Ειδησεογραφικό site

Η λαϊκή «Όπερα της πεντάρας» στο Μέγαρο του Μαξίμ(…οου)

219

Το παρόν λυρικό έργο αποτελεί… οφειλόμενη τιμή στους εμπνευστές και τους πρωτεργάτες που συντέλεσαν ώστε να γίνει νόμος του κράτους (με αυτές τις προϋποθέσεις που έγινε) η νομιμοποίηση της «φαρμακευτικής κάνναβης», αλλά και στους επιμένοντες να κηρύττουν το… αυτοεκπληρούμενο «ηθικό πλεονέκτημα» της νυν «συνεταιρικής» διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και λέω… αυτοεκπληρούμενο γιατί υλοποιείται και εορτάζεται με πάρτι «προκαταβολικών υπερωριών» στα κέντρα διοίκησης και αποφάσεων του γκουβέρνου. Και επιπλέον: Με «χορό» διορισμών, από 5.000 συγγενείς και φίλους βουλευτών, υπουργών, υφυπουργών, γραμματέων, δημάρχων, κομματικών στελεχών και του πρωθυπουργού σε όλο το φάσμα του ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι «βολεύονται» άλλοτε ως μετακλητοί, άλλοτε ως διπλοθεσίτες, άλλοτε ως διοικητές χωρίς προσόντα, άλλοτε ως σύμβουλοι χωρίς αντικείμενο και άλλοτε ως καθηγητές με φωτογραφικές διατάξεις.

Του Κούτα Μάρες

(Αρχή ωραρίου. Ο ανειδίκευτος νυχτόβιος «ΟΥΣΙO-ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ» του Υπέρτατου Δεσπότου και Αρχαγγέλου του Μεγάρου Μαξίμ(…οου) μπαίνει νωχελικά στο δωμάτιο και κάθεται στο γραφείο του με στοχαστική διάθεση. Αν και άθεος, νιώθει την ανάγκη να απευθύνει μια πρωινή προσευχή (ως μάγκας που είναι) προς τον από (κομματικής) μηχανής Θεό, ευχαριστώντας τον για τα αναπάντεχα εφήμερα καλά που του πρόσφερε αλλά και τα επενδυτικά καινοτόμα πλάνα που του επέτρεψε να καταρτίσει με ορίζοντα το μέλλον, το οποίο αλλιώς θα ήταν για εκείνον σκοτεινό και τρόπος του λέγειν… νεφελώδες.)

ΟΥΣΙO-ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Θεέ μου μεγαλοδύναμε,/ που ‘σαι ψηλά εκεί απάνω/ ρίξε λιγάκι τουμπεκί,/ Θεούλη μου,/ στον αργιλέ μου απάνω… Ανάμεσα στου Μέγαρου/ τις αψηλές καμάρες/ ανάβουμε τις λουλαδιές,/ Θεούλη μου,/ σα να ‘τανε λαμπάδες… Μπρoστά σ’ αυτόν που… καρτερώ/ και είναι στα ντουζένια/ τραβάω μία ντουμανιά,/ Θεούλη μου,/ ξεραίνεται στα γέλια…/ Κι όταν ανάψει ο αργιλές/ κι έρθουμε σε ντουμάνι/ βάλε όλους τους αγγέλους σου,/ Θεούλη μου,/ να πουν το νάνι νάνι…

(Προσευχόμενος, το ήδη βαρύ κεφάλι του από το ξενύχτι βαραίνει ακόμη πιο πολύ και τον παίρνει ο ύπνος… Και την ώρα που νιώθει ένα γλυκό σάλιο να τρέχει από την άκρη των χειλιών του, πάνω που άρχισε να βλέπει όνειρα, τον ξυπνάει απότομα αυτός που περίμενε. Είναι πράγματι στα… ντουζένια του και οργισμένος πετάει με γδούπο κάτι εφημερίδες σε ό,τι έπιπλο βρίσκει μπροστά του.)

ΤΥΠΟΚΤΟΝΟΣ: Πάλι κοιμάσαι,/ πανάθεμά σε;

ΟΥΣΙO-ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Ε, ξέρεις τώρα, τέτοια ώρα… Και φούμα φούμα στο γραφειάκι/ όνειρο έβλεπα τη Μενεγάκη./ Και φούμα φούμα με μια ελπίδα/ ότι μ’ αγάπαγε εκείνη είδα… Όμως εσύ πιο… ήμερα,/ μεγάλε Τυποκτόνε,/ με ποιονε τα ’χεις σήμερα/ με ποιονε;

ΤΥΠΟΚΤΟΝΟΣ: Με τον Τύπο/ που καβάλησε τον… Ίππο./ Το ‘χω πει/ και το ‘χω αρχή/ από… Στάλιν εποχή/ πριν ακόμα/ με το κόμμα/ η ομάδα μας τα σπάσει/ κι ήμουνα στον Ριζοσπάστη./ …Να ‘ναι ελεύθερος ο Τύπος… Φθάνει μόνον να μη βλάπτει/ τους δικούς μας Υπαλλήλους,/ τα εμά, τους Υπουργούς μας και των Υπουργών τους φίλους…/ Να ‘ναι ελεύθερος ο Τύπος, φθάνει μόνο να μη γράφει.

ΟΥΣΙO-ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Μα ποιον βρίζουν/ και σ’ αφιονίζουν;

ΤΥΠΟΚΤΟΝΟΣ: Τον άγιο Δεσπότης μας/ γι’ αυτόν είναι η μήνις/ και για τον συνεταίρο μας/ τον Υπουργό Αμύνης/ …και βρίζουν «παραβολικά»/ όπως και στα Θρησκευτικά./ Πένες του παρακράτους./ Είναι γνωστό το… στάτους./ Κοίτα τι γράφουν/ αλλά θα… μάθουν./ Στο τέλος θα τους φάμε στον φούρνο των σκανδάλων… ριγανάτους:/ Αριστερός Αρχάγγελος και διάβολος της Δεξιάς, αδέλφια διδυμάρια/ και σαν αδέλφια καρδιακά τηρούν δουλειά καθάρια./ Του Σατανά τα έργατα, δουλειές του συνεταίρου,/ και διαβολιές του άγιου, σκοτούρες του δευτέρου./ Του ενός τα τεχνουργήματα ο άλλος έχει δρόμο/ και σ’ όσα κι αν εργάζονται, κοινόν κρατούν τον νόμο./ Δεν βλέπεις πως σε όλα τους δεν θέλουν να χωρίζουν,/ μόνε κι οι δυο απαράλλαχτα σαν κόρακες μαυρίζουν; (…)./ Φυλάγου τον Αρχάγγελο και κάμνε τον σταυρό σου,/ καθώς τον ίδιο διάβολο αν έβλεπες εμπρός σου.

(Ο Τυποκτόνος αποχωρεί με τα ίδια… ντουζένια που είχε όταν μπήκε. Μαζεύει με βία τις εφημερίδες, τις παίρνει παραμάσχαλα και τις βάζει κάτω από το αμπέχονο που το φορά εκείνη τη στιγμή και που το έχει πάντα κρεμασμένο στο γραφείο για ώρα επαναστατικής ανάγκης. Βγαίνοντας κλείνει την πόρτα με πάταγο. Ο ανειδίκευτος νυχτόβιος «ΟΥΣΙΟ-ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ» του Υπέρτατου Δεσπότου και Αρχαγγέλου του Μεγάρου Μαξίμ(…οου) συνεχίζει ατάραχος να κάθεται νωχελικά (πάντα) στο γραφείο του με στοχαστική διάθεση. Σκέφτεται φωναχτά και αναμετρά τι κατάφερε να κερδίσει με το Κουμουνδουρέικο σπαθί του.)

ΟΥΣΙO-ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Δεν είναι πιο συμφέρουσα δουλειά πανελληνίως/ παρά να είσαι σύμβουλος σ’ αυτό το Μέγαρο, θαρρώ…/ μέσα στο λάπτοπ η μούρη σου να είναι βουτημένη/ και μόνο σε υπογραφές να χάνεις τον καιρό!…/ Λουφέ να παίρνεις δυνατό κι ο τόπος να μην παίρνει/ ποτέ απ’ το χεράκι σου παρά σου τσακιστό!…/ Απόξω από το γραφείο σου το πράμα του να φέρνει/ και ως και το Μαγιόξυλο… Για το ευχαριστώ!/ Να μην πλερώνεις τίποτε ούτε του καφενείου/ και επειδήτις ο λουφές δε σού ‘ρχεται πολύς/ να τ’ αποσώνεις όσα θες και… χάριν εμπορίου…/ χόρτα κι ανθούς και στρέμματα και φούντες να πουλείς!…/ Τέτοια μακαριότητα και ποιος δεν τη ζηλεύει;/ Ανεύθυνος ν’ απλώνεσαι, κανείς να μην μπορεί/ λογαριασμό στο ξάπλωμα ποτέ να σου γυρεύει,/ κι αν μουρμουρίζει ο λαός να κάνεις τον βαρύ!…

(Μ’ αυτά και μ’ αυτά κυλούν οι ώρες. Τέλος ωραρίου. Ο ανειδίκευτος νυχτόβιος «ΟΥΣΙΟ-ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ» του Υπέρτατου Δεσπότου και Αρχαγγέλου του Μεγάρου Μαξίμ(…οου) ετοιμάζεται να βγει από το δωμάτιο. Σηκώνεται (πάαντα… πάααντα… πάαααντα) νωχελικά από το γραφείο του. Προτού διαβεί το κατώφλι της εξόδου, κοντοστέκεται. Αν και άθεος, νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει με μια τελευταία βραδινή προσευχή τον από (κομματικής) μηχανής Θεό, ευχαριστώντας τον για τα αναπάντεχα εφήμερα καλά που του πρόσφερε αλλά και τα επενδυτικά καινοτόμα πλάνα που του επέτρεψε να καταρτίσει, παρακαλώντας ο ορίζοντας του μέλλοντός του να παραμείνει … νεφελώδης.)

ΟΥΣΙΟ-ΔΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Κύριε, σαν ήρθε η βραδιά και μάτι δεν μας βλέπει/ βρέχε σωρό διορισμούς στην ταπεινή μου τσέπη./ Την προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία/ καμιά ψυχή δεν έβλαψα, μονάχα τα Ταμεία./ Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι./ Που να μην την εβούτηξα θέση καμιά δε μένει./  Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει/ κι από συντρόφους και εχθρούς το σύμπαν έχω αρπάξει./ Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αέρα/ κι όλες εγώ τις χτύπησα (δουλειά μου κάθε μέρα)./ Ήμουνα των αιωνίων φοιτητών και των σκυλιών της νύχτας φίλος/ κι όλων των αντιεξουσιαστών πιστός χαδιάρης σκύλος./ Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα./ Αφού το κράτος πλήρωσε, ζήτω η γλυκιά Πατρίδα!/ Σ’ ευχαριστώ που μου ’δωκες χωρίς να μου ανήκει/ τη θέση που ’χω αυτή εδώ, κι αυτή την… καπνοθήκη./ Για την καπατσοσύνη μου οι εχθροί θα με μισήσουν./ Ευδόκησε ν’ αφανιστούν, ποτέ τους οι βολεμένοι σύντροφοι να μην ξαναψηφίσουν.

Τα σχόλια είναι κλειστά.