Ειδησεογραφικό site

Θολή απάντηση από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους: Η ΑΑΔΕ να κρίνει την παραγραφή των φορολογικών ελέγχων

34

Την «καυτή πατάτα» για τις φορολογικές υποθέσεις που παραγράφονται λόγω 5ετίας, επιστρέφει στην ΑΑΔΕ το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Ενώ η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων είχε ζητήσει γνωμοδότηση από το ΝΣΚ για το πώς θα πρέπει να εφαρμοστεί η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτος (Ολομέλεια Διακοπών) εξέδωσε μια –μάλλον προβληματική- γνωμοδότηση, η οποία και πολλά κενά αφήνει,  και εκδόθηκε με μειοψηφία 8 μελών του, τα οποία διατύπωσαν ευθαρσώς την γνώμη ότι «στις περιπτώσεις διαπιστουμένης παραγραφής της φορολογικής αξιώσεως του Δημοσίου, η Φορολογική Διοίκηση οφείλει να μην εκδίδει εντολές ελέγχου και να μην προβαίνει στη διενέργεια ελέγχων ή και σε συνέχιση και περαίωση των ήδη αρξαμένων ελέγχων με την έκδοση καταλογιστικών πράξεων».

Ωστόσο το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους επιβεβαιώνει ότι, παρά τις επιθέσεις που δέχτηκε η δικαιοσύνη από την κυβέρνηση, η απόφαση του ΣτΕ δεν πλήττει την 10ετή παραγραφή για τις λίστες της φοροδιαφυγής, που εξακολουθούν να ελέγχονται –μέχρι τουλάχιστον να εκδικαστεί τον Οκτώβριο η επόμενη προσφυγή που έχει γίνει για τα «νεώτερα στοιχεία» που το υπουργείο Οικονομικών επικαλείται για να διακόψει την παραγραφή.

Στην πράξη, αποδεικνύεται ότι ακόμα και οι δικηγόροι-σύμβουλοι του Κράτους διαφωνούν για το πώς «διαβάζεται» και τι συνέπειες έχει η απόφαση του ΣτΕ. Από την άλλη  όμως, προφανώς, η όποια γνωμοδότηση του ΝΣΚ δεν έχει την ισχύ που έχει η ίδια η απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου. Αυτό σημαίνει ότι η ΑΑΔΕ θα πρέπει να βρει λύση για να ξεμπλοκάρουν οι εφορίες που αναμένουν οδηγίες για το πώς θα χειριστούν τις εκκρεμείς υποθέσεις.

Τι λέει το ΝΣΚ

Η ΑΑΔΕ ρωτούσε το ΝΣΚ ποια είναι η έκταση εφαρμογής της απόφασης που κρίνει αντισυνταγματικές τις απανωτές παρατάσεις στην 5ετή παραγραφή του δικαιώματος του δημοσίου να ασκεί αναδρομικούς ελέγχους. Ζητούσε επίσης να υποδείξει το ΝΣΚ ποια βήματα θα πρέπει πλέον να ακολουθήσει για όλους τους άλλους φορολογουμένους, αν θα πρέπει να αναζητήσει ή να επιστρέψει χρήματα κλπ.

Η απάντηση του ΝΣΚ είναι μάλλον σιβυλλική, αφού για τα επίμαχα ζητήματα αποφεύγει να λάβει θέση ή «πετάει το μπαλάκι» ξανά στην ΑΑΔΕ. Ωστόσο η «συμβουλή» του ΝΣΚ είναι ότι, ακόμα και για χρήσεις πέραν της 5ετίας που παραγράφηκαν λόγω του ΣτΕ, η ΑΑΔΕ πρέπει να συνεχίσει να εκδίδει εντολές ελέγχου «απλώς και μόνον για την κίνηση της ποινικής διώξεως σε βάρος των παραβατών των διατάξεων περί φοροδιαφυγής, παρά το βασίμως πιθανολογούμενο ατελέσφορο των ελέγχων, λόγω της παραγραφής της φορολογικής αξιώσεως του Δημοσίου» (σσ: δηλαδή και προεξοφλώντας ότι θα καταπέσουν στα δικαστήρια) εάν και εφόσον  η ΑΑΔΕ κρίνει ότι έτσι θα πιάσει τους στόχους είσπραξης των φορολογικών εσόδων. Αλλά σε περίπτωση ελέγχων που έχουν τελειώσει για τις χρήσεις αυτές αλλά δεν έχουν οριστικοποιηθεί οι καταλογιστικές πράξεις, «πρέπει να μην προβαίνει σε ταμειακή βεβαίωση των χρεών, όπου αυτή προβλέπεται, ούτε σε λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως ή σε συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως (έστω και αν έχει προβεί νομίμως σε ταμειακή βεβαίωση)» μέχρι οριστικοποιήσεως ή μη των καταλογιστικών πράξεων, οπότε θα πράττει αναλόγως.

Συγκεκριμένα,
με την απόφαση 2642/2017, η άποψη που πλειοψήφησε στο ΝΣΚ, γνωμοδότησε ως εξής:

1.       Καλεί την ΑΑΔΕ να αποφασίσει μόνη της αν θα ακολουθήσει τη νομολογία του ΣτΕ:  αποφεύγει να λάβει ξεκάθαρη θέση με το σκεπτικό ότι οι αποφάσεις του ΣτΕ ισχύουν μεν προς τους διαδίκους που προσέφυγαν και δικαιώθηκαν, αλλά για λόγους δικαίου πρέπει να εφαρμοστούν και για τους υπόλοιπους φορολογουμένους. Κατ’ ακολουθία, η φορολογική διοίκηση δεν οφείλει μεν να συμμορφωθεί προς την επίμαχη απόφαση του ΣτΕ κατά την αντιμετώπιση άλλων υποθέσεων με όμοια προς τα επιλυθέντα νομικά ζητήματα, πλην όμως, μπορεί και πρέπει να την ακολουθήσει ως νομολογιακό δεδομένο. Συνεπώς εξυπακούεται -λέει το ΝΣΚ- ότι το ζήτημα «αν οι φορολογικές και τελωνειακές αρχές θα ακολουθήσουν την απόφαση του ΣτΕ ως νομολογιακό δεδομένο ανάγεται στη σφαίρα των επιλογών και της βουλήσεως του Διοικητή της ΑΑΔΕ». Με άλλα λόγια, καλεί την ΑΑΔΕ «αν θέλει» να εφαρμόσει την νομολογία του ΣτΕ και για άλλες υποθέσεις!

Λέει μάλιστα πως «αν οι αρμόδιες φορολογικές αρχές προβληματίζονται, μπορούν και πρέπει να θέτουν τα ζητήματα αυτά στην κεντρική υπηρεσία της ΑΑΔΕ και εφόσον έχει και αυτή προβληματισμό, μπορεί να απευθύνει σχετικό ερώτημα προς το Ειδικό Νομικό Γραφείο Δημοσίων Εσόδων για έκδοση γνωμοδοτήσεως ή καθορισμό της τηρητέας διοικητικής πορείας».

2.       Είναι αντισυνταγματικές οι απανωτές παρατάσεις της 5ετούς παραγραφής των ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων: επί του θέματος των παρατάσεων της παραγραφής (είτε της αρχικής είτε ήδη παραταθείσης), το ΝΣΚ διαπιστώνει ότι με βάση το ΣτΕ  «για την επιβολή φόρων, τελών, εισφορών και σχετικών κυρώσεων, απαιτείται:

–           να προβλέπεται προθεσμία παραγραφής,

–          να ορίζεται εκ των προτέρων, τόσο η διάρκειά της όσο και ο συγκεκριμένος χρόνος λήξεώς της και

–          να μην αναστέλλεται ή παρατείνεται με ενέργειες δημοσίας αρχής, όπως είναι η έκδοση ή/και κοινοποίηση εντολής ελέγχου, ούτε από το ύψος του ποσού στο οποίο η διοίκηση θα προσδιορίσει τις υποχρεώσεις του φορολογουμένου, που έχουν ως συνέπεια τη διαφοροποίηση του χρόνου της παραγραφής ανά φορολογούμενο, αναλόγως αν για κάποιον έχει εκδοθεί ή όχι εντολή ελέγχου.

3.       Δεν επηρεάζονται άλλες παρατάσεις παραγραφής (δεκαετής κλπ):  Το ΝΣΚ διαπιστώνει πως η  απόφαση του ΣτΕ δεν έθεσε ζήτημα για άλλες διατάξεις όπως η δεκαετής παραγραφή που ισχύει σε περίπτωση που: (α) ο έλεγχος στηρίζεται σε συμπληρωματικά στοιχεία, που περιήλθαν σε γνώση της φορολογικής αρχής μετά τη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής, ή (β) η δήλωση που υποβλήθηκε ή τα έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή. Ωστόσο το ΝΣΚ επισημαίνει ότι το ζήτημα της δεκαετούς παραγραφής λόγω συμπληρωματικών στοιχείων, εκκρεμεί ενώπιον του Β’ Τμήματος του ΣτΕ, σε υποθέσεις προσαυξήσεως περιουσίας, συναχθείσης με βάση στοιχεία κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή3. Η κρίση του δικαστηρίου δεν μπορεί μεν να προδικασθεί, πλην, όμως, ούτε από την επίμαχη απόφαση του ΣτΕ ούτε από άλλες τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας, των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται από τη Φορολογική Διοίκηση μέχρις εκδόσεως αποφάσεως του ΣτΕ επί του θέματος της συνταγματικότητας ή/και της εννοίας αυτών.

4.        Δεν θίγεται από το ΣτΕ ούτε η 15ετής ούτε η 20ετής παραγραφή: Η απόφαση του ΣτΕ δεν έθεσε ζήτημα αντισυνταγματικότητας για την εικοσαετή παραγραφή σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής που διαπράχθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (από 1.1.2014). Το ΝΣΚ αναγνωρίζει μεν πως η κρίση του ΣτΕ «ότι η διάρκεια της παραγραφής πρέπει να είναι εύλογη και συνάδουσα με την αρχή της αναλογικότητας και ότι η λήξη της παραγραφής δεν μπορεί να συναρτάται με το ύψος του ποσού στο οποίο η διοίκηση θα προσδιορίσει τις φορολογικές υποχρεώσεις του διοικουμένου» δεν φαίνεται να επιτρέπει την εφαρμογή της 20ετούς παραγραφής επειδή αντίκειται στις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου και θα έπρεπε να λαμβάνεται ως βάση η 5ετία. Αλλά τονίζει ότι το ζήτημα «δεν έχει αντιμετωπισθεί ευθέως από το ΣτΕ, η Φορολογική διοίκηση πρέπει να τις εφαρμόζει μέχρις εκδόσεως σχετικής αποφάσεως, πράττουσα στη συνέχεια αναλόγως» με όσα θα ορίζει τότε η απόφαση που θα εκδοθεί.  Το ίδιο ισχύει και για την δεκαπενταετή παραγραφή του ν. 2238/1994 (ΚΦΕ) για περιπτώσεις μη υποβολής δηλώσεως φόρου εισοδήματος ή δηλώσεως αποδόσεως παρακρατουμένων φόρων κλπ.

5.        Αιτήματα επιστροφής φόρων ως αχρεωστήτως καταβληθέντων δεν γίνονται δεκτά: Το ΝΣΚ τονίζει πως «αιτήματα επιστροφής φόρων ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, με την αιτιολογία ότι αφορούν σε παραγεγραμμένες χρήσεις με βάση την απόφαση του ΣτΕ δεν είναι βάσιμα»  μόνον εκ του λόγου τούτου και αν δεν ακυρωθούν πρώτα οι καταλογιστικές πράξεις (με απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή δικαστηρίου).

Το ΝΣΚ επικαλείται και το επιχείρημα ότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, «η Διοίκηση δεν έχει καταρχάς υποχρέωση, αλλά διακριτική ευχέρεια, να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς».

6.       Χάνουν την ασυλία όσοι «αυτοκαταγγέλλονται» αλλά δεν πληρώνουν επικαλούμενοι την παραγραφή:  Το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.) έθεσε ξεχωριστό ερώτημα σχετικά με φορολογούμενους που εντάχθηκαν στις ευνοϊκές διατάξεις της ρύθμισης για την οικειοθελή αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων (ν. 4446/2016), υπέβαλαν αρχικές ή τροποποιητικές δηλώσεις, αλλά δεν καταβάλλουν τα βεβαιωθέντα ποσά, επικαλούμενοι την απόφαση του ΣτΕ ότι έχει επέλθει παραγραφή του δικαιώματος του δημοσίου να τους ελέγξει. Το ΝΣΚ απαντά ξεκάθαρα «ότι οι υπαχθέντες στη ρύθμιση του προαναφερθέντος νόμου θα εκπέσουν των ευνοϊκών διατάξεών του και θα ακολουθήσει η έκδοση πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού, επιβολής προστίμων και καταλογισμού των προσθέτων φόρων και παραβάσεων που δεν είχαν βεβαιωθεί λόγω οικειοθελούς αποκάλυψης, ενώ πρόκειται για παραγεγραμμένες χρήσεις». Και αυτό γιατί «οι δηλώσεις, υποβληθείσες μάλιστα στο πλαίσιο οικειοθελούς αποκαλύψεως φορολογητέας ύλης, αποτελούν δεσμευτικό τίτλο και οι υπαχθέντες δεν μπορούν να απαλλαγούν της υποχρεώσεως καταβολής των βεβαιωθέντων ποσών, χωρίς μάλιστα να προβούν σε ανάκληση ή τροποποίηση των δηλώσεων». Επίσης το ΝΣΚ απαντά ότι αν οι φορολογούμενοι υποβάλουν ανακλητικές ή νέες τροποποιητικές δηλώσεις, κατ’ επίκληση παραγραφής των αξιώσεων του Δημοσίου, πρέπει να απορρίπτονται.

Τα σχόλια είναι κλειστά.