Ειδησεογραφικό site

Μιχάλης Βιολάρης: «Δεν κέρδισα χρήματα, αλλά μεγάλη αξιοπρέπεια»

1.327

 violaris

«Θα εξευτελιστώ αν μελοποιήσω ένα σημερινό τραγούδι. Θα μπορούσα να γράφω τρία την ημέρα αλλά δεν καταδέχομαι να ασχοληθώ με ένα κενό στίχου τραγούδι» αναφέρει στο «Κ» ο τραγουδοποιός Μιχάλης Βιολάρης. Τα τραγούδια που συνέθεσε και τραγούδησε από το 1965 ακούγονται σήμερα το 2017. Αυτό αποδεικνύει πως οι ποιοτικές παραδοσιακές και κλασικές δημιουργίες, μένουν αναλλοίωτες στο χρόνο και ξεχωρίζουν, ασχέτως της εκάστοτε μουσικής μόδας της εποχής. Ο Μιχάλης Βιολάρης ξεχωρίζει στην καρδιά μας ως ο πιο αγαπητός τραγουδιστής και εκφραστής του ποιοτικού κυπριακού παραδοσιακού τραγουδιού, αλλά και του διαχρονικού έντεχνου ελληνικού τραγουδιού.

Στην Πέννυ Κροντηρά

Πώς ξεκίνησε η αγάπη σας για τη μουσική;

Πιστεύω ότι οφείλεται σε γονίδιο γιατί ο πατέρας μου και ο παππούς μου ήταν μουσικοί. Οι παππούδες των παππούδων μου ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη και έφεραν μαζί τους ένα λαούτο. Μετά, βρήκαν ένα βιολί και έπαιζαν σε γάμους και πανηγύρια. Αυτή η μουσική έφεση κρατάει πολλές γενιές. Ξεκίνησα από πολύ μικρός να είμαι μέσα στο μουσικό περιβάλλον και τα μουσικά όργανα, να μαθαίνω βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική. Στο χωριό μου, που λέγεται Αγία Βαρβάρα, υπήρχε το μοναδικό ραδιόφωνο για 800 κατοίκους στο καφενείο. Πήγαινα και άκουγα συνέχεια μουσική και τραγούδια. Ερχόμουν στο σπίτι και έλεγα τα λόγια και τη μουσική όταν δεν είχα πάει ακόμα στο δημοτικό. Έτσι ο πατέρας μου, αναγκάστηκε να μου πάρει ένα μικρό παιδικό ακορντεόν που έπαιζα χωρίς να με διδάξει κανείς.

Πότε αποφασίζετε να ασχοληθείτε αποκλειστικά με τη μουσική και αφήνετε τις σπουδές σας;

Όταν φύγαμε με την οικογένειά μου και πήγαμε στη Λάρνακα, οι γονείς μου με έγραψαν στο Ωδείο της Λάρνακας, που ήταν παράρτημα του Εθνικού Ωδείου Αθηνών και είχα εξεταστή τον Μανώλη Καλομοίρη. Το 1962 τελειώνοντας το Γυμνάσιο, ήρθα στην Αθήνα όπου συνέχισα τις σπουδές μου στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών, και ταυτόχρονα μπήκα στη Φιλοσοφική σχολή. Στο τέλος του 1963 αναγκάστηκα να αφήσω το Ωδείο γιατί έπρεπε να κρατήσω την υποτροφία για τη Φιλοσοφική, και αυτό γινόταν μόνο αν ήμουν καλός φοιτητής και περνούσα τα μαθήματα του έτους. Τελείωσα τη Φιλοσοφική και δίδαξα το 1980 αλλά το 1981 έδωσα την παραίτησή μου, συνεχίζοντας τη μουσική μου πορεία…

Ποια η έννοια της παραδοσιακής μουσικής και ποια της έντεχνης;

Στις εμφανίσεις του πατέρα μου και του παππού μου στα διάφορα χωριά, τα πρώτα τραγούδια που άκουγα ήταν τα παραδοσιακά της Κύπρου. Μετά βέβαια συνειδητοποίησα τι είναι η παράδοση και τι σημαίνει ένα παραδοσιακό τραγούδι. Ερχόμενος στην Αθήνα είχα ένα θησαυρό μέσα μου που αποτελείτο κυρίως από παραδοσιακά τραγούδια. Το χειμώνα του 1963 μάζεψα χρήματα και πήγα στο «Ρεξ – Κοτοπούλη» όπου είδα στην προμετωπίδα ότι έπαιζε «Η γειτονιά των αγγέλων» των Ιάκωβου Καμπανέλλη και Μίκη Θεοδωράκη. Άκουσα για πρώτη φορά το λεγόμενο έντεχνο ελληνικό τραγούδι που είναι όρος του Μίκη Θεοδωράκη, τον οποίο πολλοί δεν τον δέχονται. Οι μουσικοί μπορούν να καταλάβουν ότι με αυτό τον όρο ήθελε να ξεχωρίσει τα τραγούδια του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Βαμβακάρη, του Καλδάρα, οι οποίοι, μη γνωρίζοντας να γράφουν στο πεντάγραμμο, δημιουργούσαν τα τραγούδια τους εμπειρικά, σε αντίθεση με τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και μετέπειτα τον Ξαρχάκο και τον Μαρκόπουλο, οι οποίοι έγραφαν τα τραγούδια τους με νότες στο πεντάγραμμο. Το αντίθετο της έντεχνης μουσικής δεν είναι η άτεχνη, για αυτό ας μη παρεξηγούνται πολλοί. Αυτός είναι ο διαχωρισμός. Εκεί λοιπόν άκουσα δύο τραγούδια που μου έμειναν στο μυαλό και μου άλλαξαν τη μουσική μου πορεία. Ήταν το «Δόξα τω Θεώ» και το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο». Μου δημιούργησαν ένα περίεργο συναίσθημα γιατί τα μουσικά μου ακούσματα ήταν διαφορετικά, όπως η Μαριάννα Χατζοπούλου, η Βέμπο, ο Γούναρης, ο Καζαντζίδης και κάποια δημοτικά νησιώτικα. Μέσα στο μυαλό μου έμεινε ο στίχος που κάτι ήθελε να πει σε ένα φοιτητή στο δεύτερο έτος, και είπα μέσα μου, αν κάνω κάτι στη ζωή μου θέλω να είναι σε αυτή την κατεύθυνση. Ήρθε το καλοκαίρι και πήγαμε εθελοντές σε ένα στρατόπεδο στη Χαλκίδα και στο δρόμο ακούγαμε την «Άπονη ζωή» του Ξαρχάκου και μας είχε αναστατώσει όπως και το «Φτωχολογιά» που τα είχε γράψει μαζί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, που μόλις ξεκινούσε. Ο πιο σημαδιακός σταθμός στη ζωή μου ήταν το «άλλο» τραγούδι, Θεοδωράκης το χειμώνα και Ξαρχάκος με Λευτέρη Παπαδόπουλο το καλοκαίρι.

Από τι εμπνέεστε για να γράφετε τα τραγούδια σας;

Όντας στην Αθήνα από το 1962 και κυκλοφορώντας στο αμφιθέατρο της Σόλωνος και σε διάφορα δισκοπωλεία σαν του Ουζούνη στην Ομόνοια, διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε το κυπριακό τραγούδι στον ελλαδικό χώρο, παρά μόνο κάτι δύσκολα να κατανοηθούν κυπριακά, που δεν είχαν ενδιαφέρον και δεν τα αγόραζε κανείς. Το 1965 είπα στον συμφοιτητή μου Ανδρέα Γρηγορίου να κάνουμε ένα τραγούδι με κυπριακό στίχο. Μέσα μου από το 1963 που άκουσα τα προηγούμενα τραγούδια κυοφορούσα κάποιες μελωδίες. Κάτσαμε στο πιάνο στους Αμπελόκηπους που ζούσαμε, έγραψε τους στίχους και δημιουργήθηκε το «Ούλλα χαλάλιν σου». Είναι ένα τραγούδι που μέχρι σήμερα έχει  κυκλοφορήσει σε εννιά διαφορετικές εκτελέσεις, και με συνοδεύει σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, όπου υπάρχουν Έλληνες, αν και εγώ το τραγούδησα πολύ αργότερα από τη στιγμή δημιουργίας του. Θεωρώ ότι η σύνθεσή μου αυτή με σημάδεψε. Το 1971-2 άρχισαν τα κυπριακά τραγούδια να γίνονται γνωστά στον ελλαδικό χώρο. Πιστεύω ότι για να γραφτεί ένα τραγούδι, πρέπει να έρθει η κατάλληλη στιγμή που όμως, δεν έχω τη δυνατότητα να την καθορίσω. Μπορεί να κάθομαι δύο μήνες στο πιάνο χωρίς να βγαίνει κάτι. Κάποια στιγμή πίνοντας το πρωί ένα καφέ ή το βράδυ ένα ουίσκι, έρχεται μία μελωδία και τη γράφω.

Ποια η γνώμη σας για το τραγούδι τότε και σήμερα;

Θα εξευτελιστώ αν μελοποιήσω ένα σημερινό τραγούδι. Θα μπορούσα να γράφω τρία την ημέρα αλλά δεν καταδέχομαι να ασχοληθώ με ένα κενό στίχου τραγούδι. Ήθελα παραδοσιακό στίχο ποίησης και μουσική κλασική της παράδοσής μας. Αυτό ακολουθώ. Μπορεί να έγραψα 30-40 τραγούδια δικά μου και έχω διασκευάσει άλλα 20, νομίζω πως δεν θα μπορούσα να τα κάνω, αν δεν είχα ένα στίχο που με προκαλούσε. Για αυτό είμαστε από το 1967 μαζί με τον Τάσο Καρακατσάνη, που είναι ένας φανταστικός ενορχηστρωτής που με συνόδευσε στην μπουάτ «ΠΑΡΑΓΓΑ». Σύμφωνα με όσα μπολιάστηκα, θεωρώ ότι αν δεν υπάρχει στίχος που να μιλάει και να με εκπροσωπεί αισθητικά και μουσικά, δεν μπορώ να ασχοληθώ μαζί του.

Πώς ήταν για εσάς η γνωριμία σας με τον Οδυσσέα Ελύτη;

Για ένα εξάμηνο ήταν πάντα δίπλα μου σε όλη τη διάρκεια της ηχογράφησης, όταν γράφαμε «Το θαλασσινό Τριφύλλι». Ήταν μια τρομερή τιμή για μένα. Μάλιστα όταν με κάλεσαν να με ακούσει, μου είπε «Κύριε Βιολάρη δεν σας ήθελα να έρθετε, γιατί εγώ σας ξέρω».  Ήταν φοβερά λεπτολόγος.

Ποια τα επαγγελματικά σας σχέδια;

Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, όποια φορά αισθάνομαι ότι θέλω να τραγουδήσω, κάνω μία παράσταση που αρέσει σε μένα, και αυτό δεν είναι επαγγελματικό αλλά ψυχική ανάταση. Έχω αποστασιοποιηθεί πολύ από το να διασκεδάζω τον κόσμο. Κάνω ακουστικές, ψυχαγωγικές συναυλίες. Στις 26 Μαρτίου θα κάνω μία εμφάνιση στην μπουάτ «Απανεμιά» που είναι η μοναδική που υπάρχει στον ελλαδικό χώρο. Από εκεί, παρήλασε σχεδόν όλο το λεγόμενο «νέο κύμα». Ο λόγος που πάω σε αυτό το χώρο είναι να μετράω τη φωνή μου και να δω αν είναι καλή ακόμα. Στις 23 Απριλίου θα είμαι στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης όπου θα ακουστούν δικά μου τραγούδια για τον Αγώνα των Κυπρίων το 1955-59. Μαζί μου θα είναι ο Κώστας Χατζηχριστοδούλου, η Ανδριάνα Κόλλια και ο Τάσος Καρακατσάνης στην ενορχήστρωση. Είναι ένας χώρος που έχω παίξει πολλές φορές και με εκπροσωπεί γιατί είναι οργανωμένος. Στις 29 Ιουνίου θα παίξω στην Ερήμη έξω από τη Λεμεσό όπου ο κοινοτάρχης είναι φίλος και λάτρης του καλού τραγουδιού. Θα κάνω μία δεύτερη συναυλία στο χωριό μου στις 30 Ιουνίου που είναι συμβολική για το μέρος που έζησα τα πρώτα μου χρόνια. Είναι δραστηριότητες που μου αρέσει να τις κάνω.

Ποια η γνώμη σας για τις πολιτικές εξελίξεις και την τουρκική προκλητικότητα που υπάρχει;

Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο εξευτελισμού όπου μας δίνουν τη μισή Κύπρο και θεωρούμε ότι είναι καλό. Δεν είναι δυνατόν οι πολιτικοί να πιστεύουν ότι «το μη χείρον βέλτιστο» ενώ τα όνειρά μας ήταν διαφορετικά και ιστορικά ανήκουμε στον ελλαδικό χώρο. Όταν ήμουν μικρός οι Τούρκοι ήταν το 18% του πληθυσμού στην Κύπρο, εξαρτημένοι από το ελληνικό στοιχείο, τα παιδιά τους δεν ήξεραν καν τούρκικα, δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς εμάς και θα είχαν αφομοιωθεί. Οι Άγγλοι όμως τους έβαλαν να σηκώσουν κεφάλι. Σήμερα δυστυχώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα μας δώσουν κάποια πράγματα που δεν είναι αυτά που θέλουμε.

Κάνατε πραγματικότητα τα όνειρά σας;

Ξεκίνησα από ένα χωριό που η φτώχεια δεν μας επέτρεπε να κάνουμε πολλά πράγματα. Νοίκιασα ένα δωματιάκι στα Εξάρχεια χωρίς μπάνιο, και όμως σπούδασα μη έχοντας αρκετά χρήματα. Παρά τις αντιξοότητες νομίζω όλα αυτά που έχω κάνει είναι απλά, ταπεινά και εξακολουθώ στην ίδια πορεία και στο ίδιο είδος τραγουδιού μέχρι τώρα. Σε δικά μου τραγούδια αφού δεν μου τα έδωσε κανείς. Είμαι ευχαριστημένος πολύ με αυτά τα λίγα που έχω φτιάξει, γιατί αν ήμουν στην Κύπρο, θα ασχολιόμουν με τη φιλολογία. Θα ήμουν ένα μέτριος καθηγητής με μία πολύ καλή σύνταξη, γιατί είναι διπλάσιες από της Ελλάδας. Θεωρώ ότι οι φιλολογικές και μουσικές γνώσεις που έχω πάρει με διαμόρφωσαν σε έναν καλό άνθρωπο, ικανό και ευτυχισμένο να βλέπει ένα καλό θέατρο, να μπορεί να το ζυγίζει, να το εκτιμά και μουσικά να είναι δικά μου αυτά τα οποία συνέθεσα και τραγούδησα. Η πορεία μου ήταν και είναι ακόμη σε ένα δρόμο κλασικό. Αυτή η αξιοπρέπεια με την οποία κινήθηκα είναι αυτή που ήθελα πάντα. Δεν ήθελα τίποτα παραπάνω. Η πορεία αυτή μπορεί να μην είχε χρήματα αλλά έχει μεγάλη αξιοπρέπεια.

Τι σας λείπει σήμερα στη ζωή σας;

Μία κόρη, που θα ήταν μεγάλη τώρα. Δεν έγινε όμως. Είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μου λείπει στη ζωή…

 

 

 

Τα σχόλια είναι κλειστά.