Ειδησεογραφικό site

Γκάλοπ: γιατί ανοίγει η ψαλίδα Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ

68

Του Νίκου Φελέκη

Θεωρούν ότι «τα πράγματα στη χώρα γενικά πάνε αρκετά και πολύ άσχημα» – Πρώτη σε όλα τα γκάλοπ η Ν.Δ. που  κερδίζει σε παράσταση νίκης, πρόθεση ψήφου και δημοφιλία του προέδρου της

Η «ελπίδα» έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και η απουσία της θα τον απομακρύνει. Στη διαπίστωση αυτή φαίνεται να συμφωνούν όλοι οι δημοσκόποι και οι αναλυτές, αλλά και οι επιτελείς των κομμάτων. Τα ποσοστά απαισιοδοξίας των ψηφοφόρων είναι δραματικά.

Σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις οκτώ ή και εννιά στους δέκα Ελληνες θεωρούν ότι «τα πράγματα στη χώρα γενικά πάνε αρκετά και πολύ άσχημα». Για παράδειγμα, στην τελευταία μέτρηση, αυτή των τάσεων της MRB, μόνο το 0,5% των ερωτηθέντων απαντά ότι τα πράγματα πάνε καλά/πολύ καλά! Το 92,4% δηλώνει άσχημα/πολύ άσχημα και 6,6% ούτε καλά ούτε άσχημα. Ιδια ποσοστά έχουμε και στην ερώτηση «πώς κρίνετε σήμερα σε γενικές γραμμές την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας;». Το 92,8% απαντά κακή/πολύ κακή και το 6,1% μέτρια. Καλή/πολύ καλή την κρίνει μόνο το 0,3%!

Σε ό,τι αφορά την προσωπική τους οικονομική κατάσταση, οι ερωτηθέντες σε ποσοστό 72% την κρίνουν κακή/πολύ κακή, το 23,5% μέτρια και μόνο το 3,7% καλή/πολύ καλή. Προβλέπουν δε σε ποσοστό 77,5% ότι τους επόμενους 12 μήνες η κατάσταση θα χειροτερέψει, το 16,4% θεωρεί ότι θα μείνει στάσιμη και μόνο το 4,4% βλέπει βελτίωση. Παρόμοια είναι και η καταγραφή της Public Issue για την «Αυγή» της προηγούμενης Κυριακής. Στην ερώτηση αν τα πράγματα στην Ελλάδα πηγαίνουν στη σωστή ή στη λάθος κατεύθυνση οι ερωτώμενοι σε ποσοστό 86% απάντησαν στη λάθος και μόνο το 10% στη σωστή.

Τόση απαισιοδοξία και σε τέτοια ποσοστά, εξ όσων θυμάμαι, δεν πρέπει να έχουν καταγραφεί σε δημοσκοπήσεις. Και εξυπακούεται πως με αυτή την εικόνα, την απογοήτευση και τη μελαγχολία να έχουν σκεπάσει τη χώρα, είναι δύσκολο η κυβέρνηση να εξαντλήσει την τετραετία. Μπορεί οι υπουργοί και οι επιτελείς του Μαξίμου να δηλώνουν ό,τι θέλουν για το πότε θα στηθούν οι κάλπες, αλλά με βάση το κοινωνικό κλίμα μάλλον θα πρέπει να αρχίσουν να άδουν «τον χειμώνα ετούτο άμα τον πηδήσαμε». Για να μπορεί να ελπίζει ο Αλέξης Τσίπρας σε μακροημέρευση, θα πρέπει να αλλάξει την εικόνα. Και για να το καταφέρει αυτό, θα πρέπει να υποχωρήσουν τα ποσοστά των λέξεων που εκφράζουν πλέον περισσότερο τον Ελληνα (οργή 57,3%, ντροπή 53,8%, φόβος 40,9%) και να αυξηθούν εκείνα που τον εκφράζουν λιγότερο (σιγουριά 3,1%, περηφάνια 3,5%, ελπίδα 15%). Και για να συμβεί αυτό θα πρέπει να επιλύσει προβλήματα όπως η ανεργία, η φορολογία και η υγεία/περίθαλψη -για να αναφερθούμε στα τρία πρώτα που αξιολογούνται ως τα σημαντικότερα- και όχι να ασχολείται με τα ήσσονος σημασίας -όπως τα αξιολογούν οι πολίτες- θέματα της θεσμικής συγκρότησης του κράτους, της διαφάνειας/διαφθοράς, της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και άλλα που βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, όπως ο εκλογικός νόμος και ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος.

Το μεγάλο πρόβλημα των πολιτών δεν είναι ο τρόπος εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά η ανάκαμψη της ζωής τους. Η κυβέρνηση επειδή, ως είναι φυσικό λόγω της κρίσης και των πολιτικών που εφαρμόζει, δεν μπορεί να τους την εγγυηθεί, είναι επόμενο να τροφοδοτεί την επικαιρότητα και την πολιτική ατζέντα με τις συνταγματικές αλλαγές και τις προϋποθέσεις για… δίκαιη ανάπτυξη. Πάρ’ τ’ αυγό και κούρεφ’ το δηλαδή.
Βεβαίως, αυτό το πρόβλημα, πολιτικά, δεν αφορά, πρωτίστως, την κυβέρνηση όσο την αντιπολίτευση.

Η κυβέρνηση με την αλλαγή ατζέντας προσπαθεί να αποδράσει από τον δύστηνο κλοιό της πραγματικότητας. Η αντιπολίτευση όμως κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή σπατάλη δυνάμεων εάν επικεντρώσει τη δράση της στη λίστα θεμάτων της κυβέρνησης, ενώ κινδυνεύει να υποστεί και αυτή φθορά εάν φλυαρεί για τα πολιτικοθεσμικά και ομιλεί ελάχιστα για τα οικονομικοκοινωνικά. Η απόκλιση ανάμεσα στις συζητήσεις και τις αντιπαραθέσεις των κομμάτων, από τη μια πλευρά, και τα προβλήματα και τους προβληματισμούς των πολιτών και ιδίως των λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται περισσότερο από την κρίση, από την άλλη, τους μόνους που ευνοεί είναι αυτούς που ψαρεύουν στα νερά της αντισυστημικότητας και της ευρωαπόρριψης και επενδύουν στην απαξίωση και την πολυδιάσπαση του πολιτικοκομματικού συστήματος.

Σε κάθε περίπτωση, όσο η εργασία, οι επιχειρήσεις και η ζωή των πολιτών κατακρημνίζονται και οι πολιτικοί στη Βουλή, στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα ερίζουν για το μπόνους των εδρών και το εκλεκτορικό σώμα που θα αναδείξει τον διάδοχο του Προκόπη Παυλόπουλου στο ύπατο αξίωμα της χώρας τόσο η Χρυσή Αυγή, το ΚΚΕ και η Ζωή Κωνσταντοπούλου θα βλέπουν την απήχησή τους να μεγαλώνει, ενώ θα αυξάνεται και το ποσοστό αυτών που θα ψάχνουν είτε έναν «πατερούλη» για να σαρώσει το φθισικό κατεστημένο είτε λύσεις εκτός των παραδεκτών θεσμικών ορίων. Μετά δε το Brexit και τις αναταράξεις που αναμένονται στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αλλά και στα καθ’ ημάς με τη δεύτερη αξιολόγηση, είναι μάλλον ορθό να υποθέσουμε ότι η υφιστάμενη πολιτική τάξη, προϊόντος του χρόνου, θα αντιμετωπίσει και πρόσθετα προβλήματα.


Tα χειρότερα έρχονται

Αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι τρεις δημοσκοπήσεις (MRB, Pulse και Public Issue) στις οποίες -επειδή είναι και οι πιο πρόσφατες- στηριχθήκαμε έγιναν πριν αποφασίσουν οι Βρετανοί και κυρίως πριν οι συνταξιούχοι πάρουν μειωμένη σύνταξη και ξεκινήσει η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ, των φορολογικών δηλώσεων και των άλλων οικονομικών επιβαρύνσεων που συνεπάγονται τα μέτρα της πρώτης αξιολόγησης, το πιθανότερο, αν όχι βέβαιο, είναι ότι οι δημοσκοπήσεις του φθινοπώρου θα είναι πολύ χειρότερες για την κυβέρνηση. Τώρα στις έρευνες που δημοσιεύονται το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ κινείται στην περιοχή του 20%. Η Pulse του δίνει 23,5% έναντι 30% της Ν.Δ. και η MRB 20,2%, με τη Ν.Δ. στο 26,1%. Η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων εκτιμάται, σύμφωνα με τα ευρήματα και άλλων δημοσκοπήσεων, ότι είναι 6-8 μονάδες, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι μεγαλύτερη. Οι περισσότεροι των αναλυτών εκτιμούν ότι το φθινόπωρο -αν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση ή έχουμε και νέα μέτρα- η διαφορά μπορεί να είναι διψήφια και ο ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον σπάσει προς τα κάτω το φράγμα του 20%, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακάμψει.

Σε ραπόρτο της MRB τον Μάιο σημειώνεται: «Η θετική γενική εντύπωση για την κυβέρνηση βρίσκεται στο 23%. Η ικανότητα διακυβέρνησης στο 22%. Η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων στο 20,5%. Και τα χαρακτηριστικά εικόνας στο 18%, με συνολικό μέσο όρο στο 21%. Αν αυτός ο πυρήνας ψηφοφόρων καταρρεύσει, τότε η κυβέρνηση θα βρεθεί πιθανά στο σημείο λήψης εξαιρετικά κρίσιμων αποφάσεων». Πάντως, εκτός από τις επιπτώσεις των μέτρων και τη διάψευση της ελπίδας, στην αρνητική εικόνα της κυβέρνησης συμβάλλει καθοριστικά και το γεγονός ότι οι πολίτες, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Alco για το «ΘΕΜΑ», σε ποσοστό 81% θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει το ηθικό πλεονέκτημα και σε ποσοστό 74% ότι ο Τσίπρας είπε ψέματα στον λαό και δεν είχε, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, αυταπάτες. Το μόνο παρήγορο για την κυβέρνηση είναι ότι οι πολίτες συνεχίζουν να μη θέλουν εκλογές. Στην έρευνα της MRB μόνον το 36,1% τις επιθυμεί.

Επίσης, ενθαρρυντικό για την κυβέρνηση είναι ότι το 44,7% δεν θέλει εκλογές, αλλά να υπάρξουν εξελίξεις από την παρούσα Βουλή. Από αυτό το 44,7% το 22,7% θέλει να συνεχίσει να κυβερνά ο ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛ., το 14,1% να μπουν στην κυβέρνηση και άλλα κόμματα και κυρίως το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, ενώ συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ. επιθυμεί μόνο το 7,9%. Το δεύτερο παρήγορο στοιχείο για την κυβέρνηση είναι ότι οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους που την εγκαταλείπουν δεν προσχωρούν αμέσως στην αξιωματική αντιπολίτευση ή σε άλλο κόμμα, αλλά προτιμούν, προτού αποφασίσουν οριστικά για την εκλογική τους συμπεριφορά, να σταθμεύσουν στην κατηγορία των αναποφάσιστων.


Ποιοι στηρίζουν

Εξυπακούεται ότι αν τα πράγματα βελτιωθούν και ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσει την επόμενη διετία να είναι στην κυβέρνηση, οι πιθανότητες ορισμένοι απ’ όσους σήμερα δηλώνουν «κοψοχέρηδες» να αλλάξουν γνώμη είναι υπαρκτές. Ενα τρίτο παρήγορο στοιχείο για τον ΣΥΡΙΖΑ -ή καλύτερα αρνητικό για τη Ν.Δ.- είναι ότι, σύμφωνα με την MRB, όταν ερωτώνται οι πολίτες ποιο κόμμα στηρίζει τη μεσοκατώτερη, τη μεσαία και τη μεσοανώτερη τάξη, αυτοί απαντούν τη μεσαία και τη μεσοκατώτερη τις στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, με ποσοστά 23% και 25% αντίστοιχα έναντι 17% και 24% της Ν.Δ., και τη μεσοανώτερη η Ν.Δ., σε ποσοστό 55% έναντι 17% του ΣΥΡΙΖΑ. Οταν μάλιστα από τους 5.890.000 φορολογούμενους, οι 4.800.000 έχουν εισόδημα κάτω από 20.000 ευρώ, ενώ μόνο 1.100.000 δηλώνουν πάνω από αυτό είναι λογικό να υποθέσει κάποιος ότι η Ν.Δ. για να γίνει κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα πρέπει τα μεσαία και κατώτερα στρώματα να αλλάξουν εικόνα γι’ αυτήν, και ειδικά για το τι πρεσβεύει και σε ποιους απευθύνεται η πολιτική της. Και επειδή αναφερθήκαμε στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, να πούμε ότι το επόμενο εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα κριθεί μόνο από την απόρριψη της κυβέρνησης ή την ελκτικότητα της Ν.Δ., αλλά και από το γεγονός ότι οι πολίτες εμφανίζονται να απορρίπτουν τις αυτοδύναμες κυβερνήσεις και να τάσσονται υπέρ των συνεργατικών.

Στη μέτρηση της Public Issue μόνο το 25% προτιμά αυτοδύναμη κυβέρνηση, όταν το 2006 το ποσοστό αυτό ήταν 40% και το 1996 ξεπερνούσε το 50%. Το ίδιο ισχύει και για τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Σήμερα δηλώνει υπέρ το 71%, ενώ το 2006 υπέρ ήταν το 55% και το 1996 το 46%. Αυτή η αλλαγή στάσης του εκλογικού σώματος αναμφισβήτητα ευνοεί τα κόμματα που βρίσκονται ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη Ν.Δ. και όσα δηλώνουν πρόθυμα να συνεργαστούν σε ένα ευρύτερο σχήμα εθνικής συνεννόησης. Από αυτή την άποψη, οι συνθήκες μπορεί να είναι καλές για την Κεντροαριστερά, όμως ο πολυκερματισμός, οι προσωπικές αντιθέσεις και η έλλειψη στιβαρής ηγεσίας δεν την ευνοούν.

Σε περίπτωση που η προσπάθεια συνεννόησης των Γεννηματά – Παπανδρέου – Θεοδωράκη ευδοκιμήσει, πρόβλημα δεν θα έχει μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ενδεχομένως και η Ν.Δ., στην προσπάθειά της να διεκδικήσει το υψηλότερο δυνατό ποσοστό που θα της επιτρέψει να αναλάβει τη διακυβέρνηση χωρίς μείζονα προβλήματα. Ως εκ τούτου, το επόμενο διάστημα θα πρέπει να αναμένουμε ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση θα εντείνουν την προσπάθειά τους, τουλάχιστον στο παρασκήνιο, αφενός για να προσεταιριστούν στελέχη του κεντροαριστερού χώρου και αφετέρου για να οξυνθούν οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας φαίνεται να εντάσσεται και το νομοσχέδιο για τον εκλογικό νόμο που θέλει να καταθέσει η κυβέρνηση.


Η δημοφιλία

Τέλος, και επειδή δεν ξέρουμε πότε και σε ποιες συνθήκες θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, θα ήταν λάθος να προβλέψουμε τι θα συμβεί σε αυτές. Αν πάντως στήνονταν κάλπες αύριο, αδιαμφισβήτητος νικητής, σύμφωνα τουλάχιστον με την παράσταση νίκης όλων των δημοσκοπήσεων που κυμαίνονται από 20 έως 30 μονάδες, θα ήταν η Ν.Δ., με τον ΣΥΡΙΖΑ να χάνει σημαντικό τμήμα του ποσοστού που πήρε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Υπέρ της νίκης της Ν.Δ. συνηγορεί και το γεγονός ότι το καλό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, έχει απολέσει σημαντικό κομμάτι της δημοφιλίας του. Μάλιστα οι περισσότερες δημοσκοπήσεις τον δείχνουν να υστερεί έναντι του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στην MRB το σκορ είναι 21,8% – 27,5% και στην Pulse 22% – 29%. Στην επόμενη Βουλή, όσον αφορά τα υπόλοιπα κόμματα, Χρυσή Αυγή και ΚΚΕ φαίνεται ότι θα καταλάβουν την τρίτη και την τέταρτη θέση αντίστοιχα, ενώ η Δημοκρατική Συμπαράταξη, εφόσον τελεσφορήσει η προσπάθεια ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς, είναι πολύ πιθανό από την πέμπτη θέση που της δίνουν τώρα οι δημοσκοπήσεις να βρεθεί ακόμη και στην τρίτη, η οποία μπορεί να αποδειχθεί και κρίσιμη στις διερευνητικές εντολές, αν δεν υπάρξει σαφής κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το Ποτάμι, οι Ανεξάρτητοι Ελληνες και το κόμμα του Βασίλη Λεβέντη βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού. Από τα εκτός Βουλής κόμματα, η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες για να υποδεχθεί απογοητευμένους αριστερούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και να καρπωθεί τμήμα από το αντισυστημικό και ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα, που μετά το Brexit και τις δυσκολίες υλοποίησης του τελευταίου μνημονίου φαίνεται να κερδίζει οπαδούς.

Τα σχόλια είναι κλειστά.