Ειδησεογραφικό site

Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις Απόκριες

94

Του Χρήστου Χωμενίδη

Οι φετινοί εορτασμοί για την επέτειο της ίδρυσης του Πασόκ κορυφώθηκαν με άρθρο που υπέγραψε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας και το οποίο είχε ως κεντρική του ιδέα «Ο Ανδρέας Παπανδρέου του 21ου αιώνα είμαι εγώ». Προσωπικά το βρίσκω συγγνωστό καθένας να διαθέτει τα ινδάλματά του. Ακόμα και ο Μέγας Αλέξανδρος κοιμόταν με την Ιλιάδα στο προσκεφάλι του και τέλεσε, με το που πάτησε το πόδι του στην Τροία, λαμπρή θυσία στον φερόμενο ως τάφο του Αχιλλέα. Η πλημμελής, από την άλλη, γνώση της Ιστορίας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό (ή από τους κειμενογράφους του) συγχωρείται λιγότερο. Θα όφειλαν -λέω- να γνωρίζουν πως η κατηγορία τού βομβιστή δεν αποδόθηκε ποτέ στον Ανδρέα Παπανδρέου ή στο όλον Πασόκ, όπως λανθασμένα αναφέρει ο κύριος Τσίπρας. Αλλά στον Κώστα Σημίτη. Επίσης δε ότι το Πασόκ ουδέποτε υπήρξε «μικρό και σχεδόν περιθωριακό». Στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές, το 1974, έλαβε 13,5% και κατεγράφη ως η τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη. Από την επόμενη κιόλας μέρα, ξεκίνησε η αλματώδης άνοδός του, με την ταυτόχρονη συρρίκνωση του ιστορικού Κέντρου, το οποίο έπασχε από έλλειψη στιβαρής ηγεσίας και διαυγούς αντιπολιτευτικού λόγου.

Ουσιαστικότερα μιλώντας, ο σκοπός της συγγραφής και δημοσίευσης του πρωθυπουργικού άρθρου είναι παραπάνω από προφανής. Η ηγεσία του Σύριζα -σε πείσμα της «αριστερής» του εσωκομματικής αντιπολίτευσης- επιδιώκει να τον εγγράψει στη συνείδηση των Ελλήνων σαν το διάδοχο σχήμα του Πασόκ, εμπεδώνοντάς τον έτσι ως έναν από τους δύο κυρίαρχους πόλους της πολιτικής μας ζωής. Στόχος του είναι να ακυρώσει προκαταβολικά την προσπάθεια δημιουργίας μιας ισχυρής Κεντροαριστεράς. Και να συσπειρώσει όσους πολίτες νοιώθουν απογοητευμένοι από τα κυβερνητικά πεπραγμένα των Συριζανέλ πλην διακατέχονται από αντιδεξιό σύνδρομο. Η κλιμάκωση της παραπάνω στρατηγικής προδιαγράφεται με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια: Δαιμονοποίηση της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη και επαναφορά, προεκλογικά, του διλήμματος «Ή Εμείς ή Αυτοί».

Η όλη προσπάθεια θυμίζει, στην πραγματικότητα, ένα πολύ ωραίο -μισοξεχασμένο- τραγούδι σε στίχους Μανώλη Ρασούλη και μουσική Μάνου Λοϊζου με τίτλο «Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις Απόκριες».

Όχι πρωτίστως επειδή κάθε απόπειρα επανάληψης της Ιστορίας είναι -σύμφωνα με τον Μαρξ- εκ των πραγμάτων φαρσική. Αλλά κυρίως διότι η πρόσληψη του παρελθόντος, κατά τον τρόπο του κυρίου Τσίπρα και πάρα πολλών άλλων, συνιστά μια απλοϊκή, παραπλανητική αφήγηση. Δύο σχεδόν αιώνες θριάμβων και καταστροφών, από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, το 1830, μέχρι σήμερα, σερβίρονται σαν μια αέναη μάχη μεταξύ του «καλού» και του «κακού».

Ο θρόνος -αρχικά του Όθωνα, εν συνεχεία των Γλύξμπουργκ- αποτελούσε το διαχρονικό καρκίνωμα και το μακρύ χέρι συνάμα των πονηρών ξένων, οι οποίοι επιβουλεύονταν την ωραία μας Ελλάδα. Η Δεξιά λειτουργούσε ανέκαθεν σαν δεκανίκι του παλατιού μη προσφέροντας στον τόπο παρά δικτάτορες, δωσίλογους, κομπραδόρους επιχειρηματίες και πονηρούς πολιτευτές. Ενώ εμείς, η «Δημοκρατική Παράταξη», διαθέτουμε στο εικονοστάσι μας άγιες μορφές όπως τα παλικάρια του 1821 συλλήβδην και ανεξαιρέτως, τους επαναστάτες της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Γεώργιο Παπανδρέου αλλά και τον Άρη Βελουχιώτη, τον Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Σωτήρη Πέτρουλα, τον Αλέκο Παναγούλη, τον Ανδρέα Παπανδρέου μα και τον Λεωνίδα Κύρκο -τον οποίον ο Ανδρέας είχε χαρακτηρίσει μέσα στη Βουλή «ελίτ των σαλονιών»- ξεχνάω μήπως κανέναν;

Ακόμα και εάν δεν ρωτούσαμε τα προφανή, «κι ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ο κορυφαίος των λαϊκιστών του 19ου αιώνα τί ήταν; δικός τους ή δικός μας;», «και ο Γεώργιος Παπανδρέου πώς μεταμορφώθηκε από τον κομμουνιστοφάγο του 1944 στον Γέρο της Δημοκρατίας των 60’ς;», θα μπορούσαμε να δυναμιτίσουμε την ηθικοπλαστική ιστοριούλα -η οποία παριστάνει την Ιστορία- με πιό απροσδόκητες ενστάσεις. Επισημαίνοντας, φερ’ειπείν, ότι οι «Φιλελεύθεροι» του Ελευθερίου Βενιζέλου συνεπέστερα εξέφραζαν την ανερχόμενη αστική τάξη, τη νέα δηλαδή πλουτοκρατία, παρά τη φτωχολογία. Ότι τα «Τάγματα Ασφαλείας», που έσπερναν τον τρόμο-μαζί με τους Χίτες αλλά και την κομμουνιστική ΟΠΛΑ-, είχαν σε μεγάλο βαθμό επανδρωθεί από βενιζελικούς αξιωματικούς, απότακτους του κινήματος του 1935. Πως ένα επιβλητικό ποσοστό των οργανωμένων επί Κατοχής στο ΕΑΜ πολέμησαν στον Εμφύλιο εναντίον των κομμουνιστών από τις τάξεις του Εθνικού Στρατού. Ότι ο Σωτήρης Πέτρουλας έρρεπε προς τον τροτσκισμό κι ότι ο Αλέκος Παναγούλης βδελυσσόταν τον Ανδρέα Παπανδρέου…

Όχι. Η Ιστορία δεν είναι ευθύγραμμη, μονόχορδη και μονόπαντη. Βρίθει -όπως εξάλλου και η ζωή- από αντιφάσεις, υπόγειες διαδρομές και σκοτεινά σημεία. Κάθε απόπειρα να χωρέσει η Ιστορία σε ένα άκαμπτο ερμηνευτικό σχήμα συντελείται από ανόητους -ή μέχρις ανοησίας δογματικούς- ανθρώπους. Κάθε προβολή του παρελθόντος πάνω στο παρόν παράγει φαιδρά αποτελέσματα.

Ο σημερινός Σύριζα δεν μπορεί καν να συγκριθεί με το Πασόκ στα ντουζένια του διότι απλούστατα η Ελλάδα του 2017 είναι ολωσδιόλου διαφορετική από την Ελλάδα του 1981. Και αν ακόμα ωστόσο βάζαμε από τη μιά πλευρά της ζυγαριάς τον λαϊκισμό και τα πομπώδη συνθήματα του Ανδρέα Παπανδρέου κι από την άλλη τα ψέμματα και τις αυταπάτες τού Αλέξη Τσίπρα, θα διαπιστώναμε πως ο Ανδρέας ό,τι υποσχέθηκε στους «μη προνομιούχους» το πραγματοποίησε. Μπορεί να μη μάς έβγαλε από το ΝΑΤΟ κι από την ΕΟΚ και να μην ξήλωσε τις «βάσεις του θανάτου», άλλαξε όμως τις ζωές των ψηφοφόρων του. Διπλασίασε σχεδόν μισθούς και συντάξεις. Μεταρρύθμισε το οικογενειακό δίκαιο. Υπερέβη τον μετεμφυλιακό διχασμό σε «εθνικόφρονες» και «εαμοβούλγαρους»… Η καθημερινότητα των Ελλήνων βελτιώθηκε άρδην κατά τα πρώτα χρόνια του Πασόκ στην κυβέρνηση, εις βάρος έστω των οικονομικών δεικτών και προοπτικών της χώρας. Αντίθετα, επί πρωθυπουργίας Τσίπρα, επιδεινώθηκε περαιτέρω.

Σκαλίζοντας το παρελθόν ο κύριος Τσίπρας, ξύνει στην πραγματικότητα τις δικές του πληγές. Καταδεικνύει, επί της ουσίας, αυτό ακριβώς για το οποίο οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν: Πως πέραν του επικοινωνιακού του χαρίσματος και μιάς ιδιοσυγκρασίας που θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις και αήθη, δεν έχει τίποτα χειροπιαστό να πιστωθεί. Η διακυβέρνησή του συνοψίζεται στη διαχείριση των μνημονίων -στην ευθυγράμμιση με τις βουλές των «θεσμών»- με μικρότερο μεν πολιτικό κόστος (έλειψαν οι ταραχώδεις διαδηλώσεις και οι πλατείες των «αγανακτισμένων») αλλά με μεγαλύτερο πραγματικό κόστος για τους Έλληνες.

Θα όφειλε ο κύριος Τσίπρας -για το καλό του- αντί να κοιτάζει προς τα πίσω, να απογαλακτισθεί εντελώς από ιδεολογήματα και από πολιτικούς προγόνους και να εγκύψει στο σχεδιασμό ενός αύριο για τη χώρα. Ενός αύριο το οποίο να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του 21ου αιώνα και όχι στις δοξασίες του 19ου και του 20ου. Το παράδειγμα του Εμανουέλ Μακρόν, με τον οποίον οσονούπω θα συναντηθεί, μακάρι να τον εμπνεύσει.

* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας 

 

 

ΠΗΓΗ: capital.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.