Ειδησεογραφικό site

77 χρόνια από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παναγούλη, του αγέρωχου αγωνιστή

128

Εβδομήντα εφτά χρόνια συμπληρώθηκαν από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παναγούλη στις 2 Ιουλίου 1939. Η μεγαλοψυχία που έδειξε ο υπ΄ αριθμόν ένα βασανισμένος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών στους βασανιστές του είναι χαρακτηριστική της φρόνησης, της ανδρείας και του σθένους της ψυχής του καθώς δεν κινήθηκε κατά τους, παρότι μπορούσε, αλλά αρκέστηκε στην αρμοδιότητα της δικαιοσύνης. Κατά τη μεταπολίτευση άφησε τα όπλα και επιδόθηκε στον κοινοβουλευτικό αγώνα με τη δύναμη που έκρυβε ο πύρινος λόγος του. Στηλίτευσε τη δημαγωγία και τον λαϊκισμό που είχαν κάνει την εμφάνισή τους στο Κοινοβούλιο ακόμα και μέσα στα προοδευτικά κόμματα.

 Της Πέννυς Κροντηρά

Το «Κ» παραθέτει χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο «Αλέξανδρος Παναγούλης: Πρόβες Θανάτου» τόμος Β’ , του δημοσιογράφου-συγγραφέα Κώστα Μαρδά:

Πολέμιος της δημαγωγίας. Τα αρχεία της ΕΣΑ. Λεωφόρος θανάτου. Το τρίτο αυτοκίνητο.

Οι βασανιστές έτρεμαν τον Παναγούλη, φοβούμενοι πως θα έπαιρνε το νόμο στα χέρια του. Αυτό βέβαια θα το έκανε μόνο σε περίπτωση που η χούντα συνεχιζόταν. Όπως ο ίδιος αποκάλυψε, η οργάνωσή του είχε προ­γραμματίσει να τιμωρήσει: «Αποφασίσαμε να εκτελέσουμε μερικούς βα­σανιστές, τους οποίους παρακολουθούσαμε από το Μάρτιο του ’74. Ξέ­ραμε ότι βρισκόταν στο Βόλο ο Θεοφιλογιαννάκος, ξέραμε ότι βρισκόταν στη Σχολή Πολέμου ο Χατζηζήσης, ξέραμε ότι βρισκόταν εδώ ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης, τις ώρες που έφευγαν, τα πάντα, θα τους κτυπούσαμε όλους αυτούς σε μια μέρα. Εγώ είμαι εκείνος που είχε μιλήσει εναντίον της θανατικής ποινής. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ήταν ο πόλεμος, εκείνη τη στιγμή ήταν αυτοί που δολοφονούσαν κάτι πολύ περισσότερο από έναν άνθρωπο: Δολοφονούσαν τους ίδιους του νόμους. Έτσι, μπορώ να πω σήμερα ότι ο τρόπος με τον οποίο ήρθε η αλλαγή, εμένα προσωπικά με πε­λάγωσε και μ’ έκανε να σφίξω τα χέρια μου και να πω: «Δεν γινόταν αυτό ένα μήνα αργότερα;». Τελικά, βέβαια, υποκύπτει κανείς στη μέγιστη επι­ταγή, που αποτελεί η υπακοή στους νόμους, έστω κι αν αυτοί οι νόμοι δεν μας αρέσουν». (Νέα 14/1/76)

«Απορρίπτω την τρο­μοκρατία»

Απ’ τη στιγμή που αποκαταστάθηκαν οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί α­πέρριψε κάθε σκέψη για τρομοκρατική δράση. Ο φίλος του, Γιάννης Δρά­κος, είχε απομνημονεύσει το συλλογισμό του ανθρώπου, ο οποίος απο­τόλμησε να εκτελέσει το δικτάτορα της χώρας του: «Απορρίπτω την τρο­μοκρατία, γιατί ανεξαρτήτως των προθέσεων, είναι από τη φύση της ανοι­χτή σε διάβρωση. Υπηρετεί ό,τι – υποτίθεται – πολεμά. Ως κοινωνικό φαι­νόμενο έχει ερμηνεία και αποτέλεσμα. Για την ερμηνεία έχουν δοθεί πολ­λές απαντήσεις. Για το αποτέλεσμα; Της αναγνωρίζω μόνο ότι λειτουργεί σαν μαστίγιο, το οποίο αφυπνίζει συνειδήσεις. Όμως την απορρίπτω ως εκ του αλγεβρικού της αθροίσματος».

Ο κοινοβουλευτικός αγώνας ήταν το αποκλειστικό πεδίο που επέλεξε. Πρώτιστος στόχος η κάθαρση στο στρατό. Στις 20 Ιανουαρίου του 1976 α­νέπτυξε επερώτηση στη Βουλή για την εισαγωγή δημοκρατικών αξιωματι­κών στην Ανώτερη Σχολή Πολέμου. Είπε:

«Η Ανωτέρα Σχολή Πολέμου ιδρύθηκε το 1957 και οι πρώτες εκπαι­δευτικές σειρές μπήκαν χωρίς εξετάσεις με πρόταση του ΙΔΕΑ, που ήλεγχε το Στράτευμα. Το 1951 τα ανάκτορα καθιέρωσαν τυπικές εξετάσεις, για να επιβάλουν τον δικό τους έλεγχο. Έτσι, ως το 1967, ΙΔΕΑ και ανάκτορα ήλεγχαν όλο το στρατό και μόνο το 20% των εισαχθέντων ήσαν άξιοι να μπουν στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου. Αξίζει να σημειωθή ότι όλοι οι κα- ταδικασθέντες βασανιστές αξιωματικοί ήσαν απόφοιτοι της ΑΣΠ. Και έ­πειτα από όλα αυτά, έρχεται διαταγή που αποκλείει από τις εξετάσεις 800 αξιωματικούς, επειδή πέρασαν το όριο ηλικίας και επιτρέπει μόνο σε 150 διοικητές μονάδων κ.λπ.».

Ζήτησε να βρεθεί τρόπος να μπουν στη Σχολή οι 800 αποκλεισθέντες, τονίζοντας ότι έτσι θα ελέγχεται ο στρατός επί 15 τουλάχιστον χρόνια.

Απαντώντας ο Ε. Αβέρωφ παραδέχθηκε ότι υπάρχει θέμα και ότι έτσι έγιναν τα πράγματα επί 7ετίας, αλλ’ απέκρουσε τη λύση της καταργήσεως των εξετάσεων, υπογραμμίζοντας ότι άλλαξε τη χουντική διοίκηση της Σχολής καθώς και τη νοοτροπία της επταετίας.

Στις 27 Ιανουαρίου του 1976 ο Παναγούλης εξερράγη κατά του κόμ­ματός του. Στη 12ωρη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας για το καταστατικό διαφώνησε με τα στελέχη της σοσιαλδημοκρατικής ομάδας των «Νέων Δυνάμεων», κατηγορώντας τα ότι είχαν σχέσεις εξάρτησης α­πό το φιλοαμερικάνικο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Δυτικής Γερμα­νίας. Ζήτησε επίσης να αποσαφηνισθεί ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας του κόμματος. Λίγο πριν από την ψηφοφορία αποχώρησε από την αίθουσα ε­κνευρισμένος, επικρίνοντας τη νωθρότητα της ηγεσίας αλλά και το διδασκαλίστικο στυλ των «Νέων Δυνάμεων». Μετά από λίγες μέρες το εθνικό συμβούλιο της ΕΔΗΝ υιοθέτησε τις θέσεις του, υπογραμμίζοντας ότι «αρ­νήθηκε να συμμετάσχει σε μια επιχείρηση εξαπάτησης του λαού με το να ε­πενδύονται με προοδευτικές λέξεις αντιδραστικές πολιτικές που υπαγο­ρεύονται από εξωευρωπαϊκά συμφέροντα, όπως είναι η δυτικοευρωπαϊ­κή σοσιαλδημοκρατία». Τελικά, το κόμμα μετονομάσθηκε ΕΔΗΚ (Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου), γιατί ο αρχηγός του δεν ήθελε να ταυτισθεί με την τριτοκοσμική σοσιαλιστική εκδοχή του ΠΑΣΟΚ… Αντιθέτως, η νεο­λαία έγινε σοσιαλιστική: ΕΣΔΗΝ (Ελληνική Σοσιαλιστική Δημοκρατική Νεολαία).

Ο Παναγούλης βρέθηκε για δύο μέρες στην Ιταλία, όπου πήρε μέρος στο 40ό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος. «Είσαι ο Παναγούλης» του είπαν στην είσοδο και τον αγκάλιασαν πριν βγάλει από την τσέπη του την κάρτα του ξένου παρατηρητή. Η Ιταλίδα δημοσιογράφος Μιρέλα Ντελφίνι έγραψε στην Παέζε Σέρρα πως ο «Σάντρο (ο Αλέξανδρος) δεν εί­χε πια το μελαγχολικό βλέμμα εκείνου του καιρού, αλλά τα μάτια του ή­ταν μια λακκούβα γιομάτη αγωνία».

Επέστρεψε στην Αθήνα δριμύτερος. Σε ομιλία του στο Θέατρο Μουσούρη κατηγόρησε όλα τα κόμματα για «έλλειψη δύναμης, για αντιδημοκρατικότητα και καλλιέργεια πολιτικού φανατισμού». Τα πανό που είχαν αναρτήσει οι συναγωνιστές του έγραφαν: «Όχι στον καριερισμό», «Όχι στην αυριανή αποστασία», «ΕΔΗΝ σημαίνει συνέχεια της Αντίστασης».

«Από τα κόμματα, την εκκλησία και… τους οίκους ανοχής δεν διώ­χνουν κανέναν» είπε χαριτολογώντας. «Αλλά θα θυμίσω αυτό που είπε ο Γεώργιος Παπανδρέου: Ναι, δεν διώχνουν κανέναν, αλλά δεν τους βά­ζουν κατευθείαν εις το ιερόν!».

Στην εφημερίδα Χριστιανική δημοσίευσε στις 18 Μαρτίου του 1976 έ­να άρθρο, όπου έθιξε ευθέως τον κίνδυνο της δημαγωγίας και του λαϊκι­σμού:

«Η ανυπομονησία και ταυτόχρονα η απόλυτα λαθεμένη αντίληψη πως μια μακροπρόθεσμη πολιτική μπορεί να είναι το άθροισμα βραχυπρόθε­σμων και τυχαία διαλεγμένων στόχων.

Η έλλειψη της δύναμης της αντιδημοτικότητας, που εμποδίζει το λαό να γίνη κοινωνός της κάθε πικρής αλήθειας.

Η εύκολη αντικατάσταση μιας ασταμάτητης κοινωνικής αντιπολίτευ­σης, που πρέπει να υπάρχη, με μια προπαγάνδα στηριγμένη στη δημαγω­γία ή σε φτηνό αντιπολιτευτικό πνεύμα.[…]

Ο Αλέξανδρος Παναγούλης απαιτούσε μια νέα μορφή υπερκομματικής αντίστασης. Αντίστασης στη δημαγωγία. Ζητούσε υπευθυνότητα σε μια εποχή μεγάλων υποσχέσε­ων… Σκόπευε πάλι στον ουρανό!

 

Τα σχόλια είναι κλειστά.