Ειδησεογραφικό site

Ιωάννης Π. Χουντής: «Ενισχύσαμε τον “μακεδονικό” αλυτρωτισμό…»

3.407

Συνέντευξη στη Μαλένα Παππά

Τη συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ και γενικότερα τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο Σκοπιανό ζήτημα σχολιάζει ο κ. Ιωάννης Π. Χουντής, κλασικός φιλόλογος, πρόεδρος του Ινστιτούτου Πολιτικών Μελετών «Κέντρο Αστικής Μεταρρύθμισης» και μέλος Δ.Σ. της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, προσφέροντας μία εμπεριστατωμένη επιστημονική κριτική.

Η συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ Τσίπρα και Ζάεφ όχι μόνο εκχώρησε το όνομα «Μακεδονία» με το «βόρεια» ως γεωγραφικό προσδιορισμό στους Σκοπιανούς αλλά αναγνώρισε και «μακεδονική» γλώσσα και «μακεδονικό» έθνος. Το γεγονός αυτό τι επιπτώσεις θα έχει στο μέλλον για την Ελλάδα;

Η εκχώρηση «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητας στους Σκοπιανούς αποτελεί μία ανεπίτρεπτη εθνική υποχώρηση. Παραβιάζει κατά πολύ τις «κόκκινες γραμμές» όλων των κυβερνήσεων που χειρίστηκαν το ζήτημα τον 20ό και τον 21ο αιώνα μέχρι και σήμερα. Κυρίως γιατί ενισχύει τον «μακεδονικό» αλυτρωτισμό, όπως αναπτύχθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα.

Ειδικά η παραχώρηση επίσημης κρατικής γλώσσας με τον όρο «μακεδονική» στους βόρειους γείτονές μας αντιβαίνει την επιστημονική γνώση και αλήθεια. Και αυτό γιατί σύμφωνα με όλους τους γλωσσολόγους, που ασχολήθηκαν κατά καιρούς με τη γλώσσα των Σκοπιανών, αυτή ανήκει είτε στις βουλγαρικές διαλέκτους είτε είναι συγγενής με τη βουλγαρική. Μάλιστα, μετά τις προσπάθειες εκσερβισμού της από τον Τίτο και τον πρωθυπουργό Κολισέφσκι, η γλώσσα αυτή χαρακτηρίζεται ως σερβο-βουλγαρική.

Οι κίνδυνοι για το μέλλον συνίστανται, λοιπόν, στις αλυτρωτικές διαθέσεις των Σκοπίων όχι μόνο μέσω της αναγνώρισης της «Μακεδονίας» ως συνθετικό του κρατικού τους ονόματος αλλά και διά της επικίνδυνης και ανιστόρητης αναγνώρισης «μακεδονικού» έθνους και γλώσσας.

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΙΒΑΝΟΦ
Υπάρχουν αντιδράσεις και από την πλευρά των Σκοπίων σχετικά με τη συμφωνία. Ο Σκοπιανός πρόεδρος Ιβάνοφ αρνήθηκε να την υπογράψει. Τι σημαίνει αυτό;

Το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας είναι σαφές: ο Πρόεδρος έχει το δικαίωμα να μην υπογράψει τη συμφωνία. Μολαταύτα αυτή θα τεθεί και πάλι σε κοινοβουλευτική ψηφοφορία και χρειάζεται να την ψηφίσει η απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών (61 από τους 120) προκειμένου να υιοθετηθεί τελεσίδικα. Αν αυτό συμβεί, τότε αυτή θα σταλεί και πάλι στον Πρόεδρο για υπογραφή. Τότε εκείνος θα είναι υποχρεωμένος να υπογράψει σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας.

Να σημειωθεί, εν τούτοις, πως παρά τη συνταγματική απαγόρευση ο Ιβάνοφ δεν επικύρωσε μετά και τη δεύτερη ψηφοφορία στη Βουλή τον νόμο για την αλβανική γλώσσα τον περασμένο Μάρτιο. Είναι, επομένως, αρκετά απρόβλεπτες οι μελλοντικές του κινήσεις, ακόμη και αν εκφεύγουν του συνταγματικού πλαισίου και δημιουργούν πολιτική κρίση μείζονος χαρακτήρα στη γείτονα.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με την υπογραφή της συμφωνίας και τη μετονομασία της πΓΔΜ σε «Βόρεια Μακεδονία» έλυσε το θέμα του αλυτρωτισμού των Σκοπίων. Ισχύει αυτό;

Είναι λανθασμένη η άποψη της κυβέρνησης για δύο λόγους: πρώτον ο «μακεδονικός» αλυτρωτισμός δεν είχε ποτέ σοβαρή σχέση με την κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό το υποστήριξε με γραφικό τρόπο τις τελευταίες δεκαετίες ο Γκρουέφσκι ενώ δεν υιοθετείται από τους θεωρητικούς του αλυτρωτισμού τους, όπως ο Μπατίστ.

Επίσης, με την παραχώρηση όχι μόνο του ονόματος, που αποτελεί όχημα αλυτρωτισμού, αλλά και μέσω της παραχώρησης εθνικής και γλωσσικής ταυτότητας στους βόρειους γείτονες ενισχύονται οι βλέψεις προς τη Μακεδονία, που είναι μία και ελληνική. Δεν μας ανησυχεί η ύπαρξη «βόρειας» Μακεδονίας και οι διαθέσεις της στο μέλλον σχετικά με τη «νότια» Μακεδονία;
Δεν θα πρέπει να μας προβληματίζει η επαναδραστηριοποίηση του Ουράνιου Τόξου, που μιλά αβάσιμα για ύπαρξη «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα; Λύνει κάποιο από όλα αυτά τα θέματα η εν λόγω συμφωνία ή τα διογκώνει;

Τέλος, θεωρώ ανεπίτρεπτη την πρόβλεψη για αναθεώρηση των ελληνικών σχολικών βιβλίων από μεικτές επιτροπές που θα συμμετέχουν και Σκοπιανοί καθώς και τη θεώρηση του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα ή άλλων κρατικών φορέων, που αναδεικνύουν την ένδοξη περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέμων ως αλυτρωτικών στοιχείων από την πλευρά μας.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ «ΝΑΡΚΗ»
Γιατί η κυβέρνηση ήθελε να κλείσει άρον άρον το θέμα με τα Σκόπια χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει το Κοινοβούλιο και να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός;
Αρχικά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε το μείζον πρόβλημα συνταγματικής τάξης που εγείρεται όταν την Πέμπτη η κυβέρνηση λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης -μέσω της απόρριψης της προτάσεως δυσπιστίας- από ένα κόμμα, τους ΑΝΕΛ, οι οποίοι αρνούνται τη Συμφωνία που υπογράφεται την επόμενη Κυριακή στις Πρέσπες. Ανάλογο συνταγματικό προηγούμενο δεν εντοπίζεται.

Επίσης, σχετικά με το δημοψήφισμα θα έπρεπε να προβληματίζει η στάση μιας κυβέρνησης που, ενώ πραγματοποίησε σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς ένα σχεδόν αντισυνταγματικό δημοψήφισμα για δημοσιονομικό θέμα, ξορκίζει τη συζήτηση για ένα δημοψήφισμα που αφορά εθνικό ζήτημα και προβλέπεται από το Σύνταγμα (Άρθρο 44, Παρ.2.).

Τέλος, ήταν απαραίτητη η ενημέρωση και λήψη απόφασης από το Κοινοβούλιο πριν κυρωθεί η συμφωνία γιατί αυτή δημιουργεί έμμεσες έννομες συνέπειες, όπως η πρόσκληση των Σκοπίων για ένταξη στο ΝΑΤΟ και ναρκοθετεί την τελική απόφαση της Βουλής στο μεσοπρόθεσμο μέλλον.

Πώς εκτιμάτε ότι θα κινηθούν οι γείτονες χώρες προς την Ελλάδα μετά την υποχωρητική στάση της στο Σκοπιανό;
Αποτελεί σίγουρα ένα δείγμα αδυναμίας και υποχωρητικότητας. Δεν θα έπρεπε να είμαστε πολύ αισιόδοξοι. Άλλωστε παραμονεύουν πάντα οι αναθεωρητικές απαιτήσεις της Αλβανίας και της Τουρκίας. Επομένως, με προβληματίζει η στάση της Ελλάδας σε αυτές τις διμερείς σχέσεις τα τελευταία τρία χρόνια.

Πάντως, και για την Ε.Ε. τίθεται η ευρύτερη προβληματική που αφορά τη διεύρυνση της προς τα δυτικά Βαλκάνια. Μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, φαίνεται πως σπασμωδικά η Ε.Ε. προσπαθεί να καλύψει τον χαμένο χώρο με μία βιαστική ενσωμάτωση των ασταθών χωρών των δυτικών Βαλκανίων επιδιώκοντας έτσι τη διεύρυνση και όχι την εμβάθυνση. Η επιλογή αυτή μπορεί να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά στο μέλλον

Τα σχόλια είναι κλειστά.