Ειδησεογραφικό site

Μισθοί και παραγωγικότητα για την ανάπτυξη

80

Του Μελέτη Ρεντούμη 

Δύο από τις βασικότερες μακροοικονομικές έννοιες που συντελούν στην ανάκαμψη αλλά και την ανάπτυξη της χώρας μας τόσο στο καθεστώς του Μνημονίου όσο και στη μετέπειτα εποχή, είναι το ύψος του μισθού ονομαστικού ή πραγματικού, καθώς και η παραγωγικότητα.

Αν αυτές οι δύο έννοιες δεν συνάδουν, τότε πολύ δύσκολα θα επέλθει στη χώρα η οικονομική ανάπτυξη ακόμα και αν βγούμε αύριο από το Μνημόνιο και αρχίζουμε ως χώρα να βγαίνουμε στις αγορές.

Η χώρα χρειάζεται δομικές αλλαγές και παρεμβάσεις έτσι ώστε να λειτουργούν σωστά οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, ώστε να προσαρμοστεί και η αγορά εργασίας και να έχουμε βιώσιμους μισθούς που να σχετίζονται τόσο με τη μέση παραγωγικότητα όσο και με την παραγωγικότητα ανά κλάδο.

Σύμφωνα με την θεμελιώδη οικονομική θεωρία, ο ρυθμός αύξησης των ονομαστικών μισθών πρέπει να κινείται στην ίδια κατεύθυνση με τη μέση παραγωγικότητα για να μπορεί να χρηματοδοτείται επαρκώς και να είναι διατηρήσιμη η αύξηση του ΑΕΠ σε μία χώρα.

Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα στα χρόνια προ κρίσης, ήταν μία σημαντική αύξηση τόσο των ονομαστικών όσο και των πραγματικών μισθών μέσω του πληθωρισμού, χωρίς καμία σύνδεση με την παραγωγικότητα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε σταδιακή απώλεια του ΑΕΠ, η οποία επιταχύνθηκε δραματικά την περίοδο της κρίσης από το 2010 και μετά, καθώς οι οριζόντιες περικοπές σε μισθούς στον δημόσιο τομέα αλλά και στον ιδιωτικό, οδήγησαν σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα την παραγωγικότητα με αποτέλεσμα να μην ανακάμπτει η ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Σήμερα διανύοντας ίσως τους τελευταίους μήνες παραμονής στο παρόν πρόγραμμα προσαρμογής, το εργατικό κόστος έχει μειωθεί σημαντικά, μέσα από τη μείωση του κατώτατου μισθού, τις ευέλικτες συμβάσεις εργασίας μέσω της ελαστικοποίησης αλλά και την αύξηση της ανεργίας που έκανε τη ζήτηση εργασίας να προσαρμόζεται σε ολοένα και μικρότερους ονομαστικούς μισθούς.

Παρ’ όλα αυτά παρατηρούμε ότι η ανταγωνιστικότητα και ιδίως οι εξαγωγές που θα έπρεπε να είναι η αιχμή του δόρατος της οικονομίας, δεν έχουν ανακάμψει.

Μάλιστα είναι λυπηρό το γεγονός, ότι σε συνθήκες ανάπτυξης στην Ευρωζώνη αλλά και στην ΕΕ συνολικά, με τον συνολικό όγκο εμπορίου ν’αυξάνει, η χώρα έχει χάσει την τελευταία τριετία 19% από τις εξαγωγές της, παρά το μειωμένο εργατικό κόστος.

Αυτό σημαίνει ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν συνδέεται μόνο με το κόστος εργασίας, αλλά και με το κόστος κεφαλαίου, τα επιτόκια, το μέγεθος της γραφειοκρατίας, τη διαφθορά, την φοροδιαφυγή καθώς και το ενεργειακό κόστος.

Αν αυτά δεν λυθούν αποτελεσματικά μέσα από ένα θεσμικό πλαίσιο απλό και κατανοητό που σέβεται τους κανόνες της αγοράς, ώστε να λειτουργήσει ο τέλειος ανταγωνισμός και όχι τα ολιγοπώλια σε μόνιμη βάση, τότε θα είναι δύσκολο ως ακατόρθωτο να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να συμπαρασύρει τους ονομαστικούς και πραγματικούς μισθούς.

Ο απώτερος στόχος μίας οικονομίας που έχει σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο όπως η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι η συνεχής μείωση των μισθών ιδίως για εξειδικευμένες θέσεις εργασίας που απαιτούν τις περισσότερες φορές συγκεκριμένη υπερεργασία.

Η κυβέρνηση οφείλει, σε συνεργασία τόσο με τους θεσμούς όσο και με τους παραγωγικούς φορείς της χώρας, να δημιουργήσει ένα υγιές πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, με μία Επιτροπή Ανταγωνισμού για παράδειγμα που να λειτουργεί αποτελεσματικά και με ένα αναπτυξιακό νόμο που να δίνει κίνητρα για αύξηση της απασχόλησης στους κλάδους όπου η χώρα έχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Αν η χώρα επενδύσει και αναπτύξει κλάδους όπως η μεταποίηση στη βιομηχανία αλλά και οι τεχνολογίες αιχμής, τότε η αύξηση της παραγωγικότητας θα είναι ραγδαία, δημιουργώντας σαφείς συνθήκες αύξησης των μισθών που είναι και το ζητούμενο για την αύξηση της ενεργούς ζήτησης αλλά και της κατανάλωσης.

Με τον απαραίτητο συντονισμό των αγορών, η χώρα μπορεί πραγματικά ν’αυξήσει το ΑΕΠ της δημιουργώντας συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης, που όλοι οι πολίτες έχουν ανάγκη.

 

 

ΠΗΓΗ: capital.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.