Ειδησεογραφικό site

«Καθαρός διάδρομος» προς τις αγορές ή προς νέο μνημόνιο;

86

Του Βασίλη Γεώργα

Ο καθαρός διάδρομος που επεδίωξε να ανοίξει η κυβέρνηση με τη στρατηγική της «συνολικής λύσης» σε χρέος-πλεονάσματα-αξιολόγηση δεν φαίνεται να ολοκληρώνεται και αυτό δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για την επόμενη μέρα. Ανεξάρτητα από το ποιος έχει το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης (Βερολίνο, ΔΝΤ η ή ελληνική κυβέρνηση) ο κίνδυνος να πληρώσει αποκλειστικά η Ελλάδα το μάρμαρο της «μισής λύσης» είναι μεγάλος και η κυβέρνηση οφείλει να ενημερώσει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις τι θα συμβεί αν τα πράγματα δεν εξελιχθούν όπως τα έχει σχεδιάσει.

Το πρόβλημα είναι πως μέχρι σήμερα κανείς από όσους έχουν λόγο και ευθύνη να παρουσιάσουν τις διαθέσιμες επιλογές της Ελλάδας εφόσον η ευρωζώνη και το ΔΝΤ δεν συμφωνήσουν φέτος για τη «βιωσιμότητα» του ελληνικού χρέους, δεν το κάνει. Ούτε με ευχολόγια, ούτε με μισόλογα μπορεί να διαμορφωθεί καθαρή εικόνα για την επόμενη μέρα.

Μια κλωτσιά στο ντενεκεδάκι για το χειμώνα του 2018 θα ισοδυναμεί είτε με τον απόλυτο αιφνιδιασμό σε σχέση με τις προσδοκίες που επί μήνες καλλιεργούσαν η κυβέρνηση και οι εταίροι-δανειστές, είτε με την απόλυτη παραπλάνηση των πολιτών και της οικονομίας. Αυτός είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση Τσίπρα έχει βάσιμους λόγους να ανησυχεί για πολιτική κρίση στην Ελλάδα εάν ο λόγος της αποδειχτεί για μια ακόμη φορά αφερέγγυος.

Το μόνο που μπορεί κανείς να προδικάσει με σχετική ασφάλεια είναι πως δεν υπάρχει στον ορίζοντα σενάριο «ατυχήματος» που θα μπορούσε να προκύψει από ενδεχόμενη στάση πληρωμών. Ακόμη κι αν το ΔΝΤ με την ελληνική κυβέρνηση αφήνουν να εννοηθεί πως οι λήξεις των ομολόγων του Ιουλίου δημιουργούν πίεση για μια λύση, είναι πρακτικά ανύπαρκτη η πιθανότητα να μην εκταμιευτεί δόση στο επόμενο Eurogroup. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το επόμενο Eurogroup θα ανάψει το πράσινο φως ώστε να εκταμιευτεί η δόση και η Ελλάδα να εξοφλήσει χωρίς πρόβλημα τα δάνεια 7,4 δισ. ευρώ προς την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και τους ιδιώτες κατόχους του «ομολόγου Σαμαρά».

Εδώ και καιρό, όμως, το ζητούμενο και για την Ελλάδα και για τους δανειστές, δεν ήταν η αποφυγή του πιστωτικού γεγονότος αλλά η διευκόλυνση της διαδρομής ώστε η οικονομία να ξεφύγει από το καθεστώς στασιμοχρεοκοπίας. Η κυβέρνηση επένδυσε στην «εύκολη λύση» ότι η διευθέτηση του χρέους θα άνοιγε το δρόμο στην ανάκαμψη μέσω της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο QE, και υποβάθμισε τις συνέπειες από την ολοσχερή έλλειψη αναπτυξιακών πολιτικών.

Το αποτέλεσμα είναι να έχει χαθεί χρόνος στο κυνήγι ανεμόμυλων, η ύφεση να έχει εγκατασταθεί στην οικονομία και η πραγματικότητα να απειλεί να διαψεύσει όλα τα φιλόδοξα σενάρια της κυβέρνησης και των εταίρων, με τα οποία κρατήθηκε η οικονομία στο «μηδέν».

Όπως φαίνεται να εξελίσσονται τα πράγματα, η διακύβευση για την Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι αν θα συρθεί με τη βούληση των ευρωπαίων δανειστών σε ένα κανονικό 4ομνημόνιο μετά το καλοκαίρι. Στο σύντομο χρόνο που απομένει μέχρι την εκπνοή του 3ουμνημονίου και με τις γερμανικές εκλογές στη μέση, μοιάζει αδύνατον ώστε το Βερολίνο να αποδεχτεί τις προτάσεις του Ταμείου για αναδιάρθρωση χρέους με ορίζοντα το 2100 που θα κοστίσει 200 δισ. ευρώ στους δανειστές, και το Ταμείο να αλλάξει τόσο πολύ τις προβλέψεις του ώστε να υιοθετήσει τις αισιόδοξες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πιθανότερο είναι η εκκρεμότητα να διατηρηθεί ως τις γερμανικές εκλογές και στη συνέχεια να ληφθούν αποφάσεις από όλες τις πλευρές.

Η δέσμευση της χώρας σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για δεκαετίες ώστε να πληρώνει μόνη της τους τόκους των δανείων, είναι η πρώτη πράξη αυτού του έργου προς ένα νέο μνημόνιο. Παρότι ούτε οι μελλοντικές επιπτώσεις από την δέσμευση της Ελλάδας σε στόχους που υπερβαίνουν τις δυνάμεις της, έχουν εξηγηθεί στους πολίτες ώστε να συνειδητοποιήσουν τι τους περιμένει, τα  μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί για την διετία 2019-2020 αποτελούν ήδη ένα πρόγραμμα χωρίς λεφτά από τους δανειστές.

Αυτό που μένει για να συμπληρωθεί το πάζλ είναι να μάθουμε ποιες θα είναι οι πηγές χρηματοδότησης για τις πληρωμές χρεολυσίων από το 2018 και μετά. Στο σενάριο συμμετοχής του ΔΝΤ από το 2018 (σ.σ και μόνο εφόσον η Ελλάδα έχει ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές με χρέος που χαρακτηρίζεται βιώσιμο)  το μνημόνιο θα μπορούσε να αντικατασταθεί από μια προληπτική γραμμή παροχής ρευστότητας του ΔΝΤ (PLL) μέσω της οποίας θα μπορούσε η χώρα να αντλεί χρήματα για έξι μήνες έως δύο χρόνια. Αν δεν υπάρχει το ΔΝΤ στο τραπέζι, θα πρέπει να αναζητηθεί μια άλλη λύση.

Η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες από την πρώτη στιγmή που θα «βγει» από το Μνημόνιο. Το 2019 θα πρέπει να πληρώσει περίπου 14 δισ. ευρώ μόνο σε χρεολύσια, ενώ από εκεί και μετά οι πληρωμές θα κυμαίνονται σε 6-9 δισ. ευρώ το χρόνο χωρίς να συνυπολογίζονται οι τόκοι. Εκ των πραγμάτων αν  δεν διασφαλιστεί ο απευθείας δανεισμός από τις αγορές και μάλιστα με πολύ χαμηλότερα επιτόκια έναντι των σημερινών, η πρόσδεση με τα μνημόνια χρηματοδότησης είναι μονόδρομος και για το σκοπό αυτό θα συνεχίσουν να είναι διαθέσιμα τα περίπου 40 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα περισσέψουν από το τρίτο πρόγραμμα.

Συνεπώς το καταλυτικό γεγονός που θα μας φέρει για τα καλά μέσα στο 4ο μνημόνιο θα είναι η αναστολή της απόφασης για τη χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης μέχρι να αποφασίσει αν η διευθέτηση χρέους που προκρίνει η ευρωζώνη, καθιστά βιώσιμο το χρέος.

Μέχρι στιγμής ούτε η ελληνική κυβέρνηση ούτε το Eurogroup έχουν εξηγήσει επαρκώς τι είδους επιπλοκές θα προκαλούσε η μη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα.

Σε ανύποπτο χρόνο ο γερμανός Υπουργός Οικονομικών είχε μιλήσει για ακύρωση του τρίτου μνημονίου και διαπραγματεύσεις για ένα νέο πρόγραμμα με τον ESM που θα πρέπει να εγκριθεί από τα κοινοβούλια των χωρών-μελών. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος έχει διατυπώσει την άποψη της κυβέρνησης πως δεν θα χρειαστεί νέο πρόγραμμα αλλά μόνο τροποποιήσεις στο ήδη υφιστάμενο χωρίς να δώσει περαιτέρω διευκρινίσεις. Οι αναφορές και μόνο σε αυτό το ενδεχόμενο επιβεβαιώνουν ότι ήδη διεξάγονται τέτοιες συζητήσεις στο παρασκήνιο.

Τα ερωτήματα που χρήζουν απαντήσεων δεν σταματούν εδώ. Πολύ πριν φτάσουμε στην οριστική απόφαση για τη χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ πρέπει να δοθούν απαντήσεις για το τι θα σημάνει περαιτέρω καθυστέρηση στο ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους μέχρι να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση στη Γερμανία.

Θα μπορέσει, και υπό ποιους όρους, η ΕΚΤ να συμπεριλάβει φέτος τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και για πόσο χρονικό διάστημα αν δεν υπάρξει έκθεση βιωσιμότητας του χρέους από το ΔΝΤ; Ακόμη και αν εγκρίνει την ένταξη στο QE στη βάση «εγγυήσεων» που ενδεχομένως δοθούν από το Eurogroup, θα θεωρήσουν αξιόπιστη τη δική της έκθεση βιωσιμότητας οι αγορές;

Θα δοκιμάσει και με τι κόστος, το ελληνικό δημόσιο να εκδώσει ομόλογα το καλοκαίρι για να τιμολογήσει το ρίσκο στις αγορές και να διαμορφώσει εικόνα για τα μελλοντικά επιτόκια; Τι θα συμβεί αν λ.χ οι επενδυτές ζητήσουν εξωφρενικά επιτόκια της τάξης του 5,5%-6% όπως προβλέπει το ΔΝΤ και οι δοκιμαστικές εκδόσεις αποτύχουν;

Τι θα συμβεί επίσης αν τελικά αποδειχθούν υπεραισιόδοξες οι προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ρυθμούς ανάπτυξης 2,2%-2,5% το 2017 και εντεύθεν και τι θα σημάνει αυτό ως προς το πακέτο μέτρων που έχει ήδη ψηφιστεί για να συντηρηθούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων;

Όλα αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που απασχολούν τις αγορές και την οικονομία, και τα οποία όσο παραμένουν αναπάντητα, τόσο περισσότερο θρέφουν την αβεβαιότητα και ανοίγουν δρόμο για τη διαιώνιση των μνημονίων.

ΠΗΓΗ: liberal.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.