευμένος που κόπηκε πάνω στο καλύτερο, αρχίζει να σιγοτραγουδά)
ΟΥΣΙO- ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Και φούμα φούμα γλυκό σαν μέλι/ όνειρο έβλεπα την Τάνια Κέλλυ/ Και φούμα φούμα σ’ εφημερίδα/ πως καψουρεύτηκε μαζί μου είδα…
(Μη έχοντας δουλειά να κάνει, αναπολεί το παρελθόν)
ΟΥΣΙO- ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Τα μυρωδάτα τα στριφτά/ σε «γιάφκες» με μωσαϊκά/ τα είχαμε φουμάρει/ τζιμάνια είμαστ’ εξαρχής,/ κι επαναστάτες τριφηλοί/ μα με ορμή εφηβική,/ στο κόμμα αυτό γινήκαμε κουρσάροι./ Κι από συντρόφια σ’ ένα χωλ/ που’ χαν τα δίφυλλα στο μπολ/ σαν «λύκοι» της ερήμου/ με συνταγές πολιτικής/ Λατινικής Αμερικής/ μια κοινωνία επιεικής/ μας έφτασε Μαξίμου./ Δε γυρνάμε λέμε, πίσω ποτέ,/ ξανά μανά σ’ εκείνα τα χρόνια/ έρωτάς μας τώρα ειν’ η σαγήνη του λουφέ/ και πάρτι κάνουμε στου κράτους τ’ αλώνια…
(Την αναπόλησή του διακόπτει ο ήχος του τηλεφώνου. Στο τρίτο-τέταρτο χτύπημα σηκώνει επιτέλους το ακουστικό… Από την άλλη άκρη ακούγεται κάποιος σαν να του γκρινιάζει έντονα για κάτι. Εκείνος σπεύδει να τον καθησυχάσει και φαίνεται να τα καταφέρνει)
ΟΥΣΙO- ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Έλα μην κλαις,/ μη μου κλαις σε έφτιαξα/ φούντες και τζούρες παλιές σου έσιαξα./ Έλα μην κλαις/ μη μου κλαις στ’ ορκίζομαι/ για αυταπάτες καλές φημίζομαι.
(Όταν κλείνει το τηλέφωνο, του έρχεται μια φαεινή ιδέα. Να ολοκληρώσει το έργο του, συντάσσοντας το νέο Μέγα Ε.Ε. [Ερμηνευτικό και Εναλλακτικό] Λεξικό της Μαστούρας για Αρχαρίους. Κάθεται μπροστά στο λάπτοπ και μπαίνει στην Γκουγκλ. Οι σχετικές λέξεις που βρίσκει είναι πιο πολλές και από τα τσιγάρα που έκαψε στη ζωή του ο Μπομπ Μάρλεϊ μπάφος, γάρο, φούντα, μαύρο, τσιγαριλίκι, ντουμάνι, νταφού. Διαβάζει, για παράδειγμα, στον όρο ΦΟΥΝΤΑ: «Το κεφάλι σου είναι σαν ένα πλαστικό κουτί. Το πλαστικό κουτί περιέχει πολλές στρογγυλές μπάλες. Οι στρογγυλές μπάλες χοροπηδούν απαλά από τη μια μεριά στην άλλη. Όσο γρήγορα σου έρχονται οι σκέψεις, τόσο γρήγορα εξαφανίζονται. Ξεπετιούνται σαν φυσαλίδες και σκάνε προτού προλάβεις να τις αναγνωρίσεις. Το στόμα σου είναι ορθάνοιχτο. Τα μάτια σου στο φως είναι κατακόκκινα, γεμάτα φλέβες. O κόσμος μιλάει και εσύ ακούς ένα βουητό. Τώρα υποτίθεται ότι αυτή η φάση είναι ωραία; Όχι, δεν είναι. Ή, μάλλον όχι, καλά είναι. Όχι, δεν είναι. Όχι, είναι. Σήκω πάνω, κοίτα τον τοίχο, προσπάθησε να χασμουρηθείς. Όχι, δεν είναι. Άνοιξε τα δάχτυλά σου και μετά σφίξε τα σε μια γροθιά. Δεν είναι ωραία φάση. Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Μήπως σε κοιτάζει κανείς; Ναι. Χαμογέλασέ του. Ανασήκωσε τα φρύδια σου. Πνίγεσαι. Πνίγεσαι σε μια πράσινη λιμνούλα. Τα φύκια και τα νούφαρα σε τραβάνε στον πάτο. Πιο κάτω, πιο κάτω, πιο κάτω».
Αρχίζει πυρετωδώς τα «κόπι πάστε» αλλά γρήγορα αλλάζει γνώμη, ζαλίζεται και εγκαταλείπει την προσπάθεια. Κλείνει το «γουόρντ» που είχε ανοίξει. Κοιτάζει το ρολόι του. Μ’ αυτά και μ’ αυτά κύλησαν οι ώρες. Τέλος ωραρίου. Ετοιμάζεται να βγει από το δωμάτιο. Σηκώνεται [όπως πάντα] νωχελικά από το γραφείο του. Προτού διαβεί το κατώφλι της εξόδου, κοντοστέκεται. Αν και άθεος, νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει με μια τελευταία βραδινή προσευχή τον από [κομματικής] μηχανής Θεό, ευχαριστώντας τον για τα αναπάντεχα εφήμερα καλά που του πρόσφερε αλλά και τα επενδυτικά καινοτόμα πλάνα που του επέτρεψε να καταρτίσει, παρακαλώντας ο ορίζοντας του μέλλοντός του να παραμείνει … νεφελώδης)
ΟΥΣΙΟ-ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Κύριε, σαν ήρθε η βραδιά και μάτι δεν μας βλέπει/ βρέχε σωρό τέτοιες δουλειές στην ταπεινή μου σκέπη./ Στην προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία/ καμιά ψυχή δεν έβλαψα, μονάχα τα Ταμεία./ Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι./ Που να μην την εβούτηξα μπίζνα καμιά δε μένει./ Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει/ κι από συντρόφους και εχθρούς το σύμπαν έχω αρπάξει/ Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αέρα/ όμως εγώ τις χτύπαγα (σκοπίμως κάθε μέρα)./ Ήμουνα των αιωνίων φοιτητών και των σκυλιών της νύχτας φίλος/ κι όλων των αντιεξουσιαστών πιστός χαδιάρης σκύλος./ Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα./ Αφού το κράτος πλήρωσε, ζήτω η γλυκιά Πατρίδα!/ Σ’ ευχαριστώ που μου ‘δωκες χωρίς να μου ανήκει/ τη θέση πού ’χω αυτή εδώ, κι αυτή την… καπνοθήκη./ Για την καπατσοσύνη μου οι εχθροί θα με μισήσουν./ Ευδόκησε ν’ αφανιστούν, ποτέ τους οι προδομένοι (ή πικραμένοι;) σύντροφοι να μην ξαναψηφίσουν.

Τα σχόλια είναι κλειστά.