Ειδησεογραφικό site

Οι Νταβατζήδες του Λαού!

439

Του Ελευθέριου Ανευλαβή

Και μαζεύτηκαν, εκείνες τις ημέρες, οι νταβατζήδες του λαού σε συμβούλιο.

Και διαβουλεύτηκαν χωρίς να κοιτάζονται στα μάτια. Βαθειά μέσα τους το ήξεραν πως ήταν ένοχοι. Κι ας σφύριζαν αδιάφορα. «Τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων» (Κ. Καβάφης), που κραύγαζαν: Ένοχος!

Ένοχος ψεύδους!

Ένοχος εξαπάτησης!

Ένοχος αδολεσχίας!

Ενοχος ενώπιων Κυρίου του Λαού σου!

Και συνεδρίασε το συμβούλιο των νταβατζήδων του λαού.  Και απεφάνθησαν: «στους λίγους δοθήκεν η γη στα πληθ’ οι ουρανοί/ δεν ειν’ αξιότερο αγαθόν απ’ την υπομονή» (Κ. Βάρναλης).

Και συνομολόγησαν και βγάλανε απόφαση:

Οι μισθοί και οι συντάξεις του λαού είναι όλεθρος για την κινδυνεύουσα πατρίδα. Οι σαπιοκοιλιές και οι κηφήνες είναι το μέλλον του κόσμου. Ο γάιδαρος πετάει!

Και άνοιξαν τα παράθυρα και ιπτάμενοι γάιδαροι σκορπίστηκαν στο συγκεντρωμένο πλήθος, μαζί με προκηρύξεις που παρακινούσαν τον λαό να παίζει: «Λόττο», «Πρώτο», «Στοίχημα», «Καζίνο», «Φρουτάκια». και να τζογάρει μπας και δει άσπρη μέρα.

Το συμβούλιο των νταβατζήδων, οι λαομπαίχτες, συνεκλήθη ακόμη μία φορά, επειγόντως, σε σύσκεψη. Ανίκανοι να σκεφθούν, ποτέ δεν κατείχαν αυτήν την κοπιαστική τέχνη, προτιμούν άκοπα να συσκέπτονται. Φυσικά, το μηδέν προστιθέμενο, και άπειρες φορές στο μηδέν, πάλι μηδέν θα είναι.

Οι κοπίδες (τσαρλατάνοι) της εξουσίας, οι «εκπρόσωποι» του λαού, απρόσωπες διπρόσωπες μαϊμούδες, μπογιατισμένοι με ψεύτικη αυτοπεποίθηση, ψευτιά γεμάτοι οι σπουδαιογελοίοι της λέσχης Μπίλντεμπεργκ καμώνονται ότι εξετάζουν πώς θ’ αντιμετωπίσουν την κρίσιμη κατάσταση της Χώρας, στην οποία κρίσιμη κατάσταση, αυτοί οι ίδιοι, αλαζόνες, απερίσκεπτοι, κακοπάτριδες, αδιάφοροι, διεφθαρμένοι, ανίκανοι βύθισαν την Πατρίδα και εξακολουθούν να τη βυθίζουν, χρόνια τώρα.

Βλακογιάπηδες, αδαείς, κυνικοί, αχαλίνωτοι, ξεκαπίστρωτοι, οι σοβαρογελοίοι επηρμένοι, έτοιμοι για όλα, με μικροαστική μικρόνοια και με τη μετριότητα ως πλαφόν των απαιτήσεών τους από τους εαυτούς τους και του άλλους.

Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη χώρα» (Κ. Παλαμάς).

Έξω, στους δρόμους, αργοσέρνεται η αρρώστια της πόλης, η αρρώστια του κόσμου, που αυτοί, οι λειεγκέφαλοι και λιμασμένοι για χρήμα και εξουσία κυβερνήτες, ντόπιοι και ξένοι, σκόρπισαν σαν λοιμική στη χώρα και τον κόσμο.

Οι άνομοι εξουσιαστές του αγέρα της Δημοκρατίας, που την κουτσουρεύουν κάθε φόρα που την πιάνουν στα χείλη των τα ασεβή. Τη Δημοκρατία. Του Δήμου Κράτος.

«Τη φλόγα άρπαξαν οι άνομοι/ τη σβήσανε στα βαλτονέρια» (Κ. Παλαμάς)

Τα όνειρα τα πάγωσε η βαρυχειμωνιά της χαλασμένης τους σκέψης. Κι έμειναν τα δέντρα χωρίς καρπό, στη Χώρα των κατάρατων. Των σκλάβων μιας ανούσιας ζωής. Της ζωής, που τους τη στέρησαν οι κοτζαμπάσηδες και οι νταβατζήδες της εύφορης κοιλάδας, μαζί με τα σφουγγοκώλια τους και τους ανίκανους του Κράτους.

Η Χώρα αργοπεθαίνει μέσα στον βούρκο των σκανδάλων, της αδιαφορίας και της ανικανότητας αυτών που την κυβερνούν. Μπόχα αποπνικτική ξερνά το σαπισμένο, από την απληστία και αλαζονική αυθαιρεσία της εξουσίας, χνώτο τους.

Στην ηλιοθρεμμένη Χώρα, βαριά συννεφιά, μαύρη μαυρίλα, σκορπά η ασυδοσία τους, η απάτη, το ψέμα τους. Και γίνεται αβάσταχτη, όταν τους ακούς να την εξηγούν και να τη δικαιολογούν ως αδήριτη ανάγκη, οι αναίσχυντοι ολετήρες της πόλης.

Ο γαλανός ουρανός μαύρισε από τα κοράκια, ντόπια και ξένα, που τριγυρίζουν το ετοιμοθάνατο ψοφίμι. Έτσι τον κατάντησαν αυτόν τον Λαό «που κάποτε ήταν φλόγα» (Κ. Παλαμάς).

«Σύγνεφο οι ακρίδες στα σπαρτά και ροκανάν τον κάμπο» (Γ. Ρίτσος)

Λοιπόν τι; Θα τ’ ανεχόμαστε όλα τούτα οσφυοκάμπτες μπρος σε ανάξιους άρχοντες, σοβαρογελοίοι «κύριοι»-ρηχοί κυριλέδες, αλλ’ όχι Άνθρωποι; Θα στεκόμαστε  «δειλοί μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένοντας ίσως κάποιο θάμα;» Θα σιωπούμε γιατί,« έτσι και μαχότανε σίγουρα θα χεζότανε: χέσαιτο γαρ ει μαχαίσετο»; (Αριστοφάνους Ιππής).

 «Ιδού «η ουαί η τρίτη έρχεται ταχύ.» (Αποκάλυψις Ιωάννου). Προσκλητήριο των εν ζωή νεκρών καλεί:

Κυβερνήτης! (Πε)θαμμένος! Νεκραναστημένο ζόμπι ως «κοπίδων [τσαρλατάνων] αρχηγός» (Ηράκλειτος).

Πολιτικός! (Πε)θαμμένος! Νεκραναστημένο ζόμπι ως πολιτικατζής

Πολίτης! (Πε)θαμμένος! Νεκραναστημένο ζόμπι ως μαζάτομο της νεοφιλελεύθερης ασυδοσίας.

Η ουαί η τρίτη έρχεται ταχύ. «… μιαν απαίσια βοή,… την σκάλα ανεβαίνει.» (Κ. Καβάφης), Και «οι προβατογκαμήλες θα γκρεμιοτσακιζούντανε…

Μια φοβερή ξυλάρα κράταγε και την εκράδαινε» (Ν. Εγγονόπουλος) και πήρε σβάρνα, ο Καραΐσκος, τους κωλοπροβάλλοντες υποταχτικούς σφουγγοκωλάριους της Εσπερίας και τους  παγκοσμιοποιημένους Νεάντερνταλ, φωνάζοντας:

«αν ζήσω θα σας γ@μήσω. Αν πεθάνω τότε κλάστε μου τον μπ%ύντζ%ν»

Αυτά τα λόγια που ακούτε και τα θαρρείτε ξένα και ίσως, μέσα στη μικροαστική σας καλλιέπεια, χυδαία, σε άλλη ζωή, σ’ αλλοτινούς καιρούς, γνωστά σάς ήταν. Τα μίλαγε η καρδιά σας.

Κι ήτανε, λένε, ντυμένος το οργισμένο φως της Λαμπρής των Ελλήνων.
Και «η φωνή του ήτανε προορισμένη μόνο για τους αιώνες» (Εγγονόπουλος).

Και τα αγάλματα ακίνητα, μέσα στα θαυμάσια ερείπια, σωπαίνοντας,
βρυχώνται, τώρα, τα βροντερά, τα ξεχασμένα, τα αιώνια μυστικά.

Και τα λυχνάρια, που ψάχνουν τον άνθρωπο, δείχνουν τον δρόμο, απ’ όπου θα έρθουν οι δαυλοί του αύριο, να βάλουν φωτιά στα σάπια. Κι οι άνθρωποι θα σπείρουν τον σπόρο της νέας γενιάς των ωραίων ανθρώπων. «Ωραίοι σαν Έλληνες

«Έλληνες μην κιοτέψετε, Σαν Έλληνες βαστάξετε και σαν γραικοί σταθείτε.
Παιδιά μ’ να νταγιαντίσετε, να γίνετ’ ένα σώμα/ Να μη χαθεί η πατρίδα μας, την πάρτε στο λαιμό σας
.» (Δημοτικό)

Και ο λαός, εκείνοι οι Πολίτες-Οπλίτες, ξεκόβοντας από τον μαζοχυλό, «Όταν άρχει το πλήθος… ο τύραννος δεν μπορεί να κάνει τίποτα: Πλήθος δε άρχον…μούναρχος ποιέει ουδέν» (Ηρόδοτος), φώναζε:

«κλέφτες», «χαμόσυρτα, λερά σκουλήκια» (Κ. Βάρναλης).

«Μπάσταρδοι, ψεύτες, κλέφτες, πόρνοι» (Κ. Παλαμάς).

«Πολιτικατζήδες, ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες, μουνούχοι…» (Γ. Σεφέρης).

Και κατεβαίνουν οι ωραίοι Έλληνες Πολίτες στους δρόμους και στις πλατείες, με τη σημαία της λεβεντιάς περήφανη, με το απροσκύνητο βλέμμα τους καθάριο. Και φωνάζουν: Προχωρείτε. Η Πατρίδα, η έρμη και πολυπονεμένη Πατρίδα, να σωθεί από την ξένη ακρίδα, που κουβάλησαν στη Χώρα οι πολιτικατζήδες, τουρίστες της Ελλάδας.

Εμπρός στην ντάπια σας, Πολίτες-Οπλίτες, να σώσουμε τη Χώρα από τους χαλασοχώρηδες, τους κακοπάτριδες, που έχουν πέτρα για καρδιά.

Να σώσουμε την Πατρίδα, από τους οπαδούς των άκαπνων κομματικών φαντασμάτων, τους φυγόδικους του φωτός και της καθαρής αντρίκιας ματιάς, τους διεφθαρμένους πατριδέμπορους.

Να διώξουμε τους κωλορεβερέντζηδες (κωλορεβερέντζης: αυτός που κάνει εδαφιαίες υποκλίσεις  με επιδεικτική προβολή των οπισθίων) και τους Γούσηδες, που άφησαν τα κάστρα απολέμιστα και τις μπουκαπόρτες ανοιχτές και μπούκαραν, σαν φίλοι, οι εχθροί. Κι αυτοί, οι αχρείοι, τους καλωσόρισαν, σαν σωτήρες. Αυτοί, οι πρόθυμοι,  οι τυφλοί, ανίκανοι, μικροί  Κυβερνήτες της Χώρας.

«Ποιος είπε πως επέρασε της λεβεντιάς η ώρα» (Κ. Παλαμάς)

Τα σχόλια είναι κλειστά.