Ειδησεογραφικό site

Δεκαεπτά -παρά κάτι- χρόνια στο ευρώ…

181

 Του Βασίλη Αναστασόπουλου

Η πρόσφατη τοποθέτηση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκου Ξυδάκη, ότι η συζήτηση για την δραχμή δεν θα πρέπει να «δαιμονοποιείται», αλλά, τουναντίον, θα ήταν χρήσιμο να έρθει και στη Βουλή, έδωσε εκ νέου τροφή σε μια αέναη συζήτηση.

Μια συζήτηση, που βρίσκεται, θα έλεγε κανείς, σε εξέλιξη, εδώ και περίπου 17 χρόνια (η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΟΝΕ στις 19 Ιουνίου του 2000) και που, από καιρού εις καιρόν, «αναζωπυρώνεται», είτε λόγω ρεαλιστικών καταστάσεων είτε εξαιτίας μικροκομματικών σκοπιμοτήτων…

Αν και η συμφωνία με τους δανειστές, το καλοκαίρι του 2015, που οδήγησε στο τρίτο Μνημόνιο, έδειχνε να κλείνει -αν όχι οριστικά, τουλάχιστον για μεγάλο χρονικό διάστημα- το σενάριο του Grexit, η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, καθώς και οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για προληπτική νομοθέτηση σκληρών μέτρων για μετά το τέλος των Μνημονίων, το 2018, φέρνει εκ νέου στο προσκήνιο το ζήτημα του κατά πόσον η Ελλάδα έχει τις αντοχές για να παραμένει στην ευρωζώνη, την ώρα που και οι τελευταίοι συνεπείς Έλληνες φορολογούμενοι λυγίζουν υπό το βάρος των φόρων και των μέτρων «άγριας» λιτότητας. Και ενώ όντως η κουβέντα περί επιστροφής στο εθνικό νόμισμα θα έπρεπε να είχε γίνει ήδη από πολύ καιρό πριν, η «παρέμβαση» Ξυδάκη λοιδωρήθηκε, απαξιώθηκε, θεωρήθηκε ότι αποκαλύπτει τα κρυφά σχέδια της κυβέρνησης ή αποδοκιμάστηκε, με την επωδό ότι ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος χρησιμοποιήθηκε ως «λαγός», προκειμένου να… μετρήσει τις αντιδράσεις εντός και εκτός Ελλάδας για το σενάριο της επιστροφής στην δραχμή.

Πριν όμως βιαστούμε να… καθίσουμε στο σκαμνί όσους -όντως ριψοκίνδυνα, λόγω των ιδιαίτερων διεθνών συνθηκών και συγκυριών τη δεδομένη χρονική στιγμή- μιλάνε για έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, ρίχνοντας «νερό στον μύλο» του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μήπως θα έπρεπε να αναλογιστούμε εάν μια τέτοια «δίκη» -είτε εντός είτε εκτός εισαγωγικών, η επιλογή είναι δική σας- θα έπρεπε να είχε γίνει για όσους συνετέλεσαν και αποφάσισαν την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ, δίχως ο ελληνικός λαός να ερωτηθεί; Ας γυρίσουμε, για τον σκοπό αυτό, το ρολόι 17 -παρά κάτι- χρόνια πίσω…

Ήταν λοιπόν στις 19 Ιουνίου του 2000 και έπειτα από μία μακρά και επίπονη διαδικασία, που η Ελλάδα υπέγραφε τελικά την ένταξή της στην ΟΝΕ, ενάμιση χρόνο προτού το κοινό νόμισμα τεθεί σε κυκλοφορία, αντικαθιστώντας μία σειρά εθνικών νομισμάτων ευρωπαϊκών κρατών, μεταξύ των οποίων και την δραχμή. Για τους περισσότερους Ελληνες, εκείνη ήταν μια μέρα χαράς, μια μέρα που συμβόλιζε το πέρασμα σε μια νέα εποχή. Τα ποσοστά αποδοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του νέου, κοινού νομίσματος στην ελληνική κοινή γνώμη ήταν ανάμεσα στα πιο υψηλά μεταξύ όλων των χωρών της ευρωζώνης. Υπήρχαν ασφαλώς και κάποιοι που εξέφραζαν ανησυχία, αλλά αποτελούσαν σαφώς τη μειοψηφία. Σήμερα, 17 χρόνια έπειτα από εκείνη την υπογραφή, η εικόνα τείνει να αντιστραφεί, ανεξάρτητα από το αν μπορεί ή δεν μπορεί, πρέπει ή δεν πρέπει η Ελλάδα να επιστρέψει ή όχι σε εθνικό νόμισμα.

Δεν είναι απλό, φυσικά, να επιχειρήσει να τελεσιδικήσει κανείς αναφορικά με το αποτέλεσμα της ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Σίγουρα, ωστόσο, εκ των πραγμάτων πια, έχει καταστεί σαφές ότι είναι μάλλον… εξωπραγματικό το να υποστηρίξει κανείς ότι εκείνη η αισιοδοξία δικαιώθηκε και ότι αυτή ήταν μία αναμφισβήτητα ορθή επιλογή για τη χώρα. Εάν μιλήσει κανείς με όρους πραγματικής οικονομίας, είναι δύσκολο να βρει εκείνα τα «ακράδαντα», τα πέραν πάσης αμφισβήτησης θετικά στοιχεία, που να δικαιώνουν εκείνη την πολιτική -η οποία, πάντως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, υπήρξε περίπου ομόφωνη.

Τι μας δείχνουν τα γεγονότα που ακολούθησαν την ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση; Μέσα σε μια νύχτα, κυριολεκτικά, δίχως καμία… χρονοκαθυστέρηση, το κόστος ζωής στην Ελλάδα αυξήθηκε δραματικά, ενώ το «εύκολο χρήμα» που εισέρρευσε στη χώρα με τη μορφή δυνατότητας ιδιωτικού και δημόσιου δανεισμού χωρίς όρια, δεν είχε προηγούμενο. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχανε τελεσίδικα κάθε ίχνος της ούτως ή άλλως αδύναμης ανταγωνιστικότητάς της, ενώ αυτός ακριβώς ο υπερδανεισμός, που δεν θα ήταν δυνατός με εθνικό νόμισμα, υπονόμευε τη χώρα -όχι φυσικά από… μόνος του, αλλά με ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών της, που οδήγησαν να «απογειωθεί».

Το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι ότι με την ένταξη στο ευρώ η Ελλάδα δεν κέρδισε πράγματι σημαντικά, ενώ έχασε πολλά. Και, μολονότι τα χρόνια έχουν περάσει, ίσως δεν έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει ότι η αδύναμη και ασθμαίνουσα ελληνική οικονομία έχει ένα νόμισμα πιο ακριβό από το αμερικανικό δολάριο ή το ελβετικό φράγκο -με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται… Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος, για να καταλάβει όντως τι συνεπάγεται. Αρκεί μόνο να κοιτάζει λίγο γύρω του και να αφουγκράζεται την κοινωνία που βαρυγκομά, αντί να αντικρίζει τον κόσμο αφ’ υψηλού, μέσα από γυάλινους πύργους…

Το ερώτημα, λοιπόν, που κάποιοι ξορκίζουν, όπως ο διάολος το λιβάνι, δεν μπορεί, παρά να τεθεί αναπόφευκτα και ίσως πιο αμείλικτα από ποτέ: μήπως θα ήταν πιο λογικό για την Ελλάδα να μην περάσει όλη αυτή την περιπέτεια, με τα «πειραγμένα», μάλιστα, στοιχεία ένταξης, και να είχε παραμείνει στο δικό της νόμισμα; Πόσο πιο ισχυρή και ανταγωνιστική θα ήταν σήμερα, χωρίς να είχε χάσει ουσιαστικά κανένα από τα πλεονεκτήματα της ευρωπαϊκής της ένταξης, αλλά και δίχως να απεμπολεί την εθνική της κυριαρχία και το δικαίωμα να διαφεντεύει τις τύχες της, όπως εκείνη επιθυμεί;

Εμείς εδώ δεν θα επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση, για να μην θεωρηθούμε προκατειλημμένοι… Ας κάνει ο κάθε Έλληνας και η κάθε Ελληνίδα την ενδοσκόπηση και την ιστορική του αναδρομή και ας καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Θα ήταν αρκούντως «φασιστικό», άλλωστε, να αρνηθούμε στον λαό το δικαίωμα να διαμορφώσει άποψη -εάν δεν το έχει κάνει ήδη- για μια απόφαση που άλλαξε την ιστορία αυτού του τόπου μια για πάντα, δίχως ωστόσο οι άνθρωποί του να ερωτηθούν.

Όταν μάλιστα η «ομερτά» στα media εκείνης της εποχής επέβαλε ουσιαστικά το «μαύρο» στις φωνές που υπεδείκνυαν ότι το ευρώ δεν θα διασφάλιζε στην Ελλάδα το «one way ticket» για την Γη της Επαγγελίας, προκειμένου να προβληθεί επαρκώς ο περιφανής θρίαμβος της ένταξης στην ευρωζώνη, είναι μάλλον άτοπο, 17 χρόνια μετά, να επιμένουμε στη «φίμωσή» τους. Και όσοι φοβούνται και «δαιμονοποιούν» ακόμα και τη συζήτηση περί δραχμής -και όχι απαραίτητα την επιστροφή σε αυτήν- έχουν πιθανότατα συμφέροντα, που δεν θα πρέπει να θιγούν και θέματα, που δεν υπάρχει λόγος να «σκαλιστούν»… Εξ ου και σπεύδουν να εκμεταλλευθούν κάθε βήμα που τους παραχωρείται, προκειμένου να «κουνήσουν το δάχτυλο» και να επιρρίψουν σε κάθε άλλον, παρά στους ίδιους, την ευθύνη για την κατάρρευση της χώρας εντός ευρώ.

Αλίμονο, αν τυχόν ο λαός τους ζητήσει να μιλήσουν για τις δικές τους ευθύνες…

*Αναδημοσίευση από το Protothema.gr.

Τα σχόλια είναι κλειστά.