Ειδησεογραφικό site

Γραφείο Προϋπολογισμού: Κοινωνικό μέρισμα έως 1,5 δισ. ευρώ από το υπερπλεόνασμα

128

Τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού δείχνουν ότι υπάρχει περιθώριο για διανομή σημαντικού κοινωνικού μερίσματος – Σύμφωνα με την ανάλυση, η ελληνική οικονομία κινείται σε θετική τροχιά το γ’ τρίμηνο του 2018 αλλά παραμένουν εστίες αβεβαιότητας

Παράθυρο για να διανεμηθεί τον επόμενο μήνα σημαντικό κοινωνικό μέρισμα, που μπορεί να φθάσει το 1,5 δισ. ευρώ, ανοίγουν τα στοιχεία για την πορεία του προϋπολογισμού στο 9μηνο της φετινής χρονιάς, τα οποία επεξεργάστηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Το διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν αυξημένο κατά 1,089 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, όπως προκύπτει από την έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το Γραφείο Προϋπολογισμού για το τρίτο τρίμηνο του έτους. Εάν συνεχιστεί η τάση αυτή, τότε αναλυτές εκτιμούν ότι η φετινή χρονιά θα κλείσει με υπερπλεόνασμα ύψους περίπου 4,5% του ΑΕΠ (έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ), δηλαδή 1,8 δισ. ευρώ πάνω από τον στόχο. Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κρατήσει ένα «μαξιλάρι» περίπου 200-300 εκατ. ευρώ, τότε συνάγεται ότι θα μπορούσε να μοιραστεί ως κοινωνικό μέρισμα το ποσό των 1,5 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Γραφείου Προϋπολογισμού, η ελληνική οικονομία κινείται σε θετική τροχιά το τρίτο τρίμηνο του 2018 , αλλά «παραμένουν κάποιες σημαντικές εστίες αβεβαιότητας». Αυτές είναι:

– Η περαιτέρω κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων, «που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση της ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και κατ’ επέκταση να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές και τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.»

– Η συνέχιση των αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και η συνέχιση των εντάσεων στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ιταλίας, που «θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους, γεγονός που θα αποθάρρυνε νέες εκδόσεις ομολόγων και θα δρούσε ανασταλτικά στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων». Οι αναλυτές του Γραφείου τονίζουν ότι η ύπαρξη του «μαξιλαριού» διαθεσίμων δεν πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό, «καθώς η επιστροφή στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους είναι το τελικό κριτήριο για το εάν τελικά η χώρα θα καταφέρει να ξεπεράσει οριστικά την μακρόχρονη κρίση».

– «Η κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων, υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις. Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για καταβολή των αναδρομικών ποσών σε μισθωτούς και συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων που προέκυψαν από τις δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί μια πράξη συμμόρφωσης στη συνταγματική νομιμότητα. Ωστόσο, προκύπτουν ζητήματα ίσης μεταχείρισης καθώς δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές περικοπές ήταν συνταγματικές σε κάποιες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών αλλά αντισυνταγματικές σε κάποιες άλλες. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να εγείρει επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων με σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο», υπογραμμίζεται στην έκθεση.

– Η είσοδος της ελληνικής οικονομίας «σε εκλογικό κύκλο με εντεινόμενο πολιτικό ανταγωνισμό, ο οποίος μπορεί να στείλει αντιφατικά μηνύματα όσον αφορά τις δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαταράξει τις ευνοϊκές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί».

– Η αρνητική διεθνής δημοσιότητα γύρω από τις υποθέσεις της Folli Follie και της παραβίασης των κεφαλαιακών ελέγχων της Κίνας από ελληνική επιχείρηση με τη χρήση των συστημάτων πληρωμών POS ελληνικής συστημικής τράπεζας. «Τέτοιες υποθέσεις δημιουργούν αμφιβολίες για τις διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης και την επάρκεια των εποπτικών αρχών και δεν συνεισφέρουν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην επενδυτική κοινότητα», επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού.

Στην έκθεση του Γραφείου περιλαμβάνονται επίσης στοιχεία έκθεσης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), τα οποία, σύμφωνα με τον επικεφαλής του Γραφείου, Φραγκίσκο Κουτεντάκη, δείχνουν ότι δεν είναι ακριβές πως στην Ελλάδα επικρατεί υπερφορολόγηση, καθώς η χώρα μας βρίσκεται στη μέση της ευρωζώνης ως προς τα έσοδα από φόρους και εισφορές: 38,6% του ΑΕΠ, λίγο πάνω από τον μέσο όρο (37,3%).

Τα σχόλια είναι κλειστά.