Ειδησεογραφικό site

Η ασταμακομακαρονάδα είναι πεντανόστιμη

80

Του Χρήστου Χωμενίδη

Διάβασα, με αφορμή τον θάνατο του ΛουκιανούΚηλαηδόνη, σωρεία ρέκβιεμ για το «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη» στις 25 Ιουλίου 1983. Άλλος το παρουσίαζε σαν κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός. Άλλος το αποκαλούσε ελληνικό Γούντστοκ.

Ήμουν εκεί. Δεκαεφτά σχεδόν χρονών, με μαλλί άφρο, στρογγυλά γυαλιά αλά Τζον Λένον, καμιά τριανταριά κιλά ελαφρύτερος από ό,τι τώρα -πετσί και κόκκαλο ούτως ειπείν-, με ανέμους θυελλώδεις να πνέουν ακατάπαυστα εντός μου τροφοδοτούμενοι από διαβάσματα – «Οκτάνα» του Ανδρέα Εμπειρίκου, «Το Επαναστατικό Πρόβλημα Σήμερα» του Κορνήλιου Καστοριάδη, «Το Μεγάλο Ρεμάλι» του Jean Marc Reiser που φιλοξενούνταν στο περιοδικό κόμικ «Παρά Πέντε»… Τροφοδοτούμενοι κυρίως από τις καμπύλες του κοριτσιών που περνούσαν από εμπρός μας κι από τα -εντελώς φευγαλέα- βλέμματα που μάς έριχναν, πηγαίνοντας να συναντήσουν τα μεγαλύτερα αγόρια με τις μοτοσυκλέτες και με τις φοιτητικές τους γκαρσονιέρες. «Why Don’t We Do It In The Road?» αναρωτιόμασταν με τον στίχο των Beatles. Λες και το κάναμε πουθενά αλλού…

Ας προσγειώσουμε όσους έλειπαν, ιδίως επειδή δεν είχαν ακόμα γεννηθεί. Το «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη» δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια συναυλία σε μια πλαζ με πολύ βρώμικα νερά -ο βιολογικός καθαρισμός της Ψυττάλειας δεν είχε εγκαινιαστεί ακόμα, ο Σαρωνικός έζεχνε από τα λύμματα-, με κακή ηχητική εγκατάσταση, με μουσικές πάρα πολύ κεφάτες μεν πλην ούτε ρηξικέλευθες ούτε ιδιαιτέρως παθιασμένες. Όχι. Δεν διαθέταμε τότε στην Ελλάδα μία Τζάνις Τζόπλιν κι έναν Τζίμι Χέντριξ. Το πλησιέστερο στα καθ’ ημάς αντίστοιχό τους στάθηκε μάλλον η «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» που -με επικεφαλής τον Μάρκο Βαμβακάρη- εισήγαγε προπολεμικά το ρεμπέτικο. Η πιό ροκ δική μας τραγουδίστρια υπήρξε η -αρμενικής καταγωγής- Μαρίκα Νίνου, η οποία ξεκίνησε ως πλανόδια ακροβάτιδα, ανέφλεξε για ελάχιστα χρόνια τα πάλκα και χάθηκε νεότατη το 1957.

Από το 1960 έως το 2010, επί πενήντα συναπτά χρόνια, η ελληνική κοινωνία δεν ήταν ούτε τόσο φτωχή ούτε τόσο πλούσια ώστε να έρθει σε ρήξη με τον ίδιο της τον εαυτό και να χαράξει νέους δρόμους, από ανάγκη ή από υπαρξιακό -έστω- αδιέξοδο. Απολάμβανε τα οφέλη της ανάπτυξης, αναλωνόταν στην κατανάλωση. Οι επαναστάσεις της, επαναστάσεις εσωτερικών χώρων. Οι εναλλακτικοί της ισχνότατες μειοψηφίες, εώς ότου να πεθάνουν και να αγιοποιηθούν με τις γωνίες τους προσεκτικά στρογγυλεμένες – χαρακτηριστικότερη περίπτωση ο Νικόλας Άσιμος. «Πλάι στην πισίνα του αυθαίρετου εξοχικού να τραγουδάμε με την κιθαρίτσα αντάρτικα…» έδινε ο Χάρρυ Κλυν, στα καλά του, το στίγμα της Μεταπολίτευσης. Περί αυτού ακριβώς επρόκειτο.

Τι νοσταλγούμε συνεπώς; Γιατί όποτε εκλείπει ένας ήρωας της εποχής σηκώνονται κύματα πένθους; Γιατί οι πρώτες σειρές της ιδιωτικής τηλεόρασης -οι οποίες επαναπροβάλλονται τακτικότατα- συγκινούν ακόμα και όσους τότε τις σνόμπαραν; Γιατί ενώ πάμπολλοι καταριούνται τις πολιτικές ηγεσίες της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας -Καραμανλήδες, Παπανδρέου, Μητσοτάκηδες- και τι δεν θα’ διναν για να επιστρέψουν με τη χρονομηχανή στη χώρα που εκείνοι κυβερνούσαν;

«Δεν ξέραμε ότι μας οδηγούσαν στα βράχια…» θα μου πείτε. Δεκτόν. Το μόνο πρόβλημα άρα με τη Μεταπολίτευση είναι ότι κατέληξε στη χρεοκοπία και στα μνημόνια. Εάν διαιωνιζόταν η περίοδος των παχιών αγελάδων, θα ήμασταν μάλλον πανευτυχείς. Ούτε το life-style θα ενοχλούσε τους περισσότερους ούτε για το προσφυγικό θα ίδρωνε το αυτί τους. «Φέρτε μας Σύρους!» θα έλεγαν ίσα-ίσα. «Θα τους βάλουμε να μαζεύουν ροδάκινα…».

Κάποιοι -εννοείται- θα εκδήλωναν, εκδήλωναν ανέκαθεν, διαφορετικού τύπου ευαισθησίες. Διαμόρφωναν την καθημερινότητά τους αλλιώς. Αντί να κραυγάζουν «Μπράβο Ρούλα!», παρακολουθούσαν τις παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή. Αντί να αλλάζουν κάθε δύο χρόνια αυτοκίνητο, ταξίδευαν στον κόσμο, αγόραζαν πίνακες νέων -ή και καθιερωμένων ακόμα- ζωγράφων. Μη μορφάζετε δύσπιστα. «Το 2006» μού έλεγε μια ηθοποιός «έπαιζα σε ένα πολύ πετυχημένο σήριαλ, έβγαζα κάμποσα λεφτά. Το είχα απωθημένο από πιτσιρίκα, βρήκα και πήρα έναν μικρό πίνακα του Τσαρούχη. Ακόμα τον κοιτάζω και εμπνέομαι. Κι ας δυσκολεύομαι πλέον να πληρώσω τα κοινόχρηστα…».

Εκεί ακριβώς έγκειτο η ευλογία της Μεταπολίτευσης. Στο ότι στα πλαίσια της τεράστιας μεσαίας τάξης -η οποία ξεκινούσε, στο λεκανοπέδιο, από τα βόρεια προάστια και έφτανε μέχρι τις δυτικές συνοικίες- καθένας είχε την ελευθερία να ακολουθεί το μυαλό και την καρδιά του προς όποια σχεδόν κατεύθυνση τον πήγαιναν. Δίχως να υφίσταται ούτε την καχυποψία ούτε το «ταξικό» μίσος τού διπλανού του.

Το «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη» δεν είχε τίποτα το συγκρουσιακό, το αντιστασιακό, το ριψοκίνδυνο. Με μελωδίες ποπ και κάντρυ, με ορχήστρες πνευστών που παρέπεμπαν στις μεγάλες αμερικάνικες μπάντες, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης γιόρταζε μαζί με τους Αθηναίους του καιρού του την απελευθέρωση από τη μιζέρια και από τα ιδεολογικά στεγανά του παρελθόντος. Την απόλαυση τού να ξοδεύεσαι αλλά και να ξοδεύεις. Τη συμφιλίωση του Μπρεχτ με τον Έλβις Πρίσλεϋ και του Τσιτσάνη με τον Μπαχ. «Και ξημερώνοντας την άλλη μέρα, όταν το σύνθημα δώσω εγώ, σε ένα αερόστατο θα μπούμε όλοι να συνεχίσουμε στον ουρανό…».

Η φάση της αστακομακαρονάδας που ακολούθησε είχε μεν πήλινα πόδια, διαπνεόταν δε από τη χαρά της ζωής. Το ζήτημα δεν είναι να τη ρίξουμε στο πυρ το εξώτερον, να την αποκηρύξουμε αυτομαστιγωνόμενοι. Αλλά -αντιθέτως- να προσπαθήσουμε να την ξαναζήσουμε κάποτε στο μέλλον. Να χτίσουμε και πάλι την ευμάρεια, την αισιοδοξία, την ανεμελιά μας σε υγιέστερες όμως και ανθεκτικότερες βάσεις.

Έτσι κι αλλιώς, οι επαναστάσεις -το έχει αποδείξει η Ιστορία- προτιμότερο να συμβαίνουν στο κρεββάτι δυό ερωτευμένων ή στη γόνιμη φαντασία ενός καλλιτέχνη, ενός επιστήμονα-ερευνητή, παρά στα οδοφράγματα. Στην πρώτη περίπτωση, εκλύεται θαυμαστή ενέργεια. Στη δεύτερη, εγκυμονείται -κατά κανόνα- μια νέας μορφής τυραννία.

Όσο για την ασταμακομακαρονάδα, αντικειμενικά είναι πεντανόστιμη. Μακάρι να την είχαμε όποτε τη θέλαμε.

* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

 

Αναδημοσίευση από το capital.gr

Τα σχόλια είναι κλειστά.